Σκηνοθεσία: Γιώργος Τσεμπερόπουλος
Πρωταγωνιστούν: Χρήστος Μάστορας, Κλέλια Ρένεση, Ασημένια Βουλιώτη, Αγορίτσα Οικονόμου, Δημήτρης Καπουράνης
Διάρκεια: 132′
Ας ξεκινήσουμε από μια θεμελιώδη παραδοχή: η κινηματογραφική βιογραφία είναι ένα genre που ουδεμία υποχρέωση φέρει ως προς την αλήθεια των περιστατικών που επικαλείται, πόσο μάλλον την (εικαζόμενη) πραγματική προσωπικότητα του βιογραφούμενου προσώπου. Η γοητεία του πηγάζει εν μέρει από την επιδερμική επαφή του με αληθινά πρόσωπα και καταστάσεις, αλλά δεν αποτελεί το κατάλληλο μέσο για να εξακριβωθεί η ιστορική αλήθεια των πεπραγμένων ή έστω των συνθηκών που οδήγησαν σε ορισμένες γνωστές επιλογές. Αντίθετα, το κορεσμένο αυτό κινηματογραφικό είδος διαθέτει τις δικές του συμβάσεις μέσα από τις οποίες, στην καλύτερη εκδοχή του, προκύπτει μια στέρεη αφήγηση, ένας πολυδιάστατος κινηματογραφικός ήρωας, μια πορεία με αυτοτελή διακυβεύματα και εμπόδια. Τα συστατικά δηλαδή της σεναριακής κατασκευής ενός κινηματογραφικού χαρακτήρα, που απλώς είναι πασπαλισμένος με τις αποχρώσεις της ευθείας επαφής του με την ιστορική πραγματικότητα και τη συλλογική μνήμη. Το κατά πόσο μια μετατροπή ενός αληθινού προσώπου σε κινηματογραφικό ήρωα μπορεί να συμβεί με όρους στράτευσης σε μια συγκεκριμένη ιδέα και να συντείνει στην παραχάραξη της ιστοριογραφικής αποτύπωσης των πεπραγμένων ενός ανθρώπου, είναι άλλη συζήτηση.
Ο κινηματογραφικός Στέλιος Καζαντζίδης, λοιπόν, όπως τον οραματίστηκε ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος και η σεναριογράφος Κατερίνα Μπέη, είναι ένας καλλιτέχνης που μοιάζει εξορισμένος από τους τόπους της ευτυχίας του. Εγκλωβισμένος στα στεγανά του μονομανούς ασυμβίβαστου, έτοιμος να ξεστρατίσει από κάθε στρωμένο δρόμο που ανοίγεται μπροστά του, απαιτητικός και δύσκαμπτος, επιφορτισμένος να υπηρετεί μια εξαντλητική υπερηφάνεια και με δεκάδες κατά φαντασίαν εχθρούς τριγύρω του που απειλούν να τον κατασπαράξουν. Το ρίγος που προξενεί η χροιά της φωνής του το αντιλαμβάνεται σαν υποχρέωση απέναντι στον κόσμο που τον δοξάζει με θρησκευτική προσήλωση, στα βιώματα που κουβαλά πάντοτε μαζί του και δεν αφήνουν τον λυγμό να σβήσει από τον ήχο που εκπέμπει. Ένας λαϊκός καλλιτέχνης που βρίσκεται σε απόσταση από τον ίδιο τον λαό που νιώθει ότι υπηρετεί με το τραγούδι του, που φοβάται την επαφή μαζί του και νιώθει τις πικρές ρίζες του ταυτόχρονα να τον ορίζουν αλλά και να τον φυλακίζουν σε μια συνθήκη μόνιμου παραπόνου.
«Ήρθα σαν ξένος στη ζωή και ξαναφεύγω ξένος»
Ο Τσεμπερόπουλος αντιλαμβάνεται την εγγενή γοητεία των θεμελιωδών αντιφάσεων του ήρωά του και επενδύει συχνά σε αυτές, χτίζοντας αρκετές σεκάνς που αιχμαλωτίζουν την αδυναμία του να αφεθεί σε μια συνθήκη απόδρασης από την παγιωμένη οργή και θλίψη του. Ο Καζαντζίδης υψώνει το ανάστημά του απέναντι στους φιλοχρήματους μαγαζάτορες στα κέντρα όπου εμφανίζεται, αποστρέφεται το ψεύτικο νταηλίκι των νεόπλουτων που συχνάζουν σε αυτά και γι’ αυτό αποσύρεται από τις δημόσιες εμφανίσεις, στο όνομα ενός λαού, του οποίου νιώθει σαρξ εκ τη σαρκός. Ταυτόχρονα, όμως, δε βρίσκει τον χρόνο για τους πάλαι ποτέ οικείους του και δε μπορεί να αντικρίσει κατάματα τους οπαδούς του, αγοραφοβικά απομονωμένος σε ένα παραθαλάσσιο κτήμα, διψώντας για τη σιωπηλή συντροφιά της θάλασσας. Αντίστοιχα, αναγνωρίζει τη δύναμη της φωνής του, επιζητά την αναγνώριση από τα μεγάλα κεφάλια της δισκογραφίας και μάχεται γι’ αυτήν, αλλά σταδιακά χάνει το σημείο επαφής του με τον συναισθηματικό πυρήνα της μουσικής του. Είναι ένας άνθρωπος που από την πρώτη στιγμή που μπλέκει με τη δισκογραφία και το επαγγελματικό τραγούδι, είναι με το ένα πόδι εκτός, αλλά το μεγαλείο της φωνής του παραμένει ανεξίτηλο όσο τρικυμιώδεις και αν είναι οι ψυχικές του διακυμάνσεις (χαρακτηριστική η σκηνή της ηχογράφησης του Δε θα ξαναγαπήσω επ΄αυτού).
Η κεντρική φιγούρα της ζωής του Καζαντζίδη είναι η μητέρα του. Το χρέος της φροντίδας της, αποτέλεσμα μιας βουβής υπόσχεσης απέναντι στον εκλιπόντα πατέρα του, μετατρέπεται σε μια άσβεστη ανάγκη για επιβεβαίωση από εκείνη που υπονομεύει κάθε ερωτική του σχέση. Στριφνή γυναίκα η Γεσθημανή, δύσκολη περίπτωση να εξαρτάται η ευτυχία οποιουδήποτε από την αποδοχή της, μοιραία ο Καζαντζίδης θα εισέλθει στον φαύλο κύκλο ενός εγωισμού που συνθλίβεται και ξεσπά έναντι δικαίων και αδίκων. Η θέση των δύο γυναικών που αποτέλεσαν συμβίες του Καζαντζίδη στο χρονικό φάσμα που καλύπτει η ταινία, της Καίτης Γκρέυ και της Μαρινέλλας, είναι πάντοτε εξαρτημένη από τη γνώμη της μητέρας, αργά ή γρήγορα οποιαδήποτε ρήξη, έστω και υπόρρητη, τις καταδικάζει σε έναν ρόλο ξένου σώματος. Για εκείνον, όσο ατελέσφορο και αν φαντάζει, η μόνη γυναίκα που μπορούσε να βρίσκεται πάντοτε στο πόστο που την ήθελε ήταν η μητέρα του. Η ταινία, ευτυχώς, δεν παραγνωρίζει την έμφυτη αδικία αυτής της στάσης του ήρωα απέναντι στις συντρόφους του, θέτοντας την ως παράγοντα που εντείνει την απαρηγόρητη μοναξιά του.
Τίποτα από τα παραπάνω δε σημαίνει ότι ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος παραγνωρίζει τις μυθικές διαστάσεις του Καζαντζίδη. Για την ακρίβεια, ακριβώς το αντίθετο, καθότι οι αυτοκαταστροφικές αντιφάσεις του ήρωα τον εκτοξεύουν στη στρατόσφαιρα της μυθικής επικράτειας, τον εξανθρωπίζουν και τον θεοποιούν την ίδια ακριβώς στιγμή, σαν ένας άνθρωπος εγκλωβισμένος στον ίδιο του τον μύθο. Θεραπεύουν δε, όσο είναι βέβαια αυτό εφικτό, το ατυχές name-dropping σπουδαίων παραγόντων της ελληνικής μουσικής, τις ουκ ολίγες στιγμές επίπλαστης λεβεντιάς στην οθόνη, όπως και εκείνες της βεβιασμένης λαϊκότητας ή της γραφικότητας του διαλόγου. Το σενάριο της Κατερίνας Μπέη κινείται βέβαια σε συμβατικά μονοπάτια και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι στιγμές που η σκηνοθετική ματιά του Τσεμπερόπουλου εξυψώνει την ταινία είναι πολύτιμες. Βέβαια, οι σκηνοθετικές ιδέες δε φτάνουν για να καλύψουν την έλλειψη από το κείμενο της ταινίας της ουσιαστικής σύνδεσης του Καζαντζίδη με τον λαϊκό παράγοντα, η οποία παραμένει σε διακηρυκτικό επίπεδο, σαν ένα προδιατυπωμένο θέσφατο, μία σύμβαση που πρέπει να γίνει αποδεκτή εκ μέρους του κοινού.
Το μουσικό σκέλος της ταινίας, που περιλαμβάνει αρκετά από τα τραγούδια που ερμήνευσε ο Στέλιος Καζαντζίδης στη μακρά και διακεκομμένη πορεία του, αναδεικνύεται σε πρωταρχική αρετή. Στο Υπάρχω τα τραγούδια του Στέλιου δεν τοποθετούνται διεκπεραιωτικά, ούτε σε κάποια λογική συλλογής επιτυχιών, αλλά σαν υπομνήσεις του μεγαλείου και των ατελείωτων συνδηλώσεων που κουβαλούν μαζί τους. Αυτό είναι μάλλον και το πιο εντυπωσιακό πεδίο της ερμηνείας του Χρήστου Μάστορα, καθώς τα βγάζει πέρα στον δυσκολότερο φωνητικό ρόλο που μπορεί να απαιτήσει το ελληνικό λαϊκό τραγούδι στο σινεμά. Πάντως, η φιλότιμη δουλειά του και στις δραματικές στιγμές του έργου είναι εμφανής, ακόμα και όταν δεν προκύπτει ανάγλυφη η ένταση στην οθόνη. Είναι δεδομένο πως η ταινία εξ ορισμού διαθέτει επιπλέον θέλγητρα για όσους νιώθουν ένα σκίρτημα στο άκουσμα της φωνής του Καζαντζίδη, αλλά δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε εκείνους. Έχει φροντίσει για αυτό η επιμελής σκηνογραφία και η σκηνοθετική ματιά του Τσεμπερόπουλου που παρατηρεί πρώτα με ευαισθησία και έπειτα με θαυμασμό έναν ήρωα που κυνηγάει διαρκώς τη σκιά του.