What's On A Quiet Passion

20 Ιουλίου 2017 |

A Quiet Passion

Ο Τέρενς Ντέιβις αποτελεί ένα εν πολλοίς παραγνωρισμένο κεφάλαιο του βρετανικού σινεμά. Με μόλις 8 ταινίες στο ενεργητικό του, ο Άγγλος σκηνοθέτης έχει επιδείξει ζηλευτή συνέπεια, ενώ πρόσφατα μεγαλούργησε και πάλι με το σπουδαίο The Deep Blue Sea, το 2011. Το A Quiet Passion σηματοδοτεί την πρώτη απόπειρά του να κινηθεί εκτός βρετανικών θεματικών. Αφηγείται την ιστορία ενός προσώπου που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία της αμερικανικής ποίησης, καθώς αποτελεί μία από τις σημαίνουσες φιγούρες της. Πρόκειται για την εμβληματική Έμιλι Ντίκινσον.

Η ταινία κινείται γραμμικά, ακολουθώντας το κλασικό μοτίβο μιας κινηματογραφικής βιογραφίας. Παρακολουθούμε την Έμιλι από τα νεανικά της χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής της. Η ποίησή της είναι πανταχού παρούσα και μόνιμος τρόπος έκφρασής της. Καδράρεται με απόλυτο σεβασμό και φαντασία και λειτουργεί ως σύντομο διάλειμμα στην πλοκή αλλά και ερμηνευτικός οδηγός του σύνθετου ψυχισμού της ποιήτριας, χαρίζοντας στο φιλμ έναν χαρακτήρα διττό: Είναι ταυτόχρονα η αφήγηση της ζωής της Έμιλι Ντίκινσον και η ελεύθερη οπτική απεικόνιση του ποιητικού της λόγου, πιστή στο συναισθηματικό του φορτίο.

Ο χαρακτήρας που χτίζει υπομονετικά ο Ντέιβις είναι πολυσχιδής. Μία ύπαρξη που δεν μπορεί να γνωρίσει κανενός είδους ανάπαυση, γιατί την τρομάζει ο κόσμος. Προσπαθεί να τον ερμηνεύσει με κριτήρια αυστηρά αλλά ποτέ αφελή. Είναι ταυτόχρονα ένα παιδί που φοβάται ότι δεν καταλαβαίνει κ επαναστατεί απέναντι σε κάθε καταπιεστικό παράγοντα. Ποτέ όμως με εκρηκτική διάθεση ˙ η αντίδρασή της είναι εσωτερική. Μέσα της είναι και το μόνο πεδίο που μπορεί να διατηρήσει αλώβητο από την ασχήμια του κόσμου.

Η Έμιλι είναι θεοσεβούμενη, όμως δεν μπορεί να ακολουθήσει της επιταγές που της επιβάλλουν οι γήινοι εκπρόσωποι του Θεού. Αγαπάει την οικογένεια της, αλλά δεν προτίθεται να υποστεί οτιδήποτε κρίνει άδικο εκ μέρους της. Θέλει να ερωτευτεί, αλλά όχι με του όρους της Αμερικής του 1850, οραματίζεται την ισότητα των μερών της ερωτικής εξίσωσης που φαντάζει ουτοπική. Όλη της η προσωπικότητα συνιστά μια μεγάλη αντίφαση, κάτι που αντικατοπτρίζεται μέχρι και στον τίτλο του έργου.

Όσο περνούν τα χρόνια, η Έμιλι παραμένει όλο και περισσότερο εσώκλειστη στο σπίτι. Η απομόνωση της είναι απολύτως οικειοθελής. Μοιάζει με παιδί που ξέχασε να μεγαλώσει και επιθυμεί να ζει σε ένα δικό της ρομαντικό σύμπαν. Μόνο που αδυνατεί να το καταφέρει, γιατί η άρνηση της πραγματικότητας στο μυαλό της ισοδυναμεί με υποκρισία. Και η Έμιλι σιχαίνεται την υποκρισία, την έχει από νωρίς κατατάξει ως υψηλά ιστάμενο στέλεχος του κόσμου που την περιβάλλει και τον οποίο απορρίπτει συλλήβδην.

Παρότι δεν εκρήγνυται σχεδόν ποτέ, η ποιήτρια δεν είναι ήρεμη. Δεν ζει μια ήσυχη ζωή. Βιώνει μια ασίγαστη εσωτερική τρικυμία, η οποία γαληνεύει μόνο παροδικά κατά τις στιγμές που η πένα της ακουμπάει το χαρτί και τα πρώτα ποιητικά λόγια αποτυπώνονται σε υλική μορφή. Η Έμιλι ζητούσε από τον εαυτό της να διατηρήσει μέσα στο στήθος του μια χρυσή καρδιά, να μην την ανταλλάξει σε κανένα σημείο του δρόμου για μια πιο ομαλή πορεία. Και αυτό ήταν και που τελικά την εντυπωσίαζε στους ανθρώπους, από την αρχή μέχρι το τέλος.

Οι οικογενειακές σχέσεις ήταν κεφαλαιώδους σημασίας για τη ζωή της Έμιλι Ντίκινσον, ίσως γιατί ενέχουν την άνευ όρων αγάπη και αποδοχή, κάτι που στα μάτια της φάνταζε συγκλονιστικό.  Ανακάλυψε ότι ήταν απολύτως αδύναμη να διαχειριστεί την απώλεια, και όταν αυτή της χτύπησε την πόρτα, συνεθλίβη. Η αυστηρή επαναστατικότητά της έγινε ακόμα πιο εσωτερική και φάνηκε τελικώς ανεπαρκής μπροστά στο σαρωτικό μεγαλείο της οδύνης.

Ο Ντέιβις επέλεξε να κινηματογραφήσει την ιστορία του σε αργό τέμπο, γνωρίζοντας ότι μόνο αυτό θα εξυπηρετούσε το διεισδυτικό χαρακτήρα του έργου. Αναλύει σε βάθος την προσωπικότητα της ποιήτριας, αποφεύγει την αγιοποίηση μαεστρικά και επενδύει στη Σίνθια Νίξον, η οποία τον δικαιώνει απόλυτα σ’ έναν ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο. Καταφέρνει να χωρέσει με χαρακτηριστική άνεση στο βλέμμα της την ταραχή που βιώνει ο χαρακτήρας της. Μια ταραχή άηχη για τους άλλους μα εκκωφαντική για αυτήν.

Μόνο μελανό σημείο της ταινίας είναι η σε σημεία αυξημένη επιτήδευση των διαλόγων, ειδικά στο πρώτο μέρος του έργου, η οποία για λίγο δυσχεραίνει τη δημιουργία του αναγκαίου κατανυκτικού κλίματος. Τελικώς όμως, δεν κοστίζει σημαντικά στο όλο αποτέλεσμα, αφού αντισταθμίζεται από την εξαιρετική φωτογραφία. Το Ήρεμο Πάθος του Ντέιβις είναι ένα υπαρξιακό δράμα κλειστών χώρων και ταυτόχρονα μια μετρημένη βιογραφία. Και τα καταφέρνει περίφημα σε όλους τους τομείς.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑