Reviews Pain and Glory (Dolor y Gloria)

31 Οκτωβρίου 2019 |

0

Pain and Glory (Dolor y Gloria)

Σκηνοθεσία: Πέδρο Αλμοδόβαρ

Παίζουν: Αντόνιο Μπαντέρας, Πενέλοπε Κρουθ, Σεσίλια Ροθ, Ραούλ Αρέβαλο, Νόρα Νάβας

Διάρκεια: 113′

Ελληνικός τίτλος: “Πόνος και Δόξα”

Ο Σαλβαδόρ είναι ένας μεσήλικας σκηνοθέτης σε καλλιτεχνική και προσωπική κρίση. Όταν η ταινιοθήκη της Μαδρίτης αποφασίζει να προβάλει την αποκατεστημένη κόπια μίας τριακονταετούς ταινίας του, προσκαλώντας τον δημιουργό να προλογίσει και να συμμετάσχει σε ένα Q&A με το κοινό μετά την προβολή, εκείνος αποφασίζει ότι είναι έντιμο να προσκαλέσει και τον Αλμπέρτο, πρωταγωνιστή της ταινίας του. Μόνο που οι δυο τους έχουν να βρεθούν τριάντα χρόνια, ακριβώς με το πέρας των γυρισμάτων του φιλμ, οπότε και διαπληκτίστηκαν έντονα σχετικά με την ερμηνεία του ηθοποιού. Η επικείμενη συνάντηση των δύο ανδρών αναστατώνει τη λημνάζουσα δυστυχία του Σαλβαδόρ, φέρνοντας στο νου του θύμισες από όλη του τη ζωή που τον καθόρισαν αλλά και έναν ανεξερεύνητο φόβο θανάτου.

Ως μέρος μίας ιδιαιτέρως αυτοαναφορικής φιλμογραφίας, το φιλμ του Αλμοδόβαρ μοιάζει εκ πρώτης όψεως σχεδόν αυτοβιογραφικό. Ο πρωταγωνιστής Σαλβαδόρ ζει στο αληθινό σπίτι του σκηνοθέτη, έχει κοινά βιώματα με αυτόν, μέχρι και η διαμάχη με τον ηθοποιό φαντάζει σαν εξιστόρηση μίας ακόμη ιστορίας αλμοδοβαρικής τρέλας. Ωστόσο, αληθινό επίκεντρο του έργου δεν είναι οι αναμνήσεις του δημιουργού, αλλά ένας άντρας σε συνεχή εξοντωτικό πόνο που παραλύει συνειδητοποιώντας τη θνητότητά του και αναζητά καταφύγιο στην τέχνη του. Ο Σαλβαδόρ δεν αποτελεί ένα ομοίωμα του Πέδρο Αλμοδόβαρ, μία ωραιοποιημένη εκδοχή του ή μία προβολή του. Συνιστά έναν πολυδιάστατο χαρακτήρα που βρίσκει άμεσα τη θέση του στο γραφικό πάνθεον των αλμοδοβαρικών ηρώων, όχι ένα -έστω πλήρες- alter ego ενός μεγαλομανούς δημιουργού.

Ο Αντόνιο Μπαντέρας, υπηρετώντας αυτή τη δημιουργική κατεύθυνση και παραδίδοντας μία συνταρακτική σωματική ερμηνεία, δεν ασπάζεται καμιά από τις ιδιαιτερότητας της περσόνας του Αλμοδόβαρ. Πλάθει έναν αυθύπαρκτο χαρακτήρα, ικανό να πείσει και τον πλέον «ανήξερο» θεατή ότι όσα παρακολουθεί είναι προϊόν λυρικής μυθοπλασίας και που δεν απαιτεί κάποιο προϋφιστάμενο δεσμό εκ μέρους του κοινού με τον δημιουργό προκειμένου να νοηματοδοτηθούν τα εξιστορούμενα. Φυσικά, εάν κάτι τέτοιο υπάρχει, δημιουργείται απευθείας ένα μετα-νοηματικό επίπεδο σύνδεσης θεατή – δημιουργού, ωστόσο είναι απόλυτη επιτυχία του Ισπανού ότι η ταινία λειτουργεί πλήρως και δίχως αυτό.

Τούτο συμβαίνει γιατί, παρά τα όσα ευλόγως θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, το «Πόνος και Δόξα» είναι η πιο μετρημένη ταινία του Αλμοδόβαρ τα τελευταία χρόνια, δίχως κατάχρηση μελοδραματικών τεχνασμάτων ή επιμονή σε μία υστερική αισθητική που καθίσταται αυτοσκοπός. Υπό μία σκοπιά, αυτή η ταινία είναι η κατάθεση ψυχής ενός ορκισμένου στυλίστα, που μεταπλάθει τον ίδιο του τον εαυτό του σε αλμοδοβαρικό ήρωα και του συμπεριφέρεται με την ίδια σκληρή στοργή που έχει επιδείξει στο παρελθόν απέναντι και στους υπόλοιπους ήρωές του.

Οι αναμνήσεις του Σαλβαδόρ ζωντανεύουν στην οθόνη μέσω μίας μη γραμμικής αφήγησης που ακολουθεί τη συνειρμική καταβύθιση του χαρακτήρα στις αναμνήσεις του. Μέσα στην αναμενόμενη εστέτ πανδαισία των χρωμάτων και του ακλόνητου λυρισμού που στηρίζει η σπουδαία δουλειά του μουσικού Αλμπέρτο Ιγκλέσιας, παρελαύνουν τα μέρη και οι άνθρωποι που όρισαν τον παραπαίοντα καλλιτέχνη, ο οποίος βαδίζει προς ένα άδοξο και φιλάσθενο γήρας. Η σχέση του με τη μητέρα του, τα πρώτα χρόνια της οικογενειακής ανέχειας και βιοπάλης και η διαπαιδαγώγηση του κατηχητικού συνυφαίνονται ονειρικά με τα πρώτα σκιρτήματα της σεξουαλικής αφύπνισης, άρρηκτα ενωμένης με την καλλιτεχνική φύση του, υπό την άγρυπνη σκιώδη παρουσία ενός περασμένου θυελλώδους έρωτα με έναν άνδρα που πλέον έχει νυμφευθεί και αποκτήσει οικογένεια.

Εμπιστευόμενος μία ροή ελεύθερη αλλά ποτέ ελαφρά, που χωλαίνει κατάτι στο πρώτο μέρος του φιλμ, το οποίο λαμβάνει τη μορφή παραίσθησης που εκκινεί από την επήρεια της ηρωίνης, αλλά απογειώνεται όταν αποκόπτεται από τη ναρκωτική της φύση, ο Αλμοδόβαρ συντρίβει σταδιακά τις άμυνες του κεντρικού του χαρακτήρα και τον οδηγεί σε μία αφιλόξενη πραγματικότητα εγκατάλειψης και στέρησης. Δίχως ποτέ να λησμονεί τις μετάνοιές του, αρνείται να του προσδώσει τον χαρακτήρα ενός δυστυχούς γέρου που συνθλίβεται από τα κρίματά του. Για τον καθένα, λέει ο Ισπανός, υπάρχει η ζωή, φτάνει να μπορεί να την ξεκλειδώσει μέσω της αγάπης. Και ο ασφαλέστερος τρόπος για τον Σαλβαδόρ να εκφράσει αγάπη είναι η Τέχνη, γι’ αυτό και καταρρέει πανικόβλητος υπό το βάρος της αδυναμίας του να δημιουργήσει.

Το σινεμά στο «Πόνος και Δόξα» είναι μνήμη και η μνήμη είναι παρελθόν, παρόν και μέλλον του καθενός. Εάν ποτέ δε γυρίσει άλλη ταινία, ο Σαλβαδόρ θα είναι απλά ένας νεκρός που εξακολουθεί να ανασαίνει μετρώντας τις μέρες για το αναπόδραστο φινάλε του. Κάθε πληγή στο σώμα του, κάθε ρωγμή στη σκέψη του κουβαλά τη δική της μικρή ιστορία και η έκφραση σωματικού και ψυχικού πόνου που κερδίζει συνεχώς τη μάχη μπορεί να ηττηθεί μόνο μέσα από μία ψευδαίσθηση αθανασίας. Γιατί για τον Αλμοδόβαρ, αυτό είναι ο κινηματογράφος: μία κατάργηση του αδυσώπητου χρόνου που βαίνει μόνο προς τα μπροστά αλλά κουβαλά μέχρι το τέλος όσα έφερε στο τραχύ πέρασμά του.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑