What's On The Favourite

8 Φεβρουαρίου 2019 |

0

The Favourite

Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος

Παίζουν: Ολίβια Κόλμαν, Ρέιτσελ Βάις, Έμα Στόουν, Νίκολας Χουλτ

Διάρκεια: 120′

Ελληνικός τίτλος: “Η Ευνοουμένη”

Μεγάλη Βρετανία, αρχές δεκάτου ογδόου αιώνα. Ο πόλεμος ανάμεσα σε Αγγλία και Γαλλία μαίνεται και η καταπονημένη από τη σωματική φθορά βασίλισσα Άννα, αδυνατώντας να καθορίσει αποφασιστικά τους όρους του, επαφίεται στη στήριξη της πιστής φίλης και συμβούλου της Σάρα. Έχοντας αναπτύξει μία στενή σχέση εξάρτησης με τη βασίλισσα, η Σάρα διοικεί ουσιαστικά ολόκληρο το κράτος και διατηρεί τον τελευταίο λόγο πριν από κάθε ενέργεια του παλατιού.

Η κατάσταση όμως μεταβάλλεται για την επίσημη αγαπημένη της αυλής και σύζυγο του αρχιστράτηγου του πολέμου όταν καταφτάνει η μακρινή εξαδέλφη της, Αμπιγκέιλ. Η φιλόδοξη νεαρή, με έκδηλο το της αριστοκρατικό παρελθόν, προσλαμβάνεται σαν υπηρέτρια αλλά σταδιακά κεντρίζει το ενδιαφέρον της Σάρα και στη συνέχεια της βασίλισσας. Δουλεύοντας μεθοδικά, εποφθαλμιά την κραταιή θέση της εξαδέλφης της και η σχέση των δύο μετατρέπεται από υπηρετική σε λυσσαλέα ανταγωνιστική.

Ο Γιώργος Λάνθιμος συνθέτει την ταινία του στη βάση ενός σκαληνού τριγώνου γυναικείων ψυχισμών με διαφορετικές αφετηρίες και κατευθύνσεις που αναπόδραστα τέμνονται. Διατηρεί μαεστρικά την ισορροπία ανάμεσά τους, δημιουργώντας ουσιαστικά τρεις αυτοτελείς και πλήρης πρωταγωνίστριες, κάθε μία εκ των οποίων διαθέτει τη δικής της καρδιά εντός του έργου και την προσωπική της οπτική γωνία. Πετυχαίνει την πλούσια χαρακτηρολογία, μοιράζοντας τον αφηγηματικό χρόνο αλλά και την προσοχή στις τρεις γυναίκες, σε σημείο που ο πυρήνας του έργου δεν συντίθεται απλά από τη συνισταμένη των δυνάμεων των αντιμαχόμενων γυναικών, αλλά από το αδιέξοδο που η κάθε μία αυτοτελώς κουβαλά.

Η βασίλισσα Άννα είναι μία τσακισμένη ύπαρξη. Τελεί σε κατάσταση πάγιου νευρικού κλονισμού και πλήρους αδυναμίας να φέρει εις πέρας τα καθήκοντά της. Εισπράττει έναν παγερό ονομαστικό σεβασμό λόγω του τίτλου της, έχει όμως προ πολλού εγκαταλείψει την αναζήτηση του δέον αλλά και του είναι στο βασίλειό της. Φιλάσθενη και νευρασθενική, η Άννα προστρέχει στην αγκαλιά της Σάρα προσδοκώντας το σεξουαλικό και συντροφικό αντίδοτο στην εκκωφαντική μοναξιά μιας ζωής που φιλοξενείται σε ένα τεράστιο αδειανό παλάτι. Άτεκνη μετά από δεκαεπτά αποβολές, συνιστά μία φιγούρα ιλαροτραγική, που προκαλεί ταυτόχρονα το γέλιο και τη λύπηση με κάθε της βλέμμα. Η ανύψωσή της σε μήλον της έριδος των δύο στιβαρών γυναικών τονώνει τον εγωισμό της, αλλά μόνο πρόσκαιρα. Με λίγα λόγια, η Άννα είναι μία γυναίκα καταδικασμένη να απέχει από την ευτυχία δια βίου.

Σιμά της στέκει η Σάρα, η οποία εξουσιάζει σκιωδώς και επιβάλλει με ευθύ συνήθως τρόπο αυτό επιθυμεί. Είναι τόσο πρόδηλη η επιρροή της στην βασίλισσα που συνεννοείται με τους λοιπούς αυλικούς στο όνομά της αυτοβούλως. Σχετίζεται με τη βασίλισσα με τρόπο που είναι ελεύθερος από τις καταβολές των ρόλων που αυτές φέρουν. Καταργεί εμφατικά τα όρια εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου στη σύνδεσή της με τη βασίλισσα, αντιστρέφοντας τη δυναμική της. Αποτελεί το αντικείμενο του ειλικρινούς πόθου της Άννα και αντιλαμβάνεται ότι ο καλύτερος τρόπος να τη χειριστεί είναι να της δώσει αυτό που αποζητά. Κάτω από τα ωφελιμιστικά κίνητρά της, διαθέτει ψήγματα στοργής. Διατηρεί με τη βασίλισσα μία αληθινή σχέση εγγύτητας, κατευνάζει τις εξάρσεις της και γιατρεύει προσωρινά τη δυστυχία της δίχως να ακολουθεί την πεπατημένη για τη θέση της οδό. Και είναι αυτή η εγγύτητα που την οδηγεί σε έλλειψη διορατικότητας στην περίπτωση της Αμπιγκέιλ.

Η νεαρότερη των γυναικών και τελευταία προσθήκη στο δυναμικό του παλατιού είναι η ενσάρκωση της ξεπεσμένης ευγενούς. Μία αδίστακτη εγωμανής που αδιαφορεί εάν θα πατήσει επί πτωμάτων στην προσπάθειά της να ανακτήσει τη χαμένη της αίγλη. Εντοπίζει από νωρίς τον στόχο της και κηρύσσει τον ανένδοτο αγώνα αναστήλωσης του ψευδεπίγραφου μεγαλείου. Συνιστά την αποθέωση του κυνισμού, ιδίως όσο βαθαίνει το ρήγμα της με την Σάρα. Προσεγγίζει τη βασίλισσα με σκοπό να τη σαγηνεύσει, της προσφέρει μία πρωτόλεια σεξουαλική ικανοποίηση και ταΐζει τον αποκοιμισμένο από την υποτακτική σχέση της με τη Σάρα εγωισμό της. Σηματοδοτεί το ένστικτο επιβίωσης μίας χυδαίας και αποτρόπαιης φατρίας παρασίτων που κατασπαράζει όποιον σταθεί στο διάβα της. Ενδίδει όμως στην απληστία της, ζητάει να εξολοθρεύσει τον εχθρό ακόμα και μετά την επικράτησή της, γιατί ανθίζει μόνο στο πεδίο της μάχης και υστερεί στη διαχείριση της κερδοφόρου κατάληξής της.

Ο Έλληνας δημιουργός χλευάζει την εικονιζόμενη αριστοκρατία, δίχως ποτέ να την αποκαθηλώνει εντελώς. Με χειρουργική ακρίβεια βρίσκει το σημείο εκείνο που η αποκαθήλωση διακόπτεται ώστε να περισωθεί η ελάχιστη απαιτούμενη σχέση του θεατή με τις ηρωίδες. Δημιουργεί ένα φιλμ που μοιάζει με απολαυστική σεξπηρική φάρσα, έμπλεο μισανθρωπισμού, αλλά ποτέ απάνθρωπο. Αναζητά την αγάπη ως παρηγοριά -περίπου από εκεί που την άφησε με τον Αστακό– σε έναν κόσμο φαιδρό και ολότελα πλαστό, γεμάτο κανιβαλιστικές προθέσεις και σαχλές ατελείωτες περιδιαβάσεις σε διαδρόμους που μοιάζουν αδιέξοδοι. Περιφρονεί τους χαρακτήρες του, αλλά περισσότερο τους λυπάται, γιατί μέσα στα μεγαλεία και τα προ πολλού λυμένα προβλήματά τους καιροφυλακτεί η αβάσταχτη μοναξιά. Διαθέτει μία αυθεντική σαρκαστική διάθεση απέναντι σε όσα εκθέτει, δίχως όμως να λησμονεί την ανθρώπινη διάστασή τους.

Υφολογικά, ο Γιώργος Λάνθιμος κινείται σε μονοπάτια «Μπάρι Λίντον» και διατηρεί από την καθ’ όλη τη διάρκεια την παιγνιώδη διάθεσή του ως προς τα τεκταινόμενα, με την πολιτική προέκταση να περιγελά την κατάντια της σύγχρονης Αγγλίας μέσω της ιλαρής παράθεσης του ένδοξου παρελθόντος της. Τα υπέροχα κοστούμια της πολυβραβευμένης Σάντι Πάουελ είναι μεγάλα και βαριά και παρουσιάζουν τους ήρωες ακόμη φαιδρότερους. Η αντιηρωίδα Αμπιγκέιλ, που αποτελεί τη σημαντικότερη πύλη της κιουμπρικικής αναφοράς στο έργο, είναι ταγμένη στην άνευ όρων εξυπηρέτηση των σκοπών της, υπερβαίνοντας έναν προς έναν τους σκοπέλους που συναντά στην κατά κυριολεξία ανέλιξη της από τα ανήλιαγα υπόγεια στα πομπώδη τεράστια υπερπολυτελή δωμάτια του παλατιού, σε μία επίδειξη σκηνογραφικής τελειότητας.

Στην «Ευνοούμενη» κυριαρχούν τα πλάνα των υπερευρυγώνιων φακών του Ρόμπι Ράιαν, τα οποία συχνά ακολουθούνται από μεγάλης διάρκειας πλάνα στα πρόσωπα των πρωταγωνιστριών. Δίδεται έτσι έμφαση στην οριακή συνθήκη της ολοένα εντεινόμενης σύγκρουσης των δύο γυναικών υπό το βλέμμα της ανήμπορης βασίλισσας, με τις τριμερείς σχέσεις να αποκτούν μία γνώριμη στη φιλμογραφία του Λάνθιμου διάσταση παραλογισμού. Οι τρεις σημαίνουσες φιγούρες του φιλμ απολαμβάνουν την πλήρη εμπιστοσύνη του δημιουργού και κάνουν άψογη χρήση της. Η Ολίβια Κόλμαν ως βασίλισσα Άννα που κινείται στα όρια παραφροσύνης και απόγνωσης. Η Σάρα της Ρέιτσελ Βάις, μία larger than life γυναίκα που, συνηθισμένη να κάνει κουμάντο, όταν κλονίζεται από τη θέση της, αντιδρά σαν πληγωμένο αγρίμι. Η Έμα Στόουν, μακράν στην καλύτερη στιγμή της καριέρας της, σε έναν κόντρα ρόλο ως η αισθησιακή και αναιδής νεαρή Αμπιγκέιλ που αψηφά κάθε κίνδυνο προκειμένου να σκαρφαλώσει ξανά στην σκάλα της κοινωνικής ανέλιξης, αλλά εγκλωβίζεται στο υπερτροφικό εγώ της. Τρεις απαράμιλλης ακρίβειας και γοητείας ερμηνείες.

Πρόκειται για μία από τις αμεσότερες ταινίες εποχής που έχει να επιδείξει ο κινηματογράφος, ακριβώς επειδή αγκαλιάζει το γκροτέσκο στοιχείο της περιόδου χωρίς να εγκλωβίζεται σε αυτό. Σατιρίζει ανηλεώς την ιστορική περίοδο, δίχως να επενδύει αποκλειστικά σε αυτό. Σαν αδιόρατο φόντο της βασιλικής διαστροφής τίθεται η αποξένωση των ανώτερων κλιμακίων εξουσίας από τα λαϊκά στρώματα, το αίμα των οποίων χύνεται άπλετο σε έναν πόλεμο του οποίου αγνοείται ο λόγος ύπαρξης. Πέραν όμως αυτού, η ταινία του Έλληνα δημιουργού αφουγκράζεται την εποχή της και εντάσσεται τολμηρά στην κρατούσα διαλεκτική. Δίνει τον πρώτο λόγο στη γυναικεία φωνή, περιορίζοντας τους ανδρικούς χαρακτήρες σε ρόλους κομπάρσων και αντιστρέφοντας τη συνήθη απεικόνιση των φύλων σε ταινίες αντίστοιχου περιεχομένου. Ωστόσο, το βιτριολικό σενάριο των Ντέμπορα Ντέιβις και Τόνι ΜακΝαμάρα οριοθετεί τρεις βαθύτατα προβληματικές γυναίκες. Παρότι ξεπερνούν με άνεση τους διακοσμητικούς άνδρες στο ανδροκρατούμενο περιβάλλον τους, αδυνατούν να υπερβούν τα δικά τους συμπλέγματα και καταναλώνονται, οι μεν ανταγωνίστριες για την εύνοια της βασίλισσας από τις αδηφάγες διαθέσεις τους και το λυσσώδες κυνήγι της εξουσίας, η δε βασίλισσα από την αδυναμία της να αυτοκαθοριστεί.

Χάρη στον άθλο του μοντάζ που επιτυγχάνει ο Γιώργος Μαυροψαρίδης, ο οποίος κατορθώνει να ενώσει παράταιρα στοιχεία σε ένα σύνολο ενιαίας πνοής, ο Λάνθιμος διατηρεί ακέραιο τον ρυθμό της ταινίας μαζί με τον πλήρη έλεγχο των συναισθηματικών διακυμάνσεών της. Οι τεράστιοι, παραμορφωμένοι, κενοί χώροι αντικατοπτρίζουν το ψυχικό αδιέξοδο των πρωταγωνιστριών, όταν οι ίδιες αδυνατούν να το συλλάβουν και να το ομολογήσουν. Η μάχη των δύο μνηστήρων αποτελεί ουσιαστικά την πάλη δύο χειριστικών προτύπων, η έκβαση της οποίας κρίνει τη μοίρα της βασίλισσας. Μόνο που όποια και αν είναι αυτή, η Άννα στέκει καταδικασμένη σε αιώνια δυστυχία. Τελικά, αυτό που απομένει από το τριμερές σχήμα του έργου είναι μία συντετριμμένη βασίλισσα, μία άλλοτε αρχηγική φιγούρα που ηττάται από την ορμή της αδίστακτης κληρονόμου και μία αποκατεστημένη αριστοκράτισσα που αδυνατεί να διαχειριστεί τον θρίαμβό της. Η μάταιη επιδίωξη της ηγεμονίας ως συνώνυμο της συνεχούς ροπής προς την ταπείνωση.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑