57o Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: εντυπώσεις από 3 ταινίες του Διαγωνιστικού Τμήματος

Στη γιαπωνέζικη ταινία Ο σπορέας, του Yosuke Takeuchi, η πιτσιρίκα Τσίε γνωρίζει πως η τρίχρονη αδελφή της, η Ιτσούκι, δεν της μοιάζει καθόλου. Κι αυτό επειδή πάσχει από σύνδρομο Down. Αλλά και ο θείος της, ο Μιτσούο, έχει τις ιδιαιτερότητές του. Μετά από τρία χρόνια εγκλεισμού σε ψυχιατρική κλινική, ο Μιτσούο επισκέπτεται την Τσίε στο σπίτι του αδελφού του, του Γιούτα, και της πανέμορφης νύφης του, της Γιόκο. Η Τσίε λατρεύει το θείο της. Και ο θείος της είναι πολύ χαρούμενος που ξαναβλέπει την Τσίε και που γνωρίζει επιτέλους και τη μικρή της αδελφή. Όλα κυλούν όμορφα και γλυκά. Μόνο που την επόμενη μέρα ένα τραγικό συμβάν θα διαλύσει την επιφανειακή γαλήνη και θα βυθίσει ολόκληρη την οικογένεια στην οδύνη, τις τύψεις και την αμφιβολία.

Είναι πραγματικά λυπηρό να διαπιστώνεις πως αυτό που βλέπεις επί της μεγάλης οθόνης θα μπορούσε να γίνει μεγάλη ταινία και εντέλει να σου προκύπτει κάτι που χαντακώνεται από τον ίδιο το δημιουργό του! Ο πυρήνας της προβληματικής τούτης της ταινίας υπήρχε και στο αριστούργημα του Thomas Vinterberg Το κυνήγι (Jagten, 2012). Εκεί, ένα κοριτσάκι κατηγορεί το δάσκαλό του ουσιαστικά για παιδοφιλία. Εδώ, ένα κοριτσάκι κατηγορεί τον θείο του για το θάνατο της αδελφής του! Εντάξει, άλλη η κουλτούρα των Βορειοευρωπαίων με την προτεσταντική ηθική τους και άλλη εκείνη των Ιαπώνων και του σιντοϊσμού τους. Όμως, ίδια είναι η προσπάθεια προστασίας του παιδιού. Του παιδιού που απριόρι είναι αθώο! Η σκηνή όπου η Τσίε εξομολογείται και λέει την αλήθεια στη μητέρα της, η οποία τη νουθετεί και την τρομοκρατεί παράλληλα να μην την πει πουθενά αλλού και σε κανέναν άλλο, είναι η καλύτερη της ταινίας! Και είναι εφιαλτική εννοείται!

the-sewer

Η Γιόκο που τόσο εύκολα έδειχνε πόσο ενάρετη ήταν και πόσο ευτυχισμένη, κουβαλώντας το σταυρό του μαρτυρίου της ανατροφής ενός παιδιού με σύνδρομο Down, με μεγάλη ευκολία κατηγορεί το σύζυγό της και την «τρελή» οικογένειά του. Δεν μπορεί να φταίει αυτή, όχι. Όσο εύκολα στιγματίζεται από την κοινωνία άλλο τόσο εύκολα κάνει κι εκείνη ακριβώς το ίδιο! Μεταδοτικός ο ρατσισμός λοιπόν και από ανθρώπους που είναι θέσει αντιρατσιστές! Τρομερό, έτσι; Από εκεί και πέρα, καθώς όλη η ταινία δίνεται μέσα από τα μάτια της Τσίε (γι’ αυτό και η κάμερα βρίσκεται σε χαμηλή γωνία λήψης), νιώθουμε το βάρος που πέφτει στους ώμους αυτού του μικρού κοριτσιού που άθελά του ή ηθελημένα (ένα από τα πολλά πράγματα που δεν ξεκαθαρίζουν ποτέ στην ταινία – εδώ, καλώς) προκάλεσε το θάνατο της αδελφής της. Ο θείος παίρνει αγόγγυστα την ευθύνη. Θαρρείς και ξεπήδησε μέσα από τον πίνακα του Βαν Γκογκ με τα ηλιοτρόπια!

the-sewer

Η ταινία εξετάζει τα θέματα της ενοχής, της ανάληψης της ευθύνης, της θυσίας και της εξιλέωσης. Το… κακό είναι πως ο σκηνοθέτης την ξεχειλώνει! Σαν να του είπε κάποιος, κάνε ότι θέλεις αγόρι μου κι αυτός δεν ήθελε με τίποτε να τελειώσει το φιλμ του, να το κλείσει επιτέλους! Παρακολουθώντας την ταινία βλέπεις τουλάχιστον 10 σημεία όπου θα μπορούσε να πέσουν οι τίτλοι τέλους. Αλλά όχι ο δικός μας, εκεί, να δείχνει την μία την Τσίε, την άλλη τον πατέρα της, την άλλη τη μητέρα της και φτου κι από την αρχή. Ανταλλαγές βλεμμάτων σε υπερθετικό βαθμό! Και στο μοντάζ τα πάει χάλια. Τουλάχιστον 10 πλάνα βρίσκονται μέσα στην ταινία χωρίς να έχουν θέση σε αυτήν καθώς είναι αποκομμένα και δεν βγάζουν νόημα! Υπάρχουν και πολλά, πάρα πολλά κενά στην αφήγηση. Τι δουλειά κάνει ο Γιούτα; Τι ακριβώς προσφέρει στην οικονομία της ταινίας η επίσκεψη του Γιούτα στον τύπο που ξεσκονίζει (!) τα κρεμμύδια; Πού βρίσκει τα λεφτά ο Μιτσούο; Κι άλλα πολλά τέτοια. Τόσο πολλά που δεν σου επιτρέπουν να αξιολογήσεις θετικά την ταινία, η οποία μπαίνει στη λίστα των «παρ’ ολίγον».

Το Kékszakállú του Αργεντίνου Gastón Solnicki έχει διάρκεια μόλις 72 λεπτά. Παρά το γεγονός, όμως, πως εδώ και οικονομία στην αφήγηση έχουμε και εντυπωσιακές εικόνες βλέπουμε, η ταινία καταφέρνει να είναι… βαρετή! Οι συνάδελφοι της FIPRESCI πάντως έδωσαν το βραβείο τους σε τούτη την ταινία στο παράλληλο με το επίσημο διαγωνιστικό τμήμα «Orizzonti» του πρόσφατου φεστιβάλ Βενετίας. Κι εδώ προβάλλεται στο διαγωνιστικό τμήμα του ΦΚΘ. Μπουένος Άιρες, Αργεντινή. Πούντα ντελ Έστε, Ουρουγουάη. Ένα μάτσο νεαρές γυναίκες βρίσκονται στο κατώφλι της ενηλικίωσης και ψάχνουν διέξοδο από τις διάφορες κρίσεις που γεννούν οι απομονωτικές ανέσεις της προνομιούχας τάξης τους, παγιδευμένες καθώς είναι στα σώματά τους, ανάμεσα σε φίλους και εραστές, και τελικά σε μια κουλτούρα οικονομικής και πνευματικής ύφεσης.

kekszakallu

Το πιάσατε το υπονοούμενο, έτσι; Έχουν και τα μέλη της άρχουσας τάξης τα προβλήματά τους. Και δη τα θήλαια και κατά βάση όμορφα μέλη. Από έξω κούκλα, από μέσα πανούκλα! Έργο τέχνης, σου λέει ο άλλος. Η ταινία μοιάζει με τα κορίτσια των οποίων το πορτρέτο σκιαγραφεί: από έξω κούκλα, από μέσα πανούκλα. Θέλω να πω, έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε καμία περίπτωση η μεγάλη πλειοψηφία των θεατών να… ταυτιστεί με τις… ηρωίδες της ταινίας. Επιλέγει και ο σκηνοθέτης μια τόσο αποστασιοποιημένη ματιά, τόσο ψυχρή, τόσο κλινική, που σε αφήνει παγωτό! Κανένα συναισθηματικό δέσιμο, καμία εμπλοκή, καμία ευκολία. Στις σκηνές της παραγωγής των φελιζόλ και των λουκάνικων θυμήθηκα το ντοκιμαντέρ Unser täglich Brot του Αυστριακού Nikolaus Geyrhalter. Και μουρμούριζα και μουρμούριζα –κι όταν μουρμουρίζω κατά τη διάρκεια μιας ταινίας, αυτό δεν είναι καλό.

kekszakallu-2

Εμπνευσμένο, λέει, το σενάριο ως ιδέα στη μοναδική όπερα που συνέθεσε ο Μπέλα Μπάρτοκ, το Κάστρο του Κυανοπώγωνα. Και; Η χοντρούλα «πρωταγωνίστρια» που κλείνει την ταινία είναι η μόνη που προσπαθεί να δραπετεύσει, καθώς δεν «ταιριάζει»: θέλει να συμβιβαστεί, να γίνει σαν τις άλλες αστραφτερές φίλες της και τους συγγενείς της αλλά δεν γνωρίζει πως, έχει πλήρη άγνοια κι αυτό της προκαλεί σύγχυση σε υπαρξιακό επίπεδο. Και; Υπάρχουν σκηνές που σου κόβουν την ανάσα με την ομορφιά τους, με κάδρα που είναι απίστευτα στημένα και μελετημένα (όπως εκείνη της αρχής με τα παιδιά που βουτάνε από βατήρα στην πισίνα ή εκείνες στο σπίτι – κομψοτέχνημα αρχιτεκτονικής). Και; Φύκια για μεταξωτές κορδέλες… Και, ευτυχώς, δεν μπορεί να γίνουν όλοι… Λάνθιμος! Η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Κυριακή 6 Νοεμβρίου στις 15.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα

Η τρίτη ταινία του διαγωνιστικού τμήματος που είδαμε σήμερα ήταν το δανέζικο Κυλά στο αίμα  (I blodet) του φοβερού και τρομερού σεναριογράφου Rasmus Heisterberg, που εδώ βρίσκεται για πρώτη φορά πίσω από την κάμερα, υπογράφοντας πάντως και το σενάριο. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της πριν από δύο μήνες στο φεστιβάλ του Τορόντο. Ο Σίμον είναι ένας 23χρονος φοιτητής Ιατρικής που ζει μαζί με τους τρεις συγκάτοικούς του στο διαμέρισμά τους στην Κοπεγχάγη. Είναι αρχές καλοκαιριού και ο Σίμον πείθει τον Κνουτ, τον πιο κολλητό του από τους συγκατοίκους του και μοναδικό από αυτούς που είναι και συμφοιτητής του, να πάνε με ένα πρόγραμμα του πανεπιστημίου τους στις ζούγκλες της Βολιβίας, σε ένα πλωτό νοσοκομείο, να προσφέρουν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους για έξι μήνες. Κατά τα άλλα, κάθε νύχτα, τα τέσσερα αγόρια παρτάρουν, μεθούν και κυνηγάνε κορίτσια, την άλλη μέρα ξυπνούν και πάλι απ’ την αρχή. Μόνο που οι καιροί αλλάζουν: όταν όλοι στην παρέα εκτός από τον Σίμον συμφωνούν να πουλήσουν το διαμέρισμά τους, ξεκινούν οι εντάσεις. Ο Σίμον δεν είναι έτοιμος ν’ αφήσει πίσω του τις ανέμελες μέρες και να μεγαλώσει. Και το τέλος του καλοκαιριού θα τους βρει όλους αλλαγμένους…

i-blodet

«Ο αταίριαστος» θα μπορούσε να είναι ο εναλλακτικός τίτλος της συγκεκριμένης ταινίας –και σαν να ανακαλύπτω ένα μοτίβο που ισχύει στις ταινίες του φετινού διαγωνιστικού τμήματος, αυτές τουλάχιστον που είδαμε ως τώρα! Ο Σίμον της ταινίας είναι διαφορετικός από τους γύρω του. Έτσι αισθάνεται κι έχει στοιχεία για να βασίσει αυτόν το συλλογισμό του. Είναι εξαιρετικός φοιτητής και λατρεύει την ιατρική καθώς μπορεί να είναι όντως δύσκολη αλλά είναι και συναρπαστική. Μάλλον είναι και το μοναδικό πράγμα με το οποίο ενθουσιάζεται. Η σχέση του με τον Κνουτ είναι υπέρ το δέον προστατευτική και θα μπορούσε να ιδωθεί και ως εν δυνάμει ομοφυλοφιλική –ο σκηνοθέτης πάντως μόνο ενδείξεις μας δίνει, όχι αποδείξεις. Πάντως, αν ισχύει κάτι τέτοιο και πάλι δεν ταιριάζει ο Σιμόν με τους υπόλοιπους, καθώς οι φίλοι του είναι μέσα στην τεστοστερόνη (κι ο ίδιος, πάντως, πηδάει όποια γυναίκα του κάθεται!). Η βασικότερη διαφοροποίησή του; Δεν θέλει να μεγαλώσει. Γιατί, όπως βλέπει γύρω του, ενηλικίωση σημαίνει συμβιβασμός. Οι φίλοι του είναι έτοιμοι να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά, να αγοράσουν αυτοκίνητα.

i-blodet

Κι αυτός εκεί, μόνος ανάμεσα σε όλους, να μπαλαντζάρει, να πέφτει από αγκαλιά σε αγκαλιά, να προδίδει την ιερότητα της ανδρικής φιλίας, να είναι «κακός» με τους γύρω του όταν δεν του κάνουν τα χατίρια, όταν δεν τον έχουν ανάγκη, όταν του πετούν κατάμουτρα την αλήθεια. Λέει εύκολα «σ’ αγαπώ» σε μια κοπέλα που γνωρίζει, με την οποία ενθουσιάζεται, αλλά ελάτε τώρα, το ξέρουμε ότι δεν το εννοεί. Όλη η ουσία της ταινίας βρίσκεται στην κουβέντα που του πετάει η Μία, η κοπέλα on/off του κολλητού του, του Κνουτ: «Νιώθεις δυστυχισμένος επειδή νομίζεις πως όλοι οι άλλοι γύρω σου είναι ευτυχισμένοι. Δεν ισχύει όμως κάτι τέτοιο». Ο Elliott Crosset Hove, που υποδύεται τον Κνουτ, μοιάζει πολύ σε μια νεαρή έκδοση του Ulrich Thomsen, ο Kristoffer Bech, που υποδύεται τον Σίμον θα έχει μεγάλη καριέρα μπροστά του, να με θυμηθείτε. Κι ενώ η ταινία κυλάει μια χαρά και ξετυλίγει τα ατού της και παίρνει το χρόνο της, επιχειρεί και επιλέγει ένα τόσο απότομο, εύκολο και γλυκερό φινάλε, που καταστρέφει την εικόνα της μέχρι εκείνο το σημείο. Σχεδόν… Η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Κυριακή 6 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα)




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑