What's On Ένας Άλλος Κόσμος

19 Δεκεμβρίου 2015 |

Ένας Άλλος Κόσμος

3 χρόνια μετά το «Αν», 12 χρόνια μετά το τηλεοπτικό ζενίθ «Κλείσε τα μάτια» και 24 χρόνια μετά την εμφάνιση στους «Μήτσους». Γυναίκες μικρές, μεγάλες, συγγενείς μεταξύ τους, συγγενείς εξ’ αγχιστείας ή εξ’ αίματος με τον πρωταγωνιστή, κάθε λογής απαγορευμένοι καρποί, έχουν περάσει από τις οθόνες του εμβρόντητου κοινού, πρωταγωνιστώντας σε ευπώλητες αισθηματικές ιστορίες. Ο Χριστόφορος, προσπαθώντας μάλλον να εκδικηθεί προσωπικά φαντάσματα του παρελθόντος, ήταν πάντα ο ίδιος χαρακτήρας· σαγηνευτικός, μυστηριώδης, ευαγγελιστής του ανύπαρκτου έρωτα, ενώ στην σκηνοθετική καρέκλα εμφανιζόταν προσεκτικός αλλά ποτέ πρωτότυπος. Έχοντας κερδίσει επάξια μια θέση στο τηλεοπτικό καλτ των τελευταίων δεκαετιών, αποφάσισε να δοκιμάσει να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη. Και ενώ το «Αν» ήταν μια τηλεταινία μέτριας ποιότητας, το προκείμενο φιλμ μοιάζει να έχει βγει από έναν άλλο κόσμο.

3 ερωτικές ιστορίες σε μια πόλη που αργοσβήνει στα στενά της. Όλες μεταξύ ενός Έλληνα και ενός μετανάστη διαφορετικής διαλογής, εθνικής και ταξικής. Όταν ξεκινά η εξιστόρηση του πρώτου έρωτα, αυτού ανάμεσα σε μια φοιτήτρια πολιτικών επιστημών και έναν Σύριο πρόσφυγα, ο Χριστόφορος θυμάται τον γνώριμο κακό του εαυτό, σκηνοθετώντας βιντεοκλιπίστικα, χωρίς ρυθμό και έμπνευση, δίνοντας μια εναρκτήρια εικόνα στο φιλμ που μοιάζει να το περιορίζει, ενώ ο Μηνάς Χατζησάββας αφήνεται ολομόναχος να κρατήσει το ενδιαφέρον ζωντανό. Ο δεύτερος έρως, μεταξύ του Χριστόφορου και μιας Σουηδής που κάνει τη Σαρλίζ Θερόν να μοιάζει με κορίτσι της διπλανής πόρτας, παρουσιάζεται κάπως καλύτερα, καθώς η συγκρουσιακή συνθήκη λειτουργεί ορθότερα και υπάρχουν και νότες χιούμορ. Η τρίτη όμως ιστορία είναι αυτή που απογειώνει την ταινία, με τον Τζ.Κ. Σίμμονς στο ρολό του Γερμανού καθηγητή και τη Μαρία Καβογιάννη ως ελληνίδα νοικοκυρά να αναβλύζουν τρυφερότητα και φυσικότητα, προσπαθώντας να αποδείξουν στους εαυτούς τους ότι αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή, που μόνο ο έρωτας μπορεί να τους δώσει. Και ενώ η σύνδεση όλων είναι μεν προφανής αλλά και απόλυτα επαρκής, το τελευταίο μέρος του έργου δίνει το τελικό στίγμα του Παπακαλιάτη, σκηνοθετημένο στιβαρά, με οργή και οδύνη ταυτόχρονα, αποκαλύπτοντας όλες τις δυναμικές που έκαναν τη δειλή τους εμφάνιση από τα μέσα τις δεύτερης ιστορίας.

papakal2

Το κλειδί για τη συγκεκριμένη ταινία κατέχει ο θεατής και όχι ο δημιουργός. Αν ο πρώτος αντιληφθεί ότι πρόκειται για ένα ερωτικό παραμύθι και δεν αναζητά μανιωδώς τις τρύπες των ιστοριών, όχι απλώς θα ικανοποιηθεί, αλλά σε στιγμές ίσως και να σαστίσει, με τη βασική βέβαια παραδοχή ότι πρέπει να υποστεί την αδικαιολόγητα εκτός κλίματος πρώτη ιστορία και να μην βιαστεί να καταλήξει σε συμπεράσματα, όσο θελκτικό και αν είναι αυτό. Τα κλισέ, σκηνοθετικά και σεναριακά, είναι παρόντα και μάλιστα δυναμικά, χωρίς όμως να αλλοιώνουν ανίατα τον χαρακτήρα αυτού του παραμυθιού, δίδοντας του μια αίσθηση γλυκιάς γραφικότητας. Ενδιαφέροντα είναι και τα πρώτα νηπιακά σκιρτήματα του Παπακαλιάτη σε πολιτικές θεματικές, τα οποία σαφώς και δεν αποτελούν κάποια ενδελεχή ανάλυση συνθηκών, παρά μόνο μια προσπάθεια προσέγγισης του λεγόμενου «μέσου Έλληνα», αλλά δεν αποκτούν και την πρωτοκαθεδρία ώστε αυτό να κοστίζει στη συνολική εικόνα του φιλμ. Ερμηνευτικά, η ταινία είναι συνολικά επαρκέστατη με το δίδυμο Σίμμονς και Καβογιάννη να κεντάει με λεπτομέρεια το ετερόκλητο δίδυμο και να προκαλεί ένα αυθεντικά συγκινησιακό κλίμα που τόσο χρειαζόταν και δεν προέκυπτε με άλλο τρόπο.

Η ταινία μοιάζει στην αρχή να μην έχει θέμα, το οποίο όμως στη συνέχεια εντοπίζει και προχωρά απολύτως προσηλωμένη στην εξυπηρέτησή του. Ο έρωτας αποκτά μεταφυσική διάσταση και παλεύει να επιβιώσει σε μια χώρα που βλέπει όσα ήξερε να γκρεμίζονται γρηγορότερα από ο,τι μπορεί να αντέξει. Ο λαός, αποπροσανατολισμένος από τη βία την οποία αδίκως υφίσταται, στέκει εξοργισμένος και διοχετεύει την οργή του σε κάθε ακατάλληλο αλλά πρόσφορο θύμα. Η δεύτερη ευκαιρία, δεύτερος θεματικός άξονας του έργου, συμπληρωματικός με τον έρωτα στα χρόνια της εξαθλίωσης, μοιάζει να είναι χαμένη υπό τη θλιβερή κυριαρχία του μίσους. Ο Παπακαλιάτης επισημαίνει εύστοχα τον εφήμερο χαρακτήρα του μίσους αυτού και, νοθεύοντας το μύθο του με τη δυστυχία της σημερινής πραγματικότητας, επιχειρεί να υπενθυμίσει το καθήκον του καθημερινού ανθρώπου να μην ενδώσει σε εύκολες λύσεις που μπολιάζουν την ψυχή με μισανθρωπία. Στα μάτια του, ο έρωτας είναι το τελευταίο μέσο του ανθρώπου στον αγώνα για τη διατήρηση της ανθρωπιάς.

papakal3

Το πραγματικό επίτευγμά του στο συγκεκριμένο έργο είναι ότι, χωρίς να απεκδύεται τα γνωστά στοιχεία του ύφους του, ο Παπακαλιάτης αφήνει παράμερα τον αυτάρεσκο χαρακτήρα. Δίπλα στο μελό, την κλασική πια σεξουαλική σκηνή στα όρθια, τον απαγορευμένο έρωτα και μερικούς εξωπραγματικούς χαρακτήρες, υπάρχουν αιχμηρές αναφορές στην κατάντια του σημερινού νεοέλληνα και παράλληλα μια τρυφερή πρόσκληση προς το δρόμο της ερωτικής κάθαρσης, που γεννούν ελπίδες για μετεξέλιξη του σ’ έναν γλυκό κινηματογραφικό παραμυθά. Είναι αμφίβολο το κατά πόσο όλοι αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία, αλλά ο Χριστόφορος μόλις κέρδισε τη δική του, με μια ταινία που δεν είναι από καμιά οπτική άψογη, μοιάζει όμως με ντεμπούτο στο χώρο του πραγματικού σινεμά.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑