Jeune Femme

Σκηνοθεσία: Léonor Serraille

Με τους: Laetitia Dosch, Grégoire Monsaingeon, Souleymane Seye Ndiaye

Διάρκεια: 97′

Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί η Léonor Serraille. Πρόκειται για μια γυναικεία ταινία στην κυριολεξία, αφού όλο το συνεργείο απαρτίζεται από γυναίκες επαγγελματίες, όπως η διευθύντρια φωτογραφίας, η μουσικοσυνθέτης, η μοντέζ, η παραγωγός, οι σχεδιάστριες ήχου, καθώς και η σκηνογράφος! Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα».

Στις Κάννες τιμήθηκε με τη Χρυσή Κάμερα, το βραβείο δηλαδή που δίνεται σε ταινία πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, ταινία που συμμετέχει σε οποιοδήποτε από τα πολλά τμήματα του φεστιβάλ! Στη συνέχεια προβλήθηκε, ανάμεσα σε άλλα, στα φεστιβάλ Λονδίνου, Κάρλοβι Βάρι, Βιέννης, Αμβούργου, Μπουσάν στη Ν.Κορέα, Σαράγεβο, αλλά και στη Στοκχόλμη, όπου κέρδισε το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας. Στην Ελλάδα η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στο πρόσφατο φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου (στην αθηναϊκή του έκδοση)! Η πρωταγωνίστρια της ταινίας, Laetitia Dosch, βραβεύθηκε πρόσφατα με το Βραβείο Λιμιέρ (οι γαλλικές Χρυσές Σφαίρες) για την ερμηνεία της.

Απογοητευμένη ερωτικά, χωρίς χρήματα, με παρέα μόνο μια γάτα και τις φιλικές πόρτες να κλείνουν η μία μετά την άλλη, η νεαρή Πόλα επιστρέφει στο Παρίσι μετά από μεγάλη απουσία. Τυχαίες και μη συναντήσεις θα τη φέρουν σε επαφή με διαφορετικούς ανθρώπους, κυρίως όμως με τις πραγματικές επιθυμίες και τα όνειρά της σε μια ατίθαση, επίμονη προσπάθεια να ξαναστήσει τη ζωή της με τους ολότελα δικούς της όρους.

Πολά Σιμονιάν: Κοκκινομάλλα. Με ένα μάτι καστανό κι ένα γαλάζιο, κατάσταση που ονομάζεται ετεροχρωμία. Δέκα ολόκληρα χρόνια ζούσε μαζί με τον Ζοακίμ στο Μεξικό. Καλλιτέχνης εκείνος, η μούσα του εκείνη. Φραγκάτος εκείνος, χωρίς να έχει χρειαστεί να δουλέψει ποτέ κατά πως φαίνεται εκείνη. Ζευγάρι. Κάποια στιγμή έρχεται ο χωρισμός. Η Πολά δεν το(ν) δέχεται. Γυρίζει στο Παρίσι, πηγαίνει στο διαμέρισμα του πρώην αγαπημένου της. Ουρλιάζει. Θέλει να της ανοίξει. Καμία απάντηση. Σπάζει το κινητό της στην πόρτα του. Χτυπάει το κεφάλι της στην πόρτα του. Αιμορραγεί. Πηγαίνει στο νοσοκομείο. Και στα πρώτα πέντε λεπτά αυτής της ταινίας μαθαίνουμε όλο το πλαίσιο του τι περίπου είναι η Πολά, ποιο είναι το μπαγκράουντ της, ποια η σχέση της με την οικογένειά της, το ότι θεωρεί τον εαυτό της ειλικρινή κι όχι έξυπνο, το ότι μισεί το Παρίσι και τη Γαλλία, το ότι δεν θέλει να είναι αθάνατη αλλά πάνω απ’ όλα επιθυμεί να τολμήσει να είναι θνητή.

Η κάμερα φιξάρεται πάνω στην Laetitia Dosch και καταλαβαίνουμε ότι μπροστά μας έχουμε μια σπουδαία ηθοποιό σε μια εξαιρετική, δυναμική, τρομερή «take no prisoners» ερμηνεία. Που υποδύεται μια νέα γυναίκα, η οποία πιάνει πάτο! Που γονατίζει. Θα μείνει κάτω στην υπόλοιπη ζωή της ή θα σηκώσει – επιτέλους – ανάστημα; Η Serraille κάνει πολλά πράγματα σωστά και επιδεικνύει ωριμότητα έμπειρου δημιουργού, που έχει φάει με το κουτάλι τη νουβέλ βαγκ! Δεν κρίνει ηθικά την ηρωίδα της. Την βλέπει στην προσπάθειά της να σταθεί στα πόδια της και την παρατηρεί με εξονυχιστικό τρόπο. Η Πολά δεν λείπει από κανένα πλάνο της ταινίας. Την βλέπουμε στα πολύ κάτω της, τη βλέπουμε στα πάνω της. Τη βλέπουμε να λέει ψέματα (ή μάλλον να μην λέει την αλήθεια, κι ας το προσπαθεί), να ζητιανεύει χρήματα, να ψάχνει για δουλειά, να αποκρούει ερωτικές επιθέσεις ενώ το μόνο που θέλει είναι να χορέψει, να προσπαθεί να τα ξαναβρεί με τη μητέρα της, κυρίως όμως να προσπαθεί να γυρίσει στην αγκαλιά του πρώην εραστή της! Βρε μανία! Λες και δεν υπάρχει χωρίς αυτόν. Το λέει εξάλλου και η ίδια: «Για εκείνον ήμουν τα πάντα. Τώρα είμαι ένα τίποτα».

Για μπάστα όμως. Κάποια στιγμή, θα ξυπνήσει. Κάποια στιγμή, θα συνειδητοποιηθεί. Κάποια στιγμή, θα καταλάβει πως είναι ολοκληρωμένος άνθρωπος, χωρίς ανάγκη από δεκανίκια για να υπάρχει. Μπορεί και χωρίς αυτόν! Πότε θα γίνει αυτό; Όταν θα κληθεί να διαχειριστεί τα μητρικά της ένστικτα. Από τη μια, δουλεύοντας ως μπέιμπι σίτερ (χωρίς καμία προηγούμενη εμπειρία) και από την άλλη καλούμενη να σκεφτεί την περίπτωση να γίνει βιολογικά μητέρα. Εκεί λοιπόν κάτι φωτίζει μέσα της. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι έχει πιάσει κι αλλού δουλειά, ότι βγάζει χρήματα, ότι έχει σχέσεις με τους συναδέλφους της, ιδίως με έναν αφρικανικής καταγωγής φύλακα, την οδηγεί αργά, σταδιακά, στην ανεξαρτησία της. Και στη χειραφέτησή της.

Το τελικό αποτέλεσμα είναι συναρπαστικό και μόνο για την ερμηνεία της Dosch, που μαγνητίζει το βλέμμα κι ας μην την κολακεύει πάντα ο φακός της σκηνοθέτιδάς της. Εξάλλου, δεν είναι αυτός ο σκοπός της. Να το πούμε κι αυτό όμως: η ταινία δεν στερείται προβλημάτων. Θέλω να πω, η Πολά χειραφετείται, ορίζει πλέον η ίδια τον εαυτό της, όλα πολύ καλά. Αυτό όμως γίνεται τυχαία! Καμία διαδικασία να το ψάξει η ίδια – τόσο με ενδοσκόπηση όσο και οργανωμένα, εξωστρεφώς. Κι όλα εκκινούν από τον… χωρισμό της! Άρα, από την απόρριψή της από έναν άνδρα. Που αν δεν την απέρριπτε θα συνέχιζε αμέριμνη κι… ευτυχισμένη στο ρόλο της ερωμένης. Έτσι το κατάλαβα, μπορεί να κάνω και λάθος. Επίσης, καλή είναι η ελλειπτική παρουσίαση καταστάσεων αλλά μερικές φορές χρειάζεται κάτι παραπάνω. Θέλω να πω, η όλη σχέση της Πολά με τη μητέρα της: γιατί βρέθηκαν στη συγκεκριμένη κατάσταση; Γιατί δεν θέλει η μητέρα της την Πόλα; Ποτέ δεν μαθαίνουμε – δεν τη νοιάζει τη σκηνοθέτιδα κάτι τέτοιο. Ναι, αλλά τότε μήπως είναι αχρείαστος και ξοδεμένος φιλμικός χρόνος; Ή έτσι μας δίνει απλά έναν ακόμα λόγο για το γεγονός ότι η Πολά δεν έχει αυτοπεποίθηση – κι αυτό είναι το μόνο που τη νοιάζει τη δημιουργό;

Πολύ ωραία μας δίνεται η σχέση της Πολά με την πιτσιρίκα στην οποία κάνει μπέιμπι σίτινγκ. Και κυρίως με τη μητέρα εκείνης. Μια γυναίκα… καριέρας, που ξεχνάει πως να είναι μητέρα. Μια χειραφετημένη γυναίκα, που δεν ξέρει πώς να φερθεί στο παιδί της, που δεν ξέρει τις ανάγκες του, που δεν γνωρίζει πως να το αγαπήσει. Οπότε κι εδώ σαν να μπαλατζάρει σε δύο βάρκες η σκηνοθέτιδα. Χειραφέτηση – χειραφέτηση, οι γυναίκες είμαστε κύριες του κορμιού μας, αλλά καλό είναι να είμαστε και καλές μητέρες. Και πάλι, έτσι το κατάλαβα εγώ. Το φινάλε, πάντως, εξαφανίζει κάθε πιθανή ατέλεια της ταινίας. Κι έρχεται σε πλήρη αντίστιξη με την σκηνή της αρχής. Στην αρχή η φουριόζα Πολά ούρλιαζε, χτυπιόταν, έδειχνε δυναμισμό προς τα έξω αλλά έκρυβε μια εύθραυστη ψυχολογική κατάσταση, μια γυναίκα που χρειαζόταν κάποιον άλλο για να είναι όρθια. Στο φινάλε η σιωπηλή Πολά δείχνει ευάλωτη και πάλι χωρίς πυξίδα και πάλι χωρίς προορισμό. Είναι όμως ο πιο δυνατός άνθρωπος του κόσμου. Το ξέρει. Το ξέρουμε κι εμείς…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑