Σκηνοθεσία: Φράνσις Φορντ Κόπολα
Παίζουν: Γκάρι Όλντμαν, Γουινόνα Ράιντερ, Άντονι Χόπκινς, Κιάνου Ριβς
Διάρκεια: 128′
Ο Δράκουλας είναι η μεγάλη ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα στα 90s. Μεγάλη μέσα στην υπερβολή της, στο εξόχως ρετρό, φαντασμαγορικό λούσο της. Τα πάντα προκύπτουν υπερτονισμένα σε αυτό το κράμα μυστηριακής φρίκης και παραμυθένιας ομορφιάς. Ο ανοικονόμητος -σαν το αίμα που πλημμυρίζει τα κάδρα- ερωτισμός του φιλμ. Η ονειρική παλέτα των χρωμάτων. Το αισθησιοκρατικό μπαρόκ των πλάνων (παροξυσμός εικαστικού μαξιμαλισμού στη φωτογραφία του Michael Ballhaus). Το κατάμαυρο χιούμορ («Πώς πέθανε η Λούσι; Υπέφερε πολύ;», ρωτάει η Μίνα τον καθηγητή Βαν Χέλσινγκ, κι αυτός απαντάει το εκπληκτικό: «Ω, ναι, υπέφερε πολύ! Μετά της κόψαμε το κεφάλι, χώσαμε ένα παλούκι στην καρδιά της, το βάλαμε φωτιά, και τότε βρήκε τη γαλήνη!»). Και φυσικά, η ψυχαναλυτική ματιά στη σχέση θρησκείας και καταστολής, πολιτισμού και σεξουαλικότητας.
Η Επιθυμία, ανήμερη και συχνά κτηνώδης –ο Δράκουλας παίρνει τη μορφή του λύκου όταν διακορεύει τη Λούσι- προβάλλει και ως το καθαυτό, αθάνατο στοιχείο. Αυτό που ποτέ δεν πεθαίνει -όπως δηλώνει το tagline της ταινίας- δεν είναι η χριστιανική μορφή της αγάπης, μια οικιακή θεά που παροπλίζει τα πάθη, φέρνει ηρεμία και σβήνει τη φλόγα, αλλά ο Έρωτας. Μια δύναμη δαιμονική που διασχίζει τους αιώνες, επιφορτίζοντας τους ερωτευμένους με την αποστολή να ενσαρκώνουν τους αρχετυπικούς ρόλους σ’ ένα προαιώνιο θέατρο του πόθου.
Ο απρόσμενα σαγηνευμένος άνδρας -νεκροζώντανος εξ ορισμού αφού πλέον κατοικεί σε μια άλλη πραγματικότητα από εκείνη των θνητών, σε ένα μεσοδιάστημα ζωής και θανάτου- που φαινομενικά ηγείται, αλλά νομοτελειακά υποτάσσεται στην επιθυμία του. Η γυναίκα που παραπλανητικά παραδίδεται, αλλά ουσιαστικά εξουσιάζει, διαχρονικά αντιστεκόμενη στην εξουσία του Θανάτου.
Το αριστούργημα του μεγάλου σκηνοθέτη πάνω στην αιώνια επιστροφή του ερωτευμένου πλάσματος (ή τον Έρωτα ως αιώνια επιστροφή και επιθυμία επανάληψης, με τη φροϋδική έννοια), συνοψίζει την αλληγορία του στην εκπληκτική ατάκα «Διέσχισα ωκεανούς χρόνου για να σε βρω». Πέρα από τη σπουδαία ποίηση που συνιστά αυτή η ατάκα, ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρομοίωση του χρόνου όχι μονάχα με ωκεανό (μια σταθερή εικόνα στη Δυτική φαντασία, που ταυτίζει τη θάλασσα με την αιωνιότητα), αλλά με ωκεανούς, δηλαδή στον πληθυντικό. Θάλασσες χρόνου, τεράστιες μάζες Ιστορίας, και μια αθάνατη ψυχή, πέρα από την Ιστορία, που τις κολυμπάει ψάχνοντας το σταθερό της σημείο, τη στεριά της.
Άγνωστο ποια ενόραση κάνει τους μεγάλους καλλιτέχνες και στοχαστές να μιλούν για τον Χρόνο σαν να επρόκειτο για κάτι υγρό (ο Ηράκλειτος τον παρομοιάζει με ποτάμι, ο Σαρτρ μιλάει κάπου για τις «βλέννες του χρόνου», ο Μισέλ Ουελμπέκ, κλείνει ένα απ’ τα ωραιότερα ποιήματά του γράφοντας: «κι ο έρωτας, όπου τα πάντα είναι εύκολα, όπου όλα δίνονται στη στιγμή, υπάρχει, καταμεσής του χρόνου, η δυνατότητα ενός νησιού»). Ίσως επειδή τα νερά κινούνται πάντα, δεν σταθεροποιούνται ποτέ, αλλά κι επειδή μπορεί κανείς να πνιγεί σ’ αυτά. Άρα ο χρόνος, που είναι ωκεανός και αναλώνει ανθρώπους και θεούς, πολιτισμούς και εποχές, παρεμβάλλεται ως άπειρη απόσταση ανάμεσα σε μια επιθυμία και την εκπλήρωσή της, το έδαφος και το χώμα της.
Ο Δράκουλας, μια απ’ τις ομορφότερες κινηματογραφικές παραβολές που έχουν γίνει ποτέ για τον έρωτα, μας λέει ότι όλοι θαλασσοπνιγόμαστε στα νερά του Χρόνου, ψάχνοντας για το νησί μας, μια όχθη που θα είναι η γη της πατρίδας. Η κατάρα του Δράκουλα, δεν οφείλεται στο γεγονός ότι εναντιώθηκε στον Θεό, ότι τον αρνήθηκε και βλασφήμησε (αυτό μόνο σ’ ένα πρώτο επίπεδο ερμηνείας), αλλά στο ότι στερείται την αιτία της ύπαρξής του: η κατάρα του είναι μια ζωή χωρίς εκείνην που αγαπά. Κι αυτή η ζωή είναι αιώνια διότι της λείπει ένας σκοπός, δηλαδή ένα τέλος. Η ύπαρξη άνευ σκοπού παρομοιάζεται μ’ ένα ταξίδι χωρίς προορισμό. Ατέρμονο και αλυσιτελές.
Ο βρικόλακας αυτός δεν είναι από πλησμονή ζωής που αντιστέκεται στον θάνατο, αλλά από αδιαφορία. Χωρίς πραγματική αίσθηση ότι είναι ζωντανός, ξεχνάει να πεθάνει. Όποιος δεν έχει λόγο να ζει, λέει ο Κόπολα, δεν μπορεί να διεκδικήσει την ύψιστη μεταφυσική ανταμοιβή της πορείας ενός ανθρώπου: έναν δικό του θάνατο που θα τον δικαιώνει ως εκπλήρωση και επίρρωση του ότι υπήρξε. «Ο χρόνος είναι ο σταυρός του καθενός», έγραφε ο Μπουκόφσκι.
Καρφωμένος πάνω σε αυτόν τον σταυρό για αιώνες, ο Δράκουλας, αυτός ο -μέχρι ιεροσυλίας- τρελά ερωτευμένος αντίχριστος, περιμένει την αγάπη που θα του επιτρέψει να ξεστομίσει ένα «τετέλεσθαι». Σε μια ζωή ή σε δέκα ή σε χίλιες ζωές, όσους ωκεανούς κι αν πρέπει να διασχίσει, θα υπάρχει πάντα Ένας (ανώνυμος Πρωτέας, με εκατοντάδες πρόσωπα αλλά πάντα ο ίδιος, εγώ ή εσύ) που γυρεύει τη στεριά του. Υπό αυτή την έννοια, ο Δράκουλας είναι ο καθένας που ερωτεύεται.
Έτσι, αφού θαυμάσουμε το βιρτουόζικο παιχνίδι του Δράκουλα με τα είδη (παλιομοδίτικη ταινία τρόμου, βαμπιρικό ρομάντζο, περιπέτεια εποχής και γουέστερν, ειδικά λίγο πριν το τέλος, στη σκηνή με την καταδίωξη της άμαξας), τον οπερετικό τόνο του, την κατασκευαστική του αρτιότητα (με την καλλιτεχνική διεύθυνση του Dante Feretti) και την ανατριχιαστικά όμορφη μουσική του Wojciech Kilar (η οποία πενθεί λιτά, διακριτικά, ήπια, έναν απέθαντο έρωτα), δεν μας μένει παρά να υποκλιθούμε στο συγκλονιστικό συμπέρασμα: μόνο ο μεγάλος έρωτας, μας επιτρέπει να πεθάνουμε. Διότι μόνο αυτός που έζησε μπορεί να πεθάνει. Μακάριοι, λοιπόν, οι θνητοί.
One Response to Bram Stoker’s Dracula (1992)