Σκηνοθεσία: Γιάννη Σακαρίδης
Με τους: Γιάννη Στάνκογλου, Μάκη Παπαδημητρίου, Βασίλη Κουκαλάνι, Θέμιδα Μπαζάκα, Ερρίκο Λίτση
Διάρκεια: 86′
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Γιάννης Σακαρίδης, μετά το Wild Duck (2013). Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ της Μπουσάν. Ακολούθησε η παρουσία της στο φεστιβάλ του Σικάγο. Κατόπιν, ήταν η μία από τις τρεις ελληνικές ταινίες που έλαβαν μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου τιμήθηκε με Ειδική Μνεία για την ερμηνεία του Βασίλη Κουκαλάνι, αλλά και με το βραβείο Καλύτερης Ελληνικής Ταινίας από τη FIPRESCI. Πήρε μέρος και στο φεστιβάλ της Τεργέστης και η φεστιβαλική της πορεία συνεχίζεται.
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο βιβλίο Η Βικτώρια δεν υπάρχει του Γιάννη Τσίρμπα (εκδόσεις Νεφέλη) και το συνυπογράφουν οι Γιάννης Τσίρμπας, Βαγγέλης Μουρίκης και Γιάννης Σακαρίδης. Η ταινία διεκδίκησε έξι βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου: Μεγάλου Μήκους Ταινίας Μυθοπλασίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Α’ Ανδρικού Ρόλου (για τον Βασίλη Κουκαλάνι), Β’ Γυναικείου Ρόλου (για τη Θέμιδα Μπαζάκα) και μοντάζ (για τον Γιάννη Σακαρίδη), από τα οποία τελικά «τσίμπησε» εκείνο για το καλύτερο μοντάζ.
Με φόντο την πολύβουη Πλατεία Αμερικής, τέσσερις διαφορετικοί άνθρωποι συναντιούνται και η πορεία του ενός καθορίζεται από τον άλλο. Ο Μπίλι και ο Νάκος είναι φίλοι από παιδιά, αλλά έχουν εξελιχθεί σε δύο διαμετρικά αντίθετους χαρακτήρες. Ο Νάκος είναι σαραντάρης (38 χρονών, όπως επιμένει ο ίδιος όταν τον χλευάζει ο πατέρας του), άνεργος, ζει με τους γονείς του και μισεί τους ξένους που έχουν κατακλύσει το μόνο πράγμα που του δίνει ταυτότητα: τη γειτονιά του. Εκεί, ο Μπίλι, ένας rock n’ roll σαραντάρης, που έχει παράνομο «τατουαζάδικο» πάνω από το μπαρ – καφετέρια, το οποίο διατηρεί μαζί με την αδελφή του, παρατηρεί τις αλλαγές στο αστικό τοπίο, μέχρι που μια αναπάντεχη ερωτική ιστορία βομβαρδίζει τον μικρόκοσμό του.
Η Τερέζα, μια μπλεγμένη στα δίχτυα του αθηναϊκού υποκόσμου Αφρικανή τραγουδίστρια, θέλει να καλύψει ένα παλιό τατουάζ, επισκέπτεται τον Μπίλι και η «χημεία» μεταξύ τους είναι ακαριαία. Παράλληλα, ο Τάρεκ, ένας απελπισμένος πρόσφυγας από τη Συρία, βρίσκεται στην ίδια περιοχή με τη 10 χρονη κόρη του, και απευθύνεται όπου μπορεί για να φύγει από τη χώρα με προορισμό το Βερολίνο. Ο καθένας από αυτούς τους ανθρώπους έχει τη δική του ατζέντα. Όσο ο Νάκος καταστρώνει ένα σχέδιο «εξολόθρευσης» των μεταναστών, η τύχη υφαίνει τη δική της πλοκή και φέρνει τις μοίρες των ανθρώπων κοντά, όσο μακριά κι αν γεννήθηκαν.
Τα καλά νέα είναι πως η νέα ταινία του Γιάννη Σακαρίδη είναι πιο καλή, πιο πλήρης, πιο μεστή από την προηγούμενή του. Κορυφαία ταινία του, βεβαίως, συνεχίζει να είναι η μικρού μήκους Αλήθεια, η οποία ουσιαστικά έδωσε το υλικό για να προκύψει το Wild Duck. Σε ό,τι αφορά τα κακά νέα… αυτά δεν υπάρχουν –με αστερίσκο (θα επανέλθουμε)! Το σενάριο περιγράφει με ακρίβεια την κατάσταση με τους μετανάστες σήμερα στη χώρα μας, από διαφορετικά point of views. Κι ενώ η πανέμορφη Ξένια Ντάνια ως Τερέζα έχει σαφώς έναν ρόλο ειδικής αποστολής, όλο το βάρος της ταινίας πέφτει στους ώμους των τριών ανδρών πρωταγωνιστών. Αυτών που υποδύονται τον Μπίλι, τον Νάκο και τον Τάρεκ.
Ο Μπίλι έχει μια σαφή και παγιωμένη αντίληψη για το τι είναι σωστό και τι λάθος, ο Νάκος βλέπει την πραγματικότητα μέσω του παραμορφωτικού φακού του ρατσισμού και ο Τάρεκ είναι εκείνος που κουβαλάει τη δική του αλήθεια. Αυτήν την αλήθεια που τον έδιωξε –χωρίς να το θέλει ο ίδιος– από το Χαλέπι για να σωθεί μαζί με την κόρη του. Την αλήθεια που λέει πως η Ελλάδα είναι μόνο ενδιάμεσος σταθμός για άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Την αλήθεια που λέει πως πριν τους μετανάστες, που έχουν κάνει κατάληψη στις πλατείες, όπως διατείνονται οι φασίστες, οι ίδιοι Ελληνάρες δεκάρα δεν έδιναν για τις ίδιες πλατείες!
Σκηνές διαλόγων εναλλάσσονται με σκηνές που, με φωνή off, περιγράφουν την αλήθεια του καθενός από τους ήρωες. Κι ενώ σαφώς η θέση του σκηνοθέτη είναι υπέρ των μεταναστών, του σωστού και του δίκαιου, μέσω του Νάκου αφήνει να ακουστεί και η άλλη, η ρατσιστική άποψη. Εννοείται πως την αφήνει στην κρίση των θεατών, εννοείται πως είναι άθλια και κομίζουσα μίσος και θάνατο, αλλά χρησιμοποιώντας στο ρόλο του Νάκου τον Μάκη Παπαδημητρίου, έξυπνα ποιών, δεν τη δαιμονοποιεί στρατευμένα, με το δάχτυλο τεντωμένο. Την παραθέτει ως την άποψη (;) ανθρώπων αποπροσανατολισμένων, που μη μπορώντας (ή μη θέλοντας) να καταλάβουν ποιοι είναι οι πραγματικοί ένοχοι γι’ αυτό που βιώνουμε ως χώρα τα τελευταία πολλά χρόνια με την κρίση, βρίσκουν ως εύκολο στόχο τους μετανάστες, τους υπεύθυνους δια πάσαν νόσον και πάσα μαλακίαν.
Γρήγοροι ρυθμοί, ευπρόσδεκτο χιούμορ (η σκηνή στο οικογενειακό τραπέζι με Μπαζάκα και Λίτση έχει πολλή πλάκα), εξαιρετική χρήση της κάμερας και των οπτικών εφέ, δίνουν ένα αποτέλεσμα ευπρόσωπο, που οδήγησαν την ταινία στο να συμμετέχει σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Το βασικότερο: αυτή είναι μια ταινία που έχει την καρδιά της στο σωστό σημείο. Κι έχει ενδιαφέρον πώς θα αντιδράσουν οι θεατές απέναντί της. Και πάμε στον αστερίσκο. Αρχικά, στο ουσιαστικό: μπορεί το σενάριο να βασίζεται σε βιβλίο, οπότε για το… φάουλ πρέπει να «κατηγορήσουμε» την πηγή. Αλλά τρεις άνθρωποι μαζί (οι σεναριογράφοι) δεν καταφέρνουν να μας πείσουν για μια κρίσιμη στιγμή της ταινίας. Αυτήν της θυσίας του Μπίλι για την Τερέζα. Ό,τι έχει προηγηθεί ως εκείνη τη στιγμή τόσο ως δραματουργία όσο και ως χτίσιμο χαρακτήρων δεν δικαιολογεί τη συγκεκριμένη σκηνή – δεν γίνεται πιστευτή από τον θεατή (κι ας είναι μια από τις πιο… όμορφες της ταινίας, έτσι;). Είναι, κατ’ αναλογία, μια κατάσταση ανάλογη με αυτήν που βίωσα στο Arrival: κάτι πολύ βασικό σε ότι αφορά την πλοκή και το σενάριο επηρέασε τη συνολική κρίση μου για την ταινία.
Πάμε και στο επουσιώδες: βρε παιδιά, εντέλει Πλατεία Αμερικής λέγεται η ταινία ή Amerika Square; Στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης την είδαμε ως Πλατεία Αμερικής. Στο imdb αναφέρεται με τον ελληνικό τίτλο. Και η εταιρία διανομής, στο δελτίο τύπου, την αναφέρει ως Amerika Square. Μπλέξιμο λίγο, ε;
- Αναδημοσίευση από το MoviesLtd