Reviews Mr. Klein (1976)

27 Ιανουαρίου 2024 |

0

Mr. Klein (1976)

Σκηνοθεσία: Τζόζεφ Λόουζι

Παίζουν: Αλέν Ντελόν, Ζαν Μορό, Ζουλιέτ Μπερτό, Μισέλ Λονσντέιλ

Διάρκεια: 123′

Κατεχόμενο Παρίσι, Ιανουάριος του 1942. Ένας γιατρός εξετάζει την ανατομική μορφολογία μιας γυναίκας, αναγγέλλοντας φωναχτά, ένα προς ένα, τα σωματικά της χαρακτηριστικά. Το ιατρείο είναι λουσμένο στο πένθιμο μισοσκόταδο, η διαδικασία της εξέτασης είναι χλευαστική, η φωνή του γιατρού αποπνέει μονάχα περιφρόνηση. Η νοσοκόμα καταγράφει το πόρισμα: οι εθνολογικές ρίζες είναι αδιευκρίνιστες, αλλά σίγουρα όχι οι επιθυμητές, οι ενδεδειγμένες, οι «σωστές».

Η εξεταζόμενη γυναίκα, που έχει εκπέσει από το στάτους του πολίτη σε εκείνο του αντικειμένου, ίσως να βαστά από εβραϊκή, αρμένικη ή αραβική σκούφια. Ωστόσο, η συμπεριφορά της, στη διάρκεια της εξέτασης, δεν ήταν «τυπικά εβραϊκή» -ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό- όπως απεφάνθη ο γιατρός. Η υπόθεση θα πάει στις καλένδες, η αμφιβολία θα αναστείλει προς το παρόν τον δρόμο προς τα κρεματόρια. Η εναρκτήρια σκηνή στο -πέρα για πέρα καφκικό- Mr. Klein του Τζόζεφ Λόουζι μάς εισάγει από την πρώτη κιόλας στιγμή σε έναν απάνθρωπο κόσμο όπου βασιλεύουν οι χυδαίες διακρίσεις και η αποκτηνωμένη βία.

Αμέσως μετά, θα αντικρίσουμε την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Μέσα από μια ιδιοφυώς δομημένη σεκάνς, θα πληροφορηθούμε όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζουμε για τον βασικό μας ήρωα, χωρίς καν να τον δούμε να εμφανίζεται στο κάδρο. Αντιθέτως, θα μας συστηθεί από απόσταση, μέσα από έναν απωθητικά κυνικό διάλογο που διαδραματίζεται κάπου εκεί δίπλα, αλλά σταθερά εκτός του οπτικού μας πεδίου. Η κάμερα που ψαχουλεύει αδιάκριτα θα μας πει τα πάντα, χωρίς περιττές φλυαρίες και άσκοπα λόγια. Θα καταλάβουμε αρκετά από τη σαχλή και βαριεστημένη προτεζέ, μα πολλά περισσότερα από χλιδάτο σπιτικό, γεμάτο λούσα και έργα τέχνης που αγοράζει κοψοχρονιά από απεγνωσμένους Εβραίους που ξεπουλάνε όσο-όσο.

Ο Ρομπέρ Κλάιν, σε αντίθεση με τη γυναίκα της πρώτης σκηνής, είναι και δείχνει ακριβώς όπως πρέπει. Είναι πανέμορφος, καλοντυμένος, με αύρα και τρόπους αριστοκράτη, με άνεση, στυλ και παρουσιαστικό ενός αυθεντικού Γάλλου ευγενούς. Έχει μάλιστα πείσει τον εαυτό του πως η μαυραγορίτικη εμπορεία έργων τέχνης στην οποία επιδίδεται είναι απλώς μια δουλειά σαν όλες τις υπόλοιπες, η οποία -λόγω των ταραγμένων συνθηκών της εποχής- έχει καταλήξει να του προκαλεί μια φορτική δυσφορία.

Ο Ρομπέρ Κλάιν δεν έχει μόνο τη δέουσα καταγωγή, αλλά ανήκει και σε μια πολύ συγκεκριμένη κάστα ανθρώπων. Εκείνων που θα τα περάσουν ζάχαρη ενώ ολόγυρά τους μαίνεται ο όλεθρος και η φρίκη, που θα παραστήσουν ότι δεν συμβαίνει τίποτα το εξωφρενικό σε απόσταση αναπνοής, που θα οχυρωθούν σε ένα περίκλειστο παλατάκι, προφυλαγμένοι από τη δυσοσμία του θανάτου. Ο κ. Κλάιν είναι ένα όρνιο που θρέφεται από τον τρόμο των συνανθρώπων του.

Όσα φέρνει όμως η στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος και το έρεβος θα μετακομίσει απρόσκλητα και ουρανοκατέβατα στο κατώφλι του Ρομπέρ Κλάιν, σαν μια υπόνοια θεϊκής τιμωρίας. Μια απλή συνωνυμία, μια ολοφάνερη παρεξήγηση, ένας άγνωστος συνονόματος, εβραϊκής καταγωγής, που προσπαθεί να κερδίσει χρόνο για να εξαφανιστεί αποτελεσματικότερα. Ένα εξακριβώσιμο λάθος, ένα δυσάρεστο μεν αλλά πέρα για πέρα διαχειρίσιμο μπέρδεμα, που μπορεί και πρέπει να λυθεί γρήγορα, προκειμένου να μην τον βάλει σε μπελάδες. Ο Ρομπέρ Κλάιν είναι βέρος Καθολικός, έχει υψηλά ιστάμενους φίλους στο καθεστώς του Βισύ, κινείται με χάρη και ακτινοβολία στους κοσμικούς κύκλους, αλλά είναι κι αυτός έκθετος στους κινδύνους του λάθους και της σύμπτωσης.

Σε καιρούς τόσο ζοφερούς, η ουδετερότητα αποτελεί την πιο βάναυση, σκληρή και εγωκεντρική επιλογή, μοιάζει να μας υπενθυμίζει ο Λόουζι. Ο Ρομπέρ Κλάιν έχει έναν συνονόματο που ποτέ δεν φανερώνεται, που πολλοί τον γνωρίζουν, αλλά κανείς δεν παίρνει όρκο για το πού βρίσκεται. Ωστόσο, όλοι δείχνουν να συμφωνούν σε ένα σημείο: σε γενικές γραμμές, μοιάζει από αρκετά έως πολύ στον δικό μας Ρομπέρ Κλάιν. Ίσως επειδή ο ένας θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται στη θέση του άλλου, σε αυτό το σκηνικό τρέλας, απανθρωπιάς και ζόφου.

Ο Λόουζι ξετυλίγει ένα περίτεχνο κουβάρι παραλόγου και παράνοιας που, αντί να δείχνει τον δρόμο προς μια λυτρωτική έξοδο, σπρώχνει τον κεντρικό του ήρωα ολοένα και πιο βαθιά σε έναν δαίδαλο εμμονής και αυτοκαταστροφής. Το αψεγάδιαστο πρόσωπο του Αλέν Ντελόν (στις ίδιες τονικότητες η ερμηνεία του, ανά στιγμές, με το Le Samouraï), με τα παγωμένα γαλανά μάτια και τις τέλειες αναλογίες, γίνεται ξαφνικά ο αμείλικτος καθρέφτης όλων των ενοχών που βαραίνουν τις πλάτες μιας αμαρτωλής κοινωνίας. Η αδιαφορία, όπως τονίζει σε έναν καθηλωτικό μονόλογο ο πατέρας του βασικού ήρωα, είναι σαν την απάνεμη θάλασσα που περιβάλλει έναν πνιγμένο. Είναι πανίσχυρη γιατί είναι απρόσωπη, ανέκφραστη, διαχέεται προς πάσα κατεύθυνση, δεν έχει σημείο αναφοράς, δεν προσωποποιείται πουθενά, καταπίνει τα πάντα χωρίς τον παραμικρό θόρυβο.

Ο Λόουζι αντιπαραβάλει με μαεστρική βιρτουοζιτέ δύο κόσμους που βρυχώνται ο ένας δίπλα στον άλλο. Μια γλοιώδη και βαλσαμωμένη ελίτ (μεθυστική η σκηνή στο καμπαρέ, με την κάμερα να περιεργάζεται με ειλικρινή απορία και αποδοκιμασία τα χυδαία βλέμματα και γέλια των θεατών μιας παράστασης αντισημιτικού περιεχομένου) που έχει επιλέξει τη μακαριότητα και τα στραβά μάτια, σε αντιπαραβολή με την ξέπνοη αγωνία των κυνηγημένων. Ενώ η ιστορία μας εκτυλίσσεται στην υπό ναζιστική κατοχή Γαλλία, διόλου τυχαία (και συναρπαστικά, να προσθέσουμε) η κάμερα δεν σκοντάφτει ποτέ ούτε σε έναν εκπρόσωπο των κατακτητών. Η οθόνη, αντιθέτως, κατακλύζεται από διώκτες και δραπέτες, από τη σιωπή της ντροπής και τη σιγή του τρόμου.

Ο κύριος Κλάιν θα προσπεράσει, μια προς μία, όλες τις ευκαιρίες διεξόδου που θα προσφέρει η μοίρα και η τύχη, ενδόμυχα αποφασισμένος να κατρακυλήσει στην άγρια κατηφόρα, με τελικό προορισμό την άβυσσο. Όσο περισσότερο ερευνά και σκαλίζει, όσο πιο επίμονα αναζητεί απαντήσεις, τόσο πιο εμφατικά υπογράφει ένα προσωπικό συμβόλαιο χαμού και τιμωρίας. Στην πραγματικότητα, έχει επιδοθεί σε ένα ανελέητο κυνήγι, τρέχοντας πίσω από τον ίδιο του τον εαυτό. Μια υπόκωφη ένδειξη μίσους απέναντι στα όσα αντιπροσωπεύουν αυτός και οι όμοιοί του; Μια αναπόδραστη και τελεολογική ανάγκη καταδίκης; Όπως και να έχει, ο κ. Κλάιν θα εξαϋλώσει την ύπαρξή του, αποκηρύσσοντας ολοκληρωτικά την ταυτότητά του, καθώς πλησιάζει στη βαθύτερη αλήθεια. Η οποία θα του φανερωθεί ακριβώς στο στερνό κάδρο. Ανελέητη, αδιαπραγμάτευτη, σαρωτική. Χωρίς διάθεση για συγχώρεση, δίχως χώρο ή χρόνο για δικαιολογίες.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑