What's On Ουζερί Τσιτσάνης

7 Δεκεμβρίου 2015 |

Ουζερί Τσιτσάνης

Σκηνοθεσία: Μανούσος Μανουσάκης

Παίζουν: Ανδρέας Κωνσταντίνου, Χάρης Φραγκούλης, Χριστίνα Χειλά–Φαμέλη, Βασιλική Τρουφάκου, Γιάννης Στάνκογλου, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Λάκης Κομνηνός, Αλμπέρτο Εσκενάζυ, Μαρία Καβουκίδου, Μιχάλης Αεράκης, Γιάννης Αϊβαζής

Διάρκεια: 124′

Αν όλος ο πόνος της Ελλάδας του 20ου αιώνα μπορούσε να χωρέσει σ’ ένα μπουζούκι, αυτό θα ήταν του Βασίλη Τσιτσάνη. Η πατριαρχική φιγούρα της ελληνικής μουσικής έχει συνδέσει άρρηκτα τη μορφή και τη δημιουργία της με το δράμα του ελληνισμού την πολύπαθη περίοδο της κατοχής και το μαγαζί του στην Παύλου Μελά ήταν σημείο αναφοράς στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη. Ο Μανούσος Μανουσάκης, που διασκευάζει εδώ το ομώνυμο έργο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, χρησιμοποιώντας το δέος που προκαλεί το όνομα του Τσιτσάνη και χτίζοντας την ταινία θεωρητικά γύρω από την παρουσία του, επιχειρεί να δημιουργήσει ένα ιστορικό δράμα χαρακτήρων με φόντο την κατοχή και επίκεντρο –τι άλλο– μια απαγορευμένη ερωτική ιστορία, αυτή τη φορά ενός Χριστιανού και μιας Εβραίας, σε ένα εγχείρημα που μάλλον έπρεπε να καταλήξει σε τηλεοπτική στέγη.

Η πλοκή είναι απλοϊκή: Ο Γιώργος, σερβιτόρος στο ουζερί του Τσιτσάνη, γνωρίζει την Εστρέα, την ερωτεύεται και η αγάπη τους προσπαθεί να κρυφτεί από το οδυνηρό πέρασμα του ναζισμού, αγνοώντας τη νομοτελειακή της καταδίκη. Ο Μανουσάκης βέβαια καταβάλει προσπάθεια να διανθίσει την ιστορία με λεπτομέρειες της εποχής. Έτσι, η αντιστασιακή δράση, οι γερμανοτσολιάδες, τα δεινά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και ο υφέρπων ρατσισμός των Χριστιανών κάνουν την απαραίτητη εμφάνιση τους. Μόνο που όλα παρουσιάζονται με τον πιο μελό δυνατό τρόπο, χάνοντας την όποια αξία τους στα γεννοφάσκια της ιδέας ενώ, παράλληλα, δίνουν έναν ασθματικό ρυθμό στο έργο ο οποίος σταδιακά μαραίνεται χωρίς να επιτρέπει στο θεατή να εστιάσει σε κανένα από τα θιγόμενα θέματα. Από εκεί και πέρα, αναλαμβάνουν δράση τα κλισέ, τόσο από τη μεριά της σκηνοθεσίας όσο και από αυτήν του περιεχομένου. Οι δοσίλογοι φοράνε κουκούλες και τείνουν απότομα το χέρι προδίδοντας τους ήρωες της αντίστασης, παρουσιάζοντας μια σχεδόν κωμικά στερεοτυπική εικόνα, ενώ οι γονείς την Εβραιοπούλας παθαίνουν νευρικό κλονισμό στα μαντάτα του ειδυλλίου, όπως ακριβώς αναμενόταν.

tsitsanis2

Ενδιαφέρον βέβαια παρουσιάζει ο χαρακτήρας του Τσιτσάνη, ερμηνευμένος με ακρίβεια από τον Ανδρέα Κωνσταντίνου. Φαίνεται υπερβατικός, σαν να χωράει στο αμήχανο βλέμμα του όλο το σάστισμα του ελληνισμού, ενώ παρέχει λύσεις από το πουθενά, αποκτώντας ένα παραμυθικό προφίλ που δεν ενοχλεί καθόλου, αφού ούτως ή άλλως πρόκειται για έναν λαϊκό ήρωα. Και ενώ ο Μανουσάκης φαίνεται να θεωρεί πως η ταινία πρέπει να χτιστεί γύρω του, ποτέ δε μένει πιστός στο σκοπό του, εκθέτοντας το χαρακτήρα του και κάνοντας τον κομπάρσο σ’ ένα έργο που θα έπρεπε να πρωταγωνιστεί. Αν αντί να τεθεί ο Τσιτσάνης στο περιθώριο, είχε εκτοπιστεί η χιλιοειπωμένη ερωτική ιστορία, όπως εφηβικά υποδηλώνει το φινάλε, θα είχαμε μια μάλλον καλύτερη ταινία. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι απολύτως ελλιπείς και ξύλινοι, σαν κούκλες μέσα σε ένα καλοστημένο φόντο εποχής, αποξενωμένοι από οποιαδήποτε φυσικότητα και ερμηνευμένοι στην καλύτερη τηλεοπτικά, στη χειρότερη φαιδρά, με εξαίρεση τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση που αποδίδει το κατά δύναμιν. Το μεγαλύτερο παράπονο που δημιουργεί πάντως το φιλμ του Μανουσάκη αφορά την απουσία της μουσικής. Ο θεατής, με την καλή διάθεση να αποδεχτεί όλα τα κλισέ της κινηματογραφικής ιστορίας, προσδοκά τουλάχιστον να παρακολουθήσει ένα πλήρες ταξίδι στο παρελθόν. Ενώ λοιπόν η συνολική ατμόσφαιρα και η ανάπλαση εποχής είναι αξιοπρεπής, η απουσία της μουσικής του Τσιτσάνη από μια ταινία που φέρει τον τίτλο «Ουζερί Τσιτσάνης» είναι ασυγχώρητη, αδικώντας κατάφωρα, σε ιδανική συνέργεια με την περιθωριοποίηση του χαρακτήρα του Τσιτσάνη, την πολύ έξυπνη ιδέα να χτιστεί όλο το φιλμ γύρω από το χαρακτηριστικότερο τραγούδι του λαϊκού τροβαδούρου, τη «Συννεφιασμένη Κυριακή».

ουζερί

Πάντως, αν κανείς εισέλθει στην κινηματογραφική αίθουσα δίχως να ψάχνει τα ελαττώματα και έτοιμος να συγχωρέσει το ενοχλητικό μελό, η ταινία δε θα τον αφήσει να αναρωτιέται τι θα μπορούσε να είχε κάνει τις προηγούμενες δύο ώρες της ζωής του, παρότι σε πολλά σημεία μοιάζει με μέτριας ποιότητας τηλεοπτικό τρέιλερ του βιβλίου του Σκαμπαρδώνη. Με άλλα λόγια, είναι κάτι σαν το «Τανγκό των Χριστουγέννων», δείγμα αναλώσιμου και εύπεπτου ελληνικού κινηματογράφου που και αυτός ίσως είναι απαραίτητος. Πιο πολύ προξενεί το θυμό για τις αναξιοποίητες ιδέες, παρά για την ποιότητα αυτή καθ’αυτή. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν ένας ακόμα Έλληνας έρθει μέσω αυτού του έργου σε επαφή με τον Τσιτσάνη, είναι κέρδος, και μάλλον το σημαντικότερο που μπορεί να αποφέρει αυτή η ταινία.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑