What's On If Beale Street Could Talk

21 Φεβρουαρίου 2019 |

0

If Beale Street Could Talk

Σκηνοθεσία: Μπάρι Τζένκινς

Παίζουν: Κίκι Λέιν, Στέφαν Τζέιμς, Ρεγκίνα Κινγκ

Διάρκεια: 119′

«Κάθε μαύρος που γεννήθηκε στην Αμερική, γεννήθηκε στην Beale street, ανεξάρτητα από το αν στην πραγματικότητα γεννήθηκε στο Τζάκσον του Μισισίπι ή το Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Η Beale street είναι η κληρονομιά μας». Τάδε έφη ο συγγραφέας και δοκιμιογράφος Τζέιμς Μπόλντγουίν, τα λόγια του οποίου εμφανίζονται γυμνά, γενναία, στέρεα και επιβλητικά στο εναρκτήριο πλάνο της νέας ταινίας του Μπάρι Τζένκινς. Το If Beale Street Could Talk, που εκδόθηκε το 1974, υπήρξε το πέμπτο μυθιστόρημα της συγγραφικής καριέρας του Μπόλντγουιν, με τη δράση να εκτυλίσσεται στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, αλλά τον τίτλο να παραπέμπει στη θρυλικό οδό με αυτό το όνομα, που βρίσκεται στο Μέμφις της πολιτείας του Τενεσί.

H Beale Street, που έγινε διάσημη αρχικά μέσα από το τραγούδι Beale Street Blues (1916) αποτέλεσε ιερό τόπο της μπλουζ και τζαζ μουσικής, καθώς από το 1920 και για σχεδόν τρεις δεκαετίες όλα τα τοτέμ του χώρου παρέλασαν από τα μαγαζιά και τα κλαμπ ενός δρόμου που υπερέβαινε κατά πολύ τα όρια ενός απλού γεωγραφικού προσδιορισμού. Η Beale Street, πέρα από λίκνο της μουσικής αφροαμερικάνικης ψυχής, υπήρξε ορμητήριο του αγώνα κατά της πολιτικής του φυλετικού διαχωρισμού (segregation) και σύμβολο κάθε διεκδίκησης πολιτικών δικαιωμάτων, κοινωνικής και νομικής ισότητας.

Σε ένα κόσμο όπου η Ιστορία γράφεται μονίμως από τα ψέματα των νικητών και τις ψευδαισθήσεις των ηττημένων που ήθελαν απλώς να είναι νικητές, η ιστορία των κατατρεγμένων γράφτηκε για αιώνες ολόκληρους σε στίχους, ψιθύρους και γοερά μοιρολόγια. Σε θρήνους που περνούσαν από γενιά σε γενιά ως αποτρόπαιο φυλαχτό. Για να θυμηθούμε τα λόγια του Μπόλντγουιν στο υπέροχο I Am Not Your Negro του Ραούλ Πεκ, The story of the Negro in America is the story of America –or, more precisely, it is the story of Americans. It is not a very pretty story. Κι αυτές οι ιστορίες που δεν ηχούν όμορφα, που δεν χρωματίζονται με παιάνες και κονφετί, τις διασώζουν αυτοσχέδιοι ραψωδοί. Τις ταξιδεύουν δρόμοι και τόποι που τις έζησαν από πρώτο χέρι και στο πετσί τους. Όπως η Beale Street.

Επιστρέφοντας στο σημείο απ’ όπου πιάσαμε το νήμα αρχικά, ο ορισμός του Τζέιμς Μπόλντγουιν για την έννοια της πατρίδας, και την παρακαταθήκη που αυτή κουβαλά και αποπνέει, δεν είχε καμία σχέση με σημαίες, διαβατήρια και ληξιαρχεία. Για τον Μπόλντγουιν, που επέλεξε να εγκαταλείψει την παρισινή αυτοεξορία και τον ρόλο του τυρβάζοντος διανοούμενου για να ριχτεί στη φωτιά της μάχης, πατρίδα ήταν οι πρωινές μυρωδιές και η οχλοβοή του Χάρλεμ. Τα λικνίσματα και η έκσταση στα τζαζ καταγώγια.

Πατρίδα, όμως, ήταν και τα φοβισμένα πρόσωπα και τα τρομαγμένα μάτια, που έσταζαν αδικία, καταπίεση, απορία και παράπονο. Ο Μπόλντγουιν ανέλαβε να ξεστομίσει όλα όσα είχαν συστηματικά φιμωθεί. Περισυνέλεξε όλα τα κλάματα και τους οδυρμούς, όλο τον καημό και τη μάταιη οργή. Συμπύκνωσε όλα τα ανείπωτα. Όλα όσα θα βροντοφώναζε η Beale Street αν είχε στόμα και μιλιά, για να αποτίσει φόρο τιμής στα παραμελημένα της τέκνα.

Κι αν όλα τα παραπάνω αποτελούν τον κατά Μπόλντγουιν ορισμό της πατρίδας, η αποτύπωσή τους στο κινηματογραφικό σύμπαν του Μπάρι Τζένκινς μοιάζει ευλογημένο προξενιό. Διότι η πατρίδα του Τζένκινς, όπως είχε αφήσει να διαφανεί και στο Moonlight, εδρεύει στη λαχτάρα και την προσμονή. Στις στιγμές που ζυγίζουν τόνους και προσπαθούν να βρουν τον τρόπο και τη δίοδο για να συμβούν.

Για να γίνουν πραγματικότητα, χωρίς να εκραγούν από το φορτίο της ανικανοποίητης επιθυμίας, χωρίς να λυγίσουν από το βάρος της υλοποιημένης προσδοκίας. Ο πυρήνας του Τζένκινς ακουμπά για μια ακόμη φορά στη διαστολή του χρόνου που δεν φοβάται να απλωθεί προστατευτικά. Την ίδια ακριβώς στιγμή, όμως, ψηλαφίζει τη συστολή όχι του χρόνου γενικότερου, αλλά ακριβώς του ίδιου ακριβώς χρόνου που είχε προ ολίγου ξεχειλώσει.

Εκεί που τρακάρουν η ματαίωση της απουσίας με το άδειασμα της παρουσίας. Εκεί που όλα καθυστερούν να έρθουν, αλλά λήγουν νωρίτερα απ’ όσο έπρεπε, απ’ όσο όφειλαν. Στα βλέμματα που συγκρούονται, που προελαύνουν και υποχωρούν, στα χαμόγελα που σβήνουν και θεριεύουν. Στα αγγίγματα που ταράζουν, στα χείλη και τα στόματα που χάσκουν. Στα χέρια που διασχίζουν μονάχα λίγα εκατοστά που μοιάζουν όμως με μίλια ολόκληρα. Το If Beale Street Could Talk δεν κλαψουρίζει ποτέ, αλλά σπαράζει σιωπηλά. Κι αναλαμβάνει ένα ιερό χρέος: να διηγηθεί μια ιστορία έρωτα και φόβου. Που δεν ξεφτίσει ποτέ, όσο βρίσκεται κάποιος εκεί γύρω για να την μνημονεύει.

Η Τις και ο Φόννυ. Η Τις και ο Φόννυ, που βλέπουν τον έρωτά τους να ματώνει πίσω από το γυαλί του επισκεπτηρίου. Ένα διάφανο γυαλί που σε αφήνει να δεις, αλλά όχι να αγγίξεις, που σε κρατά μακριά, ενώ σου επιτρέπει να ξεροσταλιάζεις από απόσταση αναπνοής. Η ταινία του Τζένκινς είναι ένα υφαντό από βελονιές αντίθετης φοράς. Με την ελπίδα να διασταυρώνεται με την απελπισία, με το φως να ξεπροβάλλει μέσα από τα πιο μαύρα σκοτάδια, αλλά και το αντίστροφο. Κάθε όμορφη σκέψη, κάθε υπόνοια ευτυχίας, επικαλύπτεται ασταμάτητα από μια υπενθύμιση της βαρβαρότητας ενός πανίσχυρου Κακού. Πανίσχυρου, αλλά όχι ανίκητου.

Ο Τζένκινς χτίζει αλλεπάλληλες, κορυφώσεις που ξεπροβάλλουν στις πιο αθέατες γωνιές, εκεί που το μάτι δεν παρατηρεί αρχικά όλες τις λεπτομέρειες. Όπως μια σκηνή αιθέριας παντομίμας, σε ένα χώρο αδειανό από αντικείμενα, αλλά γεμάτο από λύσσα για ζωή. Μια σκηνή που σχεδόν σου αναβιώνει στράτα-στρατούλα τη μαγική εκείνη στιγμή που τρακάρεις με τον έρωτα και νιώθεις πως όλα έχουν τελειώσει μονοκοπανιά, πως όλα ξεκινούν από την αρχή. Όπως μια σκηνή ανατριχιαστικής βουβής περισυλλογής μπροστά σε ένα καθρέφτη, που θαρρείς διαπερνά αιώνες στιγμάτων, καταπίεσης, οικτιρμού και φόβου. Ατελείωτου, θεσμοθετημένου και βαθιά ριζωμένου φόβου, που παραλύει κάθε σκέψη, κάθε κίνηση κι αντίδραση.

Όπως, ακόμη ακόμη, μια σκηνή βραδινής οικογενειακής σύναξης, σε ένα τυπικό σπιτικό του Χάρλεμ, όπου η ζεστασιά των χρωμάτων και η κελαρυστή διάταξη τόσο του ίδιου του χώρου όσο και των πάντων στον χώρο, σε κάνουν να νιώθεις πως θα πεταχτεί από κάποια γωνιά ο Μάρβιν Γκέι και θα αρχίσει να τραγουδά το Let’s Get It On. Μια σκηνή τόσο απροειδοποίητα κομβική που κυοφορείται (μεταφορικά και κυριολεκτικά) η αναγγελία ενός βαρυσήμαντου νέου που αλλάζει τα πάντα απλώς και μόνο με την επικύρωση ότι τίποτα δεν πρέπει να διαταραχθεί, παρά την πίκρα, παρά τον πόνο. Όπου η σιωπή ζυγίζει μεγατόνους, μόνο και μόνο επειδή ταυτόχρονα κάθε λέξη έχει βάρος που μετριέται σε καράτια. Ο Τζένκινς βυθίζεται στον κόσμο του Μπόλντγουιν, εκεί όπου ούτως ή άλλως έκοβε ήδη βόλτες, και μας υπενθυμίζει να τραβήξουμε προς τα εμπρός. Και προχωρώντας, να απλώσουμε χέρια και να κουβαλήσουμε μαζί μας ό,τι κρίνουμε πως αξίζει τον κόπο.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑