Ο Spike Lee είναι παλιός γνώριμος του φεστιβάλ των Καννών. Ήδη, με την πρώτη του ταινία, το «She’s Gotta Have It» (1986) βρέθηκε στην Κρουαζέτ. Πρώτη φορά πήρε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα το 1989 με το «Do the Right Thing». Συνολικά, έχει παραβρεθεί στο παρελθόν πέντε φορές στις Κάννες, τις δύο στο διαγωνιστικό τμήμα. Η δεύτερη φορά που συμμετείχε το διαγωνιστικό τμήμα ήταν το 1991 όταν διεκδίκησε τον Χρυσό Φοίνικα με την ταινία «Jungle Fever». Είκοσι επτά ολόκληρα χρόνια μετά, ο σπουδαίος αν και άνισος Αφροαμερικάνος σκηνοθέτης βρέθηκε και πάλι στις Κάννες, για έκτη φορά συνολικά, με τούτη την ταινία, την 23η μεγάλου μήκους μυθοπλασίας της καριέρας του. Και τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, αλλά και μια Εύφημο Μνεία από την Οικουμενική Επιτροπή. Μεταξύ των άλλων, έχει κερδίσει και το Βραβείο Κοινού στο πρόσφατο φεστιβάλ του Λοκάρνο!
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο ομώνυμο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Αφροαμερικανού αστυνομικού Ron Stallworth, που περιγράφει την εμπειρία του και την επαφή του με την Κου Κλουξ Κλαν. Ο Jordan Peele εκτελεί χρέη παραγωγού. Και ο Spike Lee επιτέλους μετά από πολλά πολλά χρόνια, κάνει μια όχι απλά καλή ταινία – κάνει μια σπουδαία ταινία.
ΗΠΑ, αρχές της δεκαετίας του ’70. Είναι μια περίοδος έντονης κοινωνικής αναταραχής στην Αμερική, ο πόλεμος στο Βιετνάμ μαίνεται και ο αγώνας για να κερδίσουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα οι μαύροι είναι συνεχής, με καθημερινές, μικρές κατακτήσεις. Ο Ron Stallworth είναι ένας Αφροαμερικάνος που θέλει να γίνει αστυνομικός. Και πετυχαίνει το στόχο του: γίνεται ο πρώτος Αφροαμερικάνος αστυνομικός στην ιστορία του Κολοράντο Σπρινγκς. Αφού περάσει από διάφορα τμήματα, στα οποία βαριέται και δέχεται μονίμως προσβολές από πολλούς λευκούς συναδέλφους του, τον μεταφέρουν τελικά στο τμήμα πληροφοριών. Μια μέρα ο Ron βλέπει μια διαφήμιση της Κου Κλουξ Κλαν σε μια εφημερίδα, μέσω της οποίας αναζητά νέα μέλη. Κι εντελώς αυθόρμητα τηλεφωνεί σχηματίζοντας το νούμερο που βλέπει στη διαφήμιση.
Αρχικά, απαντά αυτόματος τηλεφωνητής. Προς μεγάλη του έκπληξη, λίγο μετά, ένας από τους πιο σημαντικούς ρατσιστές της πόλης, του τηλεφωνεί. Αγνοεί ότι είναι μαύρος. Δεν τον βλέπει εξάλλου: μόνον τον ακούει. Και τον καλεί να περάσει από τα γραφεία της Οργάνωσης, όπως χαρακτηρίζει την ΚΚΚ! Ο Ron εννοείται ότι δεν μπορεί να παρουσιαστεί. Τη θέση του παίρνει ο Flip Zimmerman, λευκός Εβραίος, που εισχωρεί στα άδυτα της Οργάνωσης, υποδυόμενος δια ζώσης τον Ron. Αστυνομικός κι αυτός, κατορθώνει να προσεγγίσει τα ανώτερα στρώματα των ρατσιστών, που θέλουν μια Λευκή Αμερική, απαλλαγμένη από μαύρους και Εβραίους. Η αστυνομική επιχείρηση έχει ως στόχο να εξαρθρωθεί η τοπική οργάνωση και να ληφθούν πληροφορίες προκειμένου να γίνει πρόληψη μιας πιθανής τρομοκρατικής επίθεσης. Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ο Ron ερωτεύεται μια παθιασμένη συντρόφισσα – μέλος των «Μαύρων Πάνθηρων».
Αυτή ναι, είναι μεγάλη ταινία. Και είναι μεγάλη ταινία επειδή πετυχαίνει όλους τους στόχους τους οποίους θέτει εξαρχής. Αρχικά, αφηγείται μιαν αληθινή ιστορία, που αν δεν ήξερες ότι είναι αληθινή πριν δεις την ταινία, δεν θα το πίστευες: τέτοια απίθανα πράγματα συμβαίνουν μόνο στις ταινίες! Κατά δεύτερον, το ύφος της ταινίας κατορθώνει να συνδυάσει τη σοβαρότητα του θέματος με το οποίο καταπιάνεται, με έναν πολύ ευχάριστο και καλοδεχούμενο, κωμικό τόνο. Η ταινία λοιπόν είναι διασκεδαστική. Ο κόσμος τη βλέπει και περνάει καλά. Δεν κρεμάει σε ρυθμό. Δεν σε πετάει έξω. Τρίτον, οι ερμηνείες είναι απολαυστικές. Από τον πρωταγωνιστή John David Washington, γιο του Denzel (ο οποίος έχει παίξει σε μπόλικες ταινίες του Lee) μέχρι τους φοβερούς και τρομερούς Adam Driver, στο ρόλο του Flip, Michael Buscemi (αδελφό του Steve), που παίζει έναν συνάδελφό τους και Topher Grace, που είναι σπουδαίος ως David Duke – όπου David Duke, ένα υψηλά ιστάμενο μέλος της ΚΚΚ, που συνεχίζει ακόμα και σήμερα να λύνει και να δένει, αποτελώντας την πολιτική φωνή των White Supremasists. Τέταρτον, γίνονται πάρα πολλές αναφορές στη μαζική ποπ κουλτούρα της εποχής, από τις ταινίες τύπου Shaft και τα blaxploitation μέχρι τι σήμαινε για έναν μαύρο να βλέπει τον… Ταρζάν.
Τα τραγούδια, τα ρούχα, τα μαλλιά (ω, ναι, τα μαλλιά), τα αυτοκίνητα δίνουν ένα απολαυστικά ζωντανό και ταιριαστό μπαγκράουντ. Αλλά μέσα στην ταινία βλέπουμε και κλιπάκια από ταινίες, που επηρέασαν το πως βλέπει ο κόσμος τους μαύρους. Διαμόρφωσαν την κοινή γνώμη! Σας φαίνεται γνώριμο αυτό το σκηνικό, έτσι; Ιδίως μετά τα τελευταία συμβάντα στην ελληνική κοινωνία… Το φιλμ ανοίγει χαρακτηριστικά με σκηνή από το «Όσα παίρνει ο άνεμος» και στο μέσον του περίπου γίνεται αναφορά στη «Γέννηση του έθνους» του D.W. Griffith, ταινία που αποθεώνει την Κου Κλουξ Κλαν και περιγράφει με μελανά χρώματα τους μαύρους, Το κυριότερο επίτευγμα του νέου… joint του Spike Lee, όμως, είναι το γεγονός ότι αυτή είναι μια ταινία (γυρισμένη σε φιλμ παρακαλώ!) που σου δίνει την αίσθηση του επείγοντος. Αναφέρεται στο παρελθόν αλλά μιλάει σπαραχτικά για το τώρα. Ο Harry Belafonte, σε μια λυρικά αφηγηματική σκηνή, περιγράφει στο παρόν της ταινίας ένα περιστατικό λιντσαρίσματος σε φίλο του, από το οποίο γλύτωσε ο ίδιος κατά το παρελθόν. Ο Spike Lee κατ’ αναλογία μιλάει για κάτι που συνέβη στο παρελθόν αλλά – δυστυχώς – είναι τρομερά επίκαιρο. Ο Donald Trump, πρόεδρος των ΗΠΑ, δεν καταδικάζει τη δράση της ακροδεξιάς στις ΗΠΑ. Διάβολε, έχει φιλικές σχέσεις με μέλη της.
Σε πολλά σημεία της ταινίας η ρητορική των μελών της ΚΚΚ είναι απολύτως όμοια με εκείνη του Trump, 50 χρόνια μετά! Λες και τίποτε δεν έχει αλλάξει! Ακόμα δολοφονούνται μαύροι στους δρόμους των γκέτο. Ακόμα ο ρατσισμός ζει και βασιλεύει. Η ομιλία που δίνει ένας από τους ηγέτες των «Μαύρων Πάνθηρων» σε μια αδελφότητα μαύρων φοιτητών, αποκαλύπτει σε όλο του το μεγαλείο το πρόβλημα των σχέσεων με τους λευκούς φασίστες. Κι ακούγεται τόσο μα τόσο επίκαιρο. Η συνέντευξη τύπου που έδωσε ο Spike Lee στις Κάννες, με αφορμή την προβολή της ταινίας, ήταν η πιο πολιτική που έχει ακουστεί σε εκείνα τα μέρη της Γαλλίας εδώ και πάρα πολύ καιρό. Αρνήθηκε να πει το όνομα του Trump και τον αποκάλεσε «that motherfucker»! Και η ταινία απέκτησε ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα μετά τα γεγονότα του Αυγούστου του 2017, όπου στο Charlottesville ακροδεξιός έπεσε με το αμάξι του πάνω σε διαδηλωτές, που εξέφραζαν την αντίθεσή τους στην ΚΚΚ και σκότωσε μια κοπέλα! Τα γυρίσματα της ταινίας του είχαν ολοκληρωθεί, ο Lee όμως δεν έχασε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει το πραγματικό υλικό από αυτήν την δολοφονική επίθεση! Ζήτησε την άδεια από την οικογένεια της κοπέλας να δείξει το υλικό και το μόνταρε στο φινάλε.
Πείτε τον προβοκάτορα, πείτε τον λαοπλάνο, πείτε τον στρατευμένο, πείτε ότι μανιπουλάρει τους θεατές, πείτε τον όπως θέλετε, αλλά ο Spike Lee κι αυτή η ταινία χρειάζονται σήμερα. Κι ας δέχτηκε κριτική: κυρίως από τον Boots Riley, έναν Αφροαμερικάνο σκηνοθέτη, που τη βγήκε στον Spike από αριστερά! Λίγο – πολύ τον κατηγόρησε πως έφτιαξε μια ταινία βασισμένη σε ένα βιβλίο, το οποίο διασκεύασε σεναριακά, και μέσω τόσο του βιβλίου όσο και της ταινίας, αφήνεται να εννοηθεί πως η συνεργασία λευκών και μαύρων αστυνομικών εξάρθρωσε την KKK στο Κολοράντο. Ο Riley κατηγόρησε τον Lee πως απέκρυψε το γεγονός ότι ο Ron Stallworth, λειτουργούσε λίγο ως… γενίτσαρος και χρησιμοποιήθηκε από την αστυνομία για να παρακολουθήσει και να διαλύσει ριζοσπαστικές ομάδες Αφροαμερικάνων! Μπορεί και να έχει δίκιο. Αλλά, η μεγαλύτερη εικόνα χρειάζεται την ταινία του Spike Lee. Αυτό που καταγράφει συμβαίνει και τώρα – κι όχι μόνον στις ΗΠΑ – και απαιτείται επαγρύπνηση και αντίσταση. Διαφορετικά, η ανάποδη αστερόεσσα θα δηλώνει την αμετάκλητη παράδοση της μεγαλύτερης υπερδύναμης του κόσμου στα πιο συντηρητικά μίσθερνα όργανα του καπιταλισμού και των νεοφιλελέ ever. Άξιος και μπράβο του.