Σκηνοθεσία: Μοχάμαντ Ρασούλοφ
Πρωταγωνιστούν: Σοχέιλα Γκολεστάνι, Μισάγκ Ζαρέχ, Μάχσα Ροστάμι, Σεταρέχ Μαλέκι, Νιουσά Ακσί, Αμινέ Αράνι
Διάρκεια: 168′
Η πολυπόθητη προαγωγή του 45χρονου Ιμάν στο πόστο του τακτικού ανακριτή, έπειτα από μια 20ετή άμεμπτη και πειθήνια θητεία σε χαμηλότερα κλιμάκια της δικαστικής βαθμίδας, μοιάζει το απόλυτα ιδεατό σενάριο. Πολύ σύντομα, η οικογένειά του θα μετακομίσει σε μεγαλύτερο σπίτι, οι δύο κόρες του θα πάψουν επιτέλους να μοιράζονται το ίδιο δωμάτιο, ενώ ο ίδιος θα βάλει πλώρη για το Επαναστατικό Δικαστήριο του Ιράν, εκεί όπου σταδιακά θα εδραιώσει την προνομιακή του θέση ως υψηλόβαθμος αξιωματούχος του καθεστώτος. Κι όμως, η φαινομενική ευλογία πολύ σύντομα θα αρχίσει να μοιάζει με κατάρα πρωτίστως για τις δύο θυγατέρες, μιας και η νέα πραγματικότητα απαιτεί επώδυνες θυσίες και ασφυκτικούς αυτο-περιορισμούς. Τα δύο κορίτσια είναι υποχρεωμένα να μη δώσουν ποτέ το παραμικρό δικαίωμα σε οποιαδήποτε πτυχή της ζωής τους: το ντύσιμο, το μακιγιάζ και οι παρέες τους, καθώς και η παρουσία και συμμετοχή τους στον ψηφιακό κόσμο, θα κοσκινίζονται πλέον μέσα από αμέτρητα φίλτρα υπακοής και συμμόρφωσης.
Αντίστοιχα, ο Ιμάν –που σε κανένα σημείο της πορείας του δεν έχει αμφισβητήσει την εγγενή δομή ενός συστήματος που στέλνει τους ανθρώπους στη φυλακή, στα κάτεργα και στο εκτελεστικό απόσπασμα για ψύλλου πήδημα– είναι αναγκασμένος να απεμπολήσει και το τελευταίο ανάχωμα ανθρωπιάς σε μια εξ ορισμού απάνθρωπη εργασία. Η έρευνα για αποδεικτικά στοιχεία πηγαίνει πλέον περίπατο, οι καταδίκες εγκρίνονται και υπογράφονται απνευστί, οι εντολές των ανωτέρων τηρούνται χωρίς δισταγμό ή αμφιβολίες. Σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, ο Ιμάν δεν έχει άλλη επιλογή από το να μάθει να ζει σαν σκιά, ανώνυμος και αόρατος, με την απειλή να καιροφυλακτεί τόσο από τους προϊσταμένους όσο και από τους υφιστάμενους των αποφάσεών του. Οπως ακριβώς η αλληγορική συκιά του τίτλου, οι δομές της θεοκρατίας σφιχταγκαλιάζουν και κυριεύουν καθετί που αγγίζουν στο διάβα τους.
Είναι πράγματι δύσκολο έως και ακατόρθωτο να προσεγγίσει κανείς μια ταινία όπως Ο σπόρος της ιερής συκιάς από ανεπηρέαστη αφετηρία γνωρίζοντας τις διώξεις, το κυνηγητό και τις καταδίκες που έχει υπομείνει με σθένος και στωικότητα ο σκηνοθέτης Μοχάμαντ Ρασούλοφ (που έχει πλέον διαφύγει στη Γερμανία ενώ εκκρεμεί εναντίον του ποινή 8ετούς φυλάκισης). Ωστόσο, και κατά τρόπο παράδοξο, η θετική προαίρεση απέναντι σε μια ταινία που επιτελεί την πιο ιερή αποστολή της τέχνης, το να δώσει φωνή και εικόνα σε ό,τι φιμώνεται και κουκουλώνεται, καταλήγει συγχρόνως να την αδικεί. Διότι ανεξάρτητα από τα ηθικά της γαλόνια, πρόκειται για μια κατασκευή υποδειγματικά ζυγοσταθμισμένη –παρότι γυρισμένη εν κρυπτώ και αντιμέτωπη με τη δαμόκλειο σπάθη όχι απλώς της λογοκρισίας αλλά και της σκληρής τιμωρίας–, εκφραστικά τολμηρή, αλλά και συνετά μελετημένη ακόμη στα σημεία που καταφεύγει στη στοχευμένη υπερβολή.
Στην πραγματικότητα, το The Seed of the Sacred Fig μάς έχει ήδη δώσει το στίγμα ευθύς εξαρχής, μέσα την αντιπαραβολή-συγχώνευση των δύο βασικών χώρων όπου εκτυλίσσεται η πλοκή στο πρώτο σκέλος της ταινίας. Από τη μια, το αστυνομικό μέγαρο, μονίμως αδειανό και έρημο σαν άψυχο κουφάρι, με τις φαιδρές χάρτινες φιγούρες του καθεστώτος (σε ένα απλό αλλά τόσο εύστοχο εύρημα) να δεσπόζουν στους διαδρόμους του. Με μόνη θαρρείς ανθρώπινη παρουσία τον Ιμάν και τον μέντορά του, ο οποίος τον ενημερώνει διαρκώς και εμπιστευτικά για τα κελεύσματα μιας εξουσίας απρόσωπης και παντοδύναμης, την ίδια στιγμή που στο πίσω φόντο παρελαύνει σιωπηλά η καταστολή.
Από την άλλη, το σπιτικό του Ιμάν, σταθερά υποφωτισμένο και κλειστοφοβικά κινηματογραφημένο, με τις σκιές και και τις αντανακλάσεις των ειδώλων να προοικονομούν την εκκολαπτόμενη παράνοια, ένα περίκλειστο φρούριο απομόνωσης από την έξω κόσμο, λες και έχει μπει σουρντίνα στις κραυγές και ιαχές των διαδηλώσεων. Σημείο τομής και σχάσης ανάμεσα στους δύο κόσμους το όπλο που έχει παραχωρήσει η υπηρεσία στον Ιμάν για λόγους ασφαλείας, το οποίο θα επιφέρει ακριβώς τις αντίθετες συνέπειες: μια γενικευμένη απορρύθμιση και ανασφάλεια σε όλα τα επίπεδα. Ένα φαντασιακό σύμβολο πρεστίζ, δύναμης και κύρους, αλλά και ενός ηδονικού φόβου (ενδεικτικός και περιεκτικός ο αφροδισιακός υπαινιγμός ανάμεσα στον Ιμάν και τη σύζυγό του στην πρώτη εμφάνιση του όπλου), το οποίο καταλήγει να θέσει σε κίνηση τους μηχανισμούς μιας επιμελώς καμουφλαρισμένης πατριαρχίας, αλλά και μιας προδιαγεγραμμένης τραγωδίας.
Στην πραγματικότητα, παρότι ο πατέρας και οι δύο κόρες συγκροτούν τους κυρίως πόλους της ιδεολογικής σύγκρουσης, το πρόσωπο-κλειδί δεν είναι άλλο από τη μητέρα-σύζυγο. Έχοντας εσωτερικεύσει και αφομοιώσει την καταπίεση, και βιώνοντας μια συνθήκη ασυνείδητης χειραγώγησης, επιλέγει να υπερασπιστεί το στάτους κβο σαν μια αδιασάλευτη τάξη που πρέπει πάση θυσία να διατηρηθεί, παρά τις φευγαλέες εκλάμψεις που αφήνουν υπόνοιες για κάτι διαφορετικό. Σε μια μυσταγωγική-τελετουργική σκηνή με πολλαπλούς συμβολικούς απόηχους, η ίδια φροντίζει ευλαβικά το μούσι του συζύγου της, δηλώνοντας έμπρακτα μια σχεδόν θρησκευτική αποδοχή του προκαθορισμένου ρόλου της. Παράλληλα, σε μια πρώτη διαπλοκή μεταξύ αληθινών γεγονότων και μυθοπλασίας, παρεισφρέει στην πλοκή ο ανεξιχνίαστος θάνατος της 22χρονης Μάχσα Αμίνι (στις 16/09/2022), η οποία τελούσε υπό κράτηση από την Αστυνομία Ηθών για πλημμελή συμμόρφωση απέναντι στον ισλαμικό ενδυματολογικό κώδικα – σε απλά λόγια, δεν φορούσε σωστά το χιτζάμπ της. Κάπως έτσι, τα ανδρικά γένια και τα γυναικεία μαλλιά μετατρέπονται στις δύο αντιθετικές όψεις ενός ασφυκτικού κώδικα ανισότητας και επιβολής.
Ο Ρασούλοφ, επιστρατεύοντας ένα ευφυές και πολυδιάστατο τέχνασμα, αποφεύγει να ανασυστήσει τις σκηνές βίας και καταστολής, προτιμώντας να ενσωματώσει εμβόλιμα πλάνα αρχειακού υλικού από διαδηλώσεις, ξυλοδαρμούς και συλλήψεις που είχαν ποσταριστεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με αυτόν τον τρόπο, το βλέμμα της κάμερας γίνεται ένα με την ορμητική ματιά εκείνων που αντιστέκονται, υποκαθιστά το απόν βλέμμα της μητέρας-συζύγου απέναντι σε όσα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια της, ενώ παράλληλα φέρνει στο προσκήνιο τις εικόνες που μένουν τεχνηέντως έξω από το επίσημο κάδρο. Σταδιακά και μετρονομημένα, ο Ρασούλοφ μεταφέρει το «έξω» ενός αθέατου και απρόσιτου κόσμου στο εσωτερικό της μέχρι πρότινος απροσπέλαστης οικογενειακής εστίας (η απαρχή της αποκτήνωσης για τον πατέρα-σύζυγο του πατέρα-σύζυγο συμπίπτει με την παραδοχή ότι υπογράφει πλέον θανατικές καταδίκες κατά παραγγελία), επαναπροσδιορίζοντας το περιεχόμενο και το βεληνεκές του ίδιου της κινηματογραφικού μέσου.
Η παρατεταμένη σεκάνς της (υποτιθέμενα) εικονικής ανάκρισης, ένα αληθινό εικόνισμα ντεκουπάζ και εσωτερικού τέμπο, διαστέλλει τον χρόνο, πυροδοτεί μια διαπεραστική έκρηξη ψυχικού τρόμου, σαν σύρμα που τεντώνει βαθιά μέσα σου, υιοθετεί για μία ακόμη φορά το έντρομο βλέμμα του θύματος, θολώνει μια και καλή τα όρια ανάμεσα στην αναπαράσταση και την πραγματικότητα. Συγχρόνως, δίνει το σύνθημα για την τελική πράξη της άγριας κατηφόρας, η οποία διόλου τυχαία θα ξεδιπλωθεί μακριά από το μέχρι τότε σκηνικό της Τεχεράνης, στην αδιευκρίνιστη επαρχιακή γενέτειρα του pater familias. Αρχικά, στην πατρογονική οικία, σαν μια ανεστραμμένη νοσηρή Εδέμ, με τις φωτογραφίες της κληρονομικής υπακοής, τα κειμήλια μιας χαμένης (και μάλλον ψευδαισθησιακής) οικογενειακής ευτυχίας, τις καταχωνιασμένες αναμνήσεις απολαύσεων που έχουν πλέον κριθεί απαγορευμένες. Έπειτα, στις δαιδαλώδεις στοές και σπηλιές των περσικών ερειπίων, στα άλλοτε ιερά χώματα, σε μια βαλσαμωμένη πόλη-φάντασμα της ξεφτισμένης αρχαίας δόξας. Στο πιο κατάλληλο νεκροταφείο για όσα πρέπει επειγόντως να ενταφιαστούν.