Σκηνοθεσία: Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν
Παίζουν: Ντενίζ Τσελίλογλου, Μερβέ Ντιζντάρ, Μουσάμπ Εκιτσί
Διάρκεια: 197′
Ελληνικός τίτλος: “Ξερά Χόρτα”
Ο Σαμέτ διδάσκει καλλιτεχνικά σε μια μικρή πόλη στα βάθη της Ανατολίας, υπομένοντας το τελευταίο από τα τέσσερα υποχρεωτικά χρόνια της παραμονής του εκεί και προσδοκώντας την πολυπόθητη μετάθεση για Κωνσταντινούπολη. Νιώθει ξένο σώμα σε μία νεκρή γη, η ενέργειά του μοιάζει θαμμένη κάτω από το πυκνό χιόνι που κάθε χειμώνα καλύπτει όλο το οπτικό του πεδίο. Αρχικά, ο Τζεϊλάν δείχνει να δικαιολογεί την απόγνωση του πρωταγωνιστή του˙ κινηματογραφεί την απόμακρη περιοχή σαν μία βαριά, πάλλευκη έρημο, καταδικασμένη να μένει στη γωνιά των εξελίξεων, σαν μια «τρύπα στη γεωγραφία», ένα μέρος που μέχρι και ο ιστορικός χρόνος παγώνει, σε μία περίοδο, μάλιστα, που η Τουρκία βρίσκεται για μία ακόμα φορά στην ταραχώδη ιστορία της μπροστά σε πολιτικά και πολιτισμικά σταυροδρόμια.
Σαν να τελεί σε προσωρινή αργία, τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, ο Σαμέτ περιορίζεται σε ρόλο παρατηρητή των κοινωνικών διαδικασιών. Αραδιάζοντας τις διαφορετικές εκφάνσεις των συμπλεγμάτων ανωτερότητας που κυριαρχούν στη συνείδησή του, ο εκλεπτυσμένος καθηγητής περιφέρει την περιφρόνησή του στις σχολικές αίθουσες και σε συναντήσεις με όσους ντόπιους καταδέχεται να συναναστραφεί. Όταν όμως βρεθεί στο επίκεντρο ενός πειθαρχικού ελέγχου με αντικείμενο την πιθανή ανάρμοστη συμπεριφορά του προς μία μαθήτρια, ο Σαμέτ θα αφήσει ανεξέλεγκτο το μένος του για αυτή την υπαίθρια φυλακή που αποτελεί την έδρα της εξορίας του, μετρώντας αντίστροφα τις μέρες μέχρι τη μετάθεση, σαν απρόθυμος φαντάρος ή δημόσιος λειτουργός που έπεσε σε δυσμένεια.
Δεν είναι, ωστόσο, η βαθιά Ανατολία που δηλητηρίασε την ψυχή του. Ο ίδιος ευαγγελίζεται συνεχώς ότι είναι ο φορέας της γνήσιας τέχνης, ο φάρος του πολιτισμού που φωτίζει τις σκοτεινές γωνιές τις αθέατης τουρκικής περιφέρειας, αλλά διεξάγει το (καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος) μάθημά του ωσεί παρών, σαν να πρόκειται για μια αδιάφορη υποχρέωση που είναι αναγκασμένος να φέρνει εις πέρας μέχρις ότου απελευθερωθεί από την αφάνεια της επαρχίας. Χωρίς να προβαίνει σε πράξεις έκνομες, ο Σαμέτ προτίθεται να αφήσει κάθε εξουσιαστική και πατριαρχική δομή να λειτουργήσει προς το συμφέρον του και να εξαντλήσει το περιθώριο που του δίνουν οι συγκυρίες ώστε να ικανοποιήσει έναν αδηφάγο και πληγωμένο εγωισμό.
Ο Τζεϊλάν κινηματογραφεί την απάθειά του με παγερή ακρίβεια, δημιουργώντας μεγάλης διάρκειας διαλογικές σεκάνς (κατά το προσφιλές στυλ του) όπου ο κεντρικός χαρακτήρας του έρχεται αντιμέτωπος με διάφορες εκδοχές της βίας, που μένει πάντα εκτός κάδρου, αλλά αρνείται να συγκινηθεί ή έστω να ενδιαφερθεί υποτυπωδώς. Αντί αυτού, προτάσσει έναν αδυσώπητο κυνισμό που τσακίζει κόκκαλα και επιμένει να στέκεται έξω από κάθε τερέν, υπηρετώντας πάντα κάποια προσωπική ατζέντα. Ο Σαμέτ έχει τον απαραίτητο χώρο στον νου και την ψυχή του για να δράσει ή έστω να συμπάσχει, αλλά επιλέγει να σταθεί στο περιθώριο κάθε κοινωνικής διεργασίας σαν αμέτοχος θεατής, θεωρώντας πως άνθρωποι σαν και του λόγου του είναι προορισμένοι για τη Γη της Επαγγελίας και κάθε στάση της μαρτυρικής διαδρομής είναι ανάξια λόγου.
Το φιλμ του Τούρκου auteur παραμένει συναρπαστικά σύνθετο ακόμα και όταν αναγκάζει τους χαρακτήρες του να εκφωνήσουν περισσότερα λόγια από όσο χρειάζεται. Το έργο του ανέκαθεν διέθετε υψηλή «λογοτεχνική» αξία και ο τρόπος που διαρθρώνει το δραματικό του φορτίο μέσα από εκτενείς και σημαίνοντες διαλόγους θυμίζει κάτι από Τσέχωφ. Στα «Ξερά Χόρτα», όμως, όπως και στην περίπτωση του «Κάποτε στην Ανατολία», είναι η συμπαγής, πνιγηρή ατμόσφαιρα που κυριαρχεί αντί του λόγου που εκφέρουν οι χαρακτήρες. Όλοι οι λεκτικοί διαξιφισμοί σκεπάζονται από ένα πέπλο ματαίωσης, μία σιωπηρή αποδοχή της βαριάς μοίρας που ταλανίζει την άγονη γη. Οι κάτοικοι της περιοχής αποτυπώνονται σε φωτογραφικά καρέ που παρεμβάλλονται στην πλοκή, σαν μικρές υπενθυμίσεις της παρουσίας τους στον χώρο, ενώ ο Τζεϊλάν κινηματογραφεί την απειλητική ερημιά του τοπίου σαν ένα απόκοσμο waste land.
Διατηρώντας έναν τόνο πένθιμου μυστηρίου καθ’ όλη τη διάρκεια, ο Τζεϊλάν μετατρέπει τη θεματική ανομοιογένεια της ταινίας σε αρετή, καθώς οι ανολοκλήρωτες τροπές της πλοκής δημιουργούν μια γοητευτική αινιγματική αύρα. Κατά τη θέαση γίνεται φανερό ότι κανένα από τα σημαίνοντα σεναριακά επεισόδια δεν πρόκειται να αποτελέσει τον κεντρικό άξονα του έργου, παρότι το καθένα ξεχωριστά θα μπορούσε να αποτελέσει την αφηγηματική αφετηρία για μία πληρέστατη ταινία μικρού μήκους. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία πιθανής παρενόχλησης σε σχολικό περιβάλλον, μία παραβολή για την ατελή εθνική ολοκλήρωση ή ένα ερωτικό τρίγωνο μέσα στα χαλάσματα της ναυαγισμένης ανθρώπινης επαφής. Για την ακρίβεια, όλα τα παραπάνω είναι όροι μίας μεγαλύτερης σύνθεσης, που ακόμα και αν δίνει μερικές φορές την αίσθηση ότι αγκομαχά να χωρέσει όλες τις ιδέες στη μαραθώνια διάρκειά της, καταλήγει σε μία ιδιόμορφη αναζήτηση της ανθρώπινης κατάστασης.
Αυτά που κουβαλούν την ουσία και το φορτίο της ταινίας είναι όσα προκύπτουν ανάμεσα στις γραμμές του συχνά ατέρμονου διαλόγου. Η σωρεία των καθημερινών αδιεξόδων σε ένα μέρος ξεχασμένο από Θεό και άνθρωπο. Τα εθνικά σύμβολα που υπάρχουν σε κάθε κλειστή αίθουσα και θαρρείς ότι σιωπούν εύγλωττα και εμφατικά. Η μελαγχολική αγωνία της αντίστασης απέναντι στην αλλοτρίωση σε μια γη όπου τίποτα δε λέει να ανθίσει. Ο λακωνικός και ξαφνικός συλλογισμός για τη θέση του κινηματογράφου (ορθότερα της κινηματογραφικής θέασης) εντός της ταραχώδους κοινωνικής πραγματικότητας. Η ελπίδα για το μέλλον, αφηρημένη και πιθανώς καταδικασμένη, αλλά πάντα υπαρκτή, σαν τελευταίο ανάχωμα απέναντι στην παντελή κυριαρχία της αποξένωσης. Η ψυχική εξάντληση που αφήνει αυτή ακριβώς η ελπίδα έπειτα από κάθε της ματαίωση και ο αγώνας εναντίον της. Η υπαρξιακών διαστάσεων ανθρώπινη αντίφαση που αρνείται να παραδοθεί στην ανέλπιδη πραγματικότητα.