Σκηνοθεσία: Julien Leclercq
Με τους: Sami Bouajila, Guillaume Gouix, Youssef Hajdi,
Διάρκεια: 81’
Μεταφρασμένος τίτλος: “Αδίστακτοι”
Αυτή είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του Julien Leclercq και η πρώτη που βγαίνει σε εμπορική διανομή στις κινηματογραφικές αίθουσες στη χώρα μας. Για την ιστορία οι τρεις προηγούμενές του ήταν οι Chrysalis (2007), L’assaut (2010) και Gibraltar (2013). Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ της Μπουσάν το 2015 και βγήκε στις γαλλικές αίθουσες τον Μάιο του 2016, κόβοντας στις δύο πρώτες βδομάδες προβολής της περί τις 300 χιλιάδες εισιτήρια!
Η επόμενη ταινία του 38χρονου Leclercq θα είναι εκείνη που (μάλλον) θα τον κάνει ευρύτερα γνωστό κι εκτός Γαλλίας. Μιλάμε για το Prost, μια βιογραφική ταινία για έναν από τους σπουδαιότερους οδηγούς της Formula 1 όλων των εποχών, τον Alain Prost! Στον πρωταγωνιστικό ρόλο θα δούμε έναν από τους πρωταγωνιστές και τούτης της ταινίας, τον Guillaume Gouix!
Ο Γιανί, ο Ερίκ, ο Νασέρ και ο Φρανκ αποτελούν την πιο αποτελεσματική ομάδα ληστών σε ολόκληρη την περιφέρεια του Παρισιού. Ανάμεσα σε κάθε χτύπημα, ο καθένας από αυτούς προσπαθεί να διαχειριστεί την οικογενειακή του ζωή, ακροβατώντας μεταξύ παράνοιας, απομόνωσης και ανησυχίας των συγγενών τους. Όλα αυτά, μέχρι τη στιγμή που ο πιτσιρικάς αδερφός του Γιανί, ο Αμίν, θα κάνει ένα μεγάλο λάθος, που θα αναγκάσει την ομάδα να βρεθεί υπό την δούλεψη των «βαρόνων» ναρκωτικών της πόλης. Πλέον, η ομάδα δεν έχει να φέρει εις πέρας τις ληστείες τεθωρακισμένων στις οποίες ήταν εξπέρ, αλλά ένα αστραπιαίο «χτύπημα», που έχει να κάνει με εμπόριο ηρωίνης. Σύντομα, ληστές και έμποροι ναρκωτικών θα βρεθούν αντιμέτωποι…
Κοίτα να δεις τώρα: αυτή είναι μια ταινία, που έχει τόσο πολλά να δουλεύουν υπέρ της αλλά τελικά κινείται στον μέσο όρο, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Όντως, μοιάζει (επίτηδες ή κατά… λάθος) με την Ένταση (Heat, 1995), μιας εκ των κορυφαίων ταινιών του μυθικού Michael Mann (αλήθεια, τι κάνει αυτή η ψυχή;). Πρόκειται για μια ψύχραιμη και κατά το μάλλον ή ήττον αυθεντική ματιά στο χώρο των σύγχρονων παρανόμων στη Γαλλία. Παράνομοι εξ επιλογής –μάλλον και εξ ανάγκης: τι διεξόδους μπορεί να δώσει η σημερινή γαλλική κοινωνία στους νέους των γκετοποιημένων μεγαλουπόλεων, που κατακλύζονται από γόνους μεταναστών εξ Αφρικής; Τι μέλλον τους υπόσχεται αν ακολουθήσουν τη νόμιμη οδό; Κάπου εδώ η ταινία συναντά ξυστά και το Μίσος (La haine, παραδόξως, ίδιας χρονολογίας παραγωγής με την Ένταση, ήτοι, του 1995!) του Mathieu Kassovitz. Στην παρανομία λοιπόν. Ναι, αλλά καμία σχέση με την γκλαμουροποιημένη εικόνα που κάποιοι ίσως να έχουν στο μυαλό τους από άλλες… ταινίες!
Οι σημερινοί κακοποιοί, μας λέει η ταινία, είναι απαραίτητο να κρατάνε χαμηλό προφίλ. Δεν μπορούν να επιδεικνύουν τα έπαθλα του κόπου τους, τη λεία τους: κάτι τέτοιο δεν θα συνάδει με τις συνθήκες στις οποίες ζουν. Έτσι, ο υπεύθυνος εκρηκτικών της ομάδας πηγαίνει κανονικά στη δουλειά του «θάβοντας» την αμοιβή του μέσα σε γυάλινα δοχεία και ο αρχηγός των πάντων κυκλοφορεί με ένα παλιό Πεζό, ενώ θα μπορούσε να μετακινείται με οποιοδήποτε ακριβό αμάξι θα γούσταρε! Low profile από τη μια, εναντίωση στην εξουσία από την άλλη και η έξαψη του να ζεις κάθε μέρα στα όρια ζωής και θανάτου. Πακέτο. Κανένα πρόβλημα να σκοτώσουμε άλλους αν αυτοί βρεθούν στο δρόμο μας. Από την άλλη, απίστευτη αφοσίωση στην οικογένεια, στους συγγενείς, στους φίλους, στους συνεργάτες. Μέχρι εδώ, όλα καλά.
Η ταινία μπαίνει κατευθείαν στο ζουμί και από το 5ο της λεπτό ήδη βλέπουμε να στήνεται μια εντυπωσιακή σκηνή ληστείας θωρακισμένου οχήματος που μεταφέρει πολύ μεγάλο αριθμό «λευκών» διαβατηρίων, τα οποία στη «μαύρη» αγορά τιμώνται με μερικές χιλιάδες ευρώ το καθένα! Η σκηνή στήνεται στους τόνους του γκρι – μπλε, στα όρια του μαυρόασπρου. Είναι γρήγορη, σε χώνει κατευθείαν μέσα στα πράγματα, σε γεμίζει αδρεναλίνη. Καμία σχέση με μακρόσυρτα build-up: κι έτσι θα φτιάξουμε τη ληστεία και να τα σχέδια επί χάρτου και η προετοιμασία και μπλα μπλα μπλα. Υπάρχει οικονομία εδώ πέρα, δεν «ξεχειλώνει» το πράγμα. Βλέπουμε τρεις ληστείες συνολικά στην ταινία με την μία να είναι πιο εντυπωσιακή από την άλλη. Ως εδώ, όλα καλά (και πάλι!).
Μόνο που αυτή η λιτότητα περνάει και στο χτίσιμο των χαρακτήρων. Κανένας τους δεν σκιαγραφείται σε βάθος. Και οι μεταξύ τους σχέσεις μένουν ανεκμετάλλευτες. Πχ, η σχέση του Γιανί με την ξανθιά γυναίκα – προφανώς τον έρωτα της ζωής του: μακριά από ρομαντικές εξιδανικεύσεις the American way, παραείναι «λίγη» για να πείσει. Δίνεται τηλεγραφικά, στην προσπάθεια σκηνοθέτη και σεναριογράφων να χωρέσουν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, χωρίς να πλατειάζουν, όλα όσα χρειάζεται ο θεατής προκειμένου από τη μια να δει μια χορταστική περιπέτεια και από την άλλη να δει ως πρωταγωνιστές ανθρώπους με σάρκα και οστά κι όχι κινηματογραφικά κατασκευάσματα. Στο δεύτερο αποτυγχάνει – κι ας διαθέτει ως πρωταγωνιστή τον απίστευτα ταιριαστό για το ρόλο του Γιανί Sami Bouajila.
Επίσης, κάτι λίγο τζιζ, που ενδεχομένως να μην το έπαιρνα χαμπάρι αν δεν έβλεπα μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και την ταινία του Στέλιου Κούλογλου Πεθαίνοντας στα γέλια. Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία όπου οι κακοποιοί πυροβολούν προς τη μεριά ενός αυτοκινήτου της αστυνομίας, ο οδηγός του οποίου κάνει όπισθεν για να ξεφύγει. Ε, λοιπόν, μοιάζει πάρα πολύ με τα αυθεντικά πλάνα της τρομοκρατικής επίθεσης των φανατικών ισλαμιστών στο περιοδικό Charlie Hebdo, στο Παρίσι! Κατά λάθος; Το ελπίζουμε! Και πάλι, όμως, σου φαίνεται κάπως όλο αυτό το σκηνικό. Και το φινάλε δεν έχει την τόλμη όλων όσων έχουν προηγηθεί. Σαν να λέει πως η φυγή είναι η μόνη λύση. Και τι φυγή, έτσι; Ενδιαφέρουσα περίπτωση που μοιάζει λίγο σαν χαμένη ευκαιρία.
* Αναδημοσίευση από MoviesLtd