Το Άφτερλωβ ήταν ό,τι πιο φρέσκο, μοντέρνο, δυνατό, υπέροχο, λατρεμένο είδαμε στο φετινό φεστιβάλ! Μακριά από τις μιζέριες και τη σοβαροφάνεια που πλήττει σχεδόν εν ολοκλήρω το σύγχρονο ελληνικό σινεμά! Ο 31χρονος Στέργιος Πάσχος, με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, τα δίνει όλα και μας κάνει να ελπίζουμε πως αυτή η νέα φωνή του κινηματογράφου μας έχει να μας πει πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα προσεχώς. Καθόλου τυχαία στο περασμένο φεστιβάλ του Λοκάρνο η ταινία τιμήθηκε με τη Χρυσή Λεοπάρδαλη των Δημιουργών του Παρόντος! Μεγάλη τιμή, indeed!
Είναι καλοκαίρι, η Αθήνα βράζει, αλλά ο 30χρονος Νίκος δροσίζεται στα βόρεια προάστια, πίνοντας κοκτέιλ δίπλα στην πισίνα. Η πισίνα δεν είναι δική του, αλλά του Σταύρου, που έχει ζητήσει από τον Νίκο να προσέχει το σπίτι και τη Λέιλα –τον σκύλο του– για το καλοκαίρι. Η ευκαιρία μοιάζει μοναδική στον άφραγκο μουσικό, που αποφασίζει να καλέσει εκεί την πρώην κοπέλα του, Σοφία, για ολιγοήμερες διακοπές στην πόλη. Όταν όμως η ανυποψίαστη Σοφία καταφτάνει, οι διακοπές στον παράδεισο βγαίνουν εκτός τροχιάς. Ο Νίκος την κλειδώνει στο στούντιο ηχογραφήσεων του σπιτιού, αποφασισμένος να μην την αφήσει να φύγει, αν δεν μάθει τους λόγους για τους οποίους χώρισαν. Γιατί; Επειδή ακόμα δεν έχει καταλάβει. Κι αν δεν την καταλάβει, πώς θα την ξεπεράσει; Εγκεφαλικά. Γιατί ερωτικά την έχει ξεπεράσει. Φυσικά…
Θα ήθελα να διευκρινίσω κάτι: μεγάλες ταινίες δεν είναι απαραίτητα αυτές που ασχολούνται με «μεγάλα» θέματα. Μπορεί ξέρω ‘γω ένας σκηνοθέτης να θέλει να βγάλει προς τα έξω τους προβληματισμούς του για τον ρατσισμό, την πείνα, τη φτώχεια, την ανεργία, τον μιλιταρισμό, την οικολογική καταστροφή and so on, και να κάνει κακή ταινία. Και μπορεί κάποιος άλλος να θέλει να κάνει ένα φιλμ για τον έρωτα και για το πού πάει η αγάπη όταν τελειώνει και να φτιάχνει αριστούργημα! Όπως κάνει ο Στέργιος Πάσχος στην πολύ ώριμη, πολύ έξυπνη, πολύ αστεία, πολύ μελαγχολική ταινία του.
Δεν θα σταθώ στους στίχους του Τάσου Λειβαδίτη που πέφτουν στην οθόνη και απαγγέλλονται συνάμα από τους δύο πρωταγωνιστές με παράξενο τρόπο. Όχι. Γιατί έχουμε τόσο πολλά να πούμε για την ταινία. Και εννοείται ότι δεν θα σας τα πούμε όλα για να νιώσετε κι εσείς την ευχάριστη έκπληξη παρακολουθώντας την –αν και τώρα που το σκέφτομαι, και όλα να τα λέγαμε, πάλι υπέροχα θα περνούσατε στην ταινία γιατί αλλιώς είναι να τα λες κι αλλιώς είναι να τα δείχνεις.
Ο Πάσχος πάντως και τα λέει και τα δείχνει κατά πως πρέπει. Κι ευτυχεί να διαθέτει ένα τρομερό πρωταγωνιστικό δίδυμο. Η Ηρώ Μπέζου είναι εξαιρετική ως Σοφία, εκείνος όμως που παίρνει την ταινία επάνω του είναι καθαρά και αδιαμφισβήτητα ο Χάρης Φραγκούλης. Που αποδεικνύει εδώ πως όταν βρίσκεται σε αγαστή συνεργασία με τον σκηνοθέτη του μπορεί να λάμψει και να μην βγαίνει μη πειστικός, όπως πχ στο ρόλο του στην πιο μεγάλη ελληνική ταινία στην οποία έχει συμμετάσχει, το Ουζερί Τσιτσάνης. Δεν ξέρω κατά πόσο δόθηκε η ελευθερία στους ηθοποιούς να αυτοσχεδιάσουν ή αν όλα όσα βλέπουμε επί της μεγάλης οθόνης είναι αποτέλεσμα πολλών και εξαντλητικών προβών, το τελικό αποτέλεσμα πάντως είναι τέλειο!
Τέλειος συγχρονισμός ανάμεσα στους δύο ηθοποιούς, φοβερή αίσθηση της ατάκας, ρυθμός και δύο άνθρωποι που μιλάνε όπως μιλάνε οι νέοι σήμερα κι όχι ως ήρωες μυθιστορήματος με βαρύγδουπες εκφράσεις και δηθενιές. Ο Νίκος θέλει να μάθει γιατί τον χώρισε η Σοφία. Αυτό. Και για να το πετύχει την κλειδώνει μαζί του στο διαμέρισμα – στούντιο του φίλου του. Εγκλεισμός και δύο άνθρωποι που έζησαν για κάποιο χρονικό διάστημα (μικρό, μεγάλο, δεν έχει σημασία) μαζί και βίωσαν ολοφάνερα έναν πολύ μεγάλο έρωτα. Η Σοφία δεν του δίνει καμία απάντηση. Την απάντηση, πάντως, την αντιλαμβάνεται ο Νίκος στο φινάλε. Πού πάει η αγάπη όταν τελειώνει; Δεν γίνεται να φτάσεις στο πικ στη σχέση σου με έναν άλλο άνθρωπο, να έχεις βιώσει τον απόλυτο έρωτα και να συνεχίσετε να είστε μαζί.
Η μεγάλη τελική σκηνή του love making ίσως φανεί κουραστική σε κάποιους. Την κερδίζει όμως με το σπαθί του ο Πάσχος. Γι’ αυτό έχουν προηγηθεί όλα τα προηγούμενα κωμικά ιντερλούδια, που, πιστέψτε με, βγάζουν πολύ γέλιο! Γι’ αυτό ο ρυθμός ήταν ταχύτατος, όλα κυλούσαν σφαίρα, το πράγμα τσουλούσε γρήγορα και όμορφα. Για να δούμε σε όλο τους το μεγαλείο δύο ανθρώπινα κορμιά να κάνουν έρωτα. Χωρίς βιασύνη. Παίρνουν το χρόνο τους. Ερεθίζονται, φιλιούνται, χαμουρεύονται, γαμιούνται.
Ο Νίκος κλαίει. «Μην φοβάσαι», του λέει η Σοφία. Κι όμως, κλαίει. Γιατί καταλαβαίνει. Δεν μπορεί να υπάρξει κάτι καλύτερο από αυτό. Και μετά, η αμηχανία του τέλους. Και η φυγή. Υπέροχη ταινία με έναν απίστευτο Φραγκούλη που μιλάει τη γλώσσα του σήμερα. Και θα σας παραθέσω κι ένα μικρό διάλογο ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές, που ειρήσθω εν παρόδω, συχνά (ιδίως ο Νίκος) σπάζουν τον τέταρτο τοίχο, απευθύνονται στο κοινό και δεν κρύβουν ότι αυτό που βλέπουμε είναι αναπαράσταση, είναι σινεμά, είναι σκηνοθετημένο, είναι το πιο όμορφο ψέμα. Έχουμε και λέμε λοιπόν:
Νίκος (απευθυνόμενος στη Σοφία): Έχεις καύλες;
Σοφία: Ναι…
Νίκος: Οπότε, είμαστε ακόμα κάπως ζωντανοί…
Ταινιάρα!