What's On I Care a Lot

28 Φεβρουαρίου 2021 |

0

I Care a Lot

Σκηνοθεσία: Τζέι Μπλέικσον

Παίζουν: Ρόζαμουντ Πάικ, Πίτερ Ντίνκλεϊτζ, Νταϊάν Γουίστ

Διάρκεια: 116’

Η Μάρλα Γκρέισον είναι μία κατ’ επάγγελμα δικαστική συμπαραστάτρια γηραιών ανθρώπων που είναι ανήμποροι να αυτοεξυπηρετηθούν. Έχοντας στήσει μία επιχείρηση με διάφορα παρακλάδια σε νοσοκομεία και ιδρύματα, αλλά και με την ακούσια αρωγή ενός εύπιστου δικαστή, η Μάρλα κατ’ επίφαση μεριμνά για την πρόνοια και την ευτυχέστερη διαβίωση τους, ενώ στην πραγματικότητα σπεύδει προς αφαίμαξη της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους, με την πρόφαση των αυξημένων εξόδων που συνεπάγεται η αποτελεσματική φροντίδα τους. Όταν όμως γνωρίσει την Τζένιφερ Μόρισον, μία ιδιαίτερα ευκατάστατη ηλικιωμένη κυρία που μοιάζει «λαυράκι» και αποφασίσει να βάλει μπροστά τον μηχανισμό της, θα βρεθεί αντιμέτωπη με τη μαφία η οποία έχει υπό την προστασία της το τελευταίο θύμα της Μάρλα.

Η ταινία του Τζέι Μπλέικσον εκκινεί σαν στυλιζαρισμένη ευφυής μαύρη κωμωδία. Η πλεκτάνη της αντιηρωίδας εκτίθεται με τρόπο πλήρη και διασκεδαστικό, ενώ οι πολιτικές προεκτάσεις της όλης δράσης της είναι κάτι παραπάνω από σαφείς. Η Μάρλα δουλεύει με τις πλάτες ενός συστήματος που αναζητά να επιβραβεύσει κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία με κοινωνικό χαρακτήρα και να πείσει τον εαυτό του ότι βρήκε ακόμα έναν φιλεύσπλαχνο ιδιώτη που μεριμνά για τον συνάνθρωπο δια της επιχείρησής του. Ο εξωφρενικός θεσμικός στρουθοκαμηλισμός μαρτυρά ένα κράτος δικαίου που σχεδόν παρακαλεί να εξαπατηθεί και έχει βάλει πινακίδες με νέον φώτα που δείχνουν τον δρόμο προς τα παραθυράκια του νόμου που επιτρέπουν μία δικτύωση σαν αυτή της αντιηρωίδας.

Ο Βρετανός δημιουργός παιχνιδίζει με όρους της σύγχρονης ρητορικής περί πολιτικώς ορθού λόγου. Η Μάρλα είναι μία badass λεσβία γυναίκα που ατμίζει το ηλεκτρονικό της τσιγάρο όπως οι παλιότεροι αντίστοιχοι χαρακτήρες θα κάπνιζαν θριαμβευτικά, απολύτως αδίστακτη και θρασεία, βαπτισμένη στη φιλοδοξία και το κυνήγι του πλούτου. Δεν είναι σεβαστή ή συμπαθής, όπως άλλωστε και κανένας άλλος χαρακτήρας σε αυτή την κοενικής αύρας μαύρη κωμωδία. Η Ρόζαμουντ Πάικ αποδεικνύεται παραπάνω από ιδανική επιλογή για τον ρόλο, σκηνοθετημένη με τον πλέον αρμόζοντα τρόπο που της επιτρέπει να κυριαρχήσει απόλυτα στην όψη του φιλμ με την πληθώρα των εκφράσεών της και τον δυναμισμό που αποπνέει με κάθε μέσο, ακόμη και με τις αεράτες στροφές της καλοκουρεμένη κουπ της.

Ωστόσο, δυστυχώς, το φιλμ του Μπλέικσον ανατρέπει στην πορεία την αρχική του δομή. Κάπου στα μέσα της δεύτερης πράξης τρέπεται σε ιλαρό θρίλερ καταδίωξης και εξαφανίζει ολότελα μία από τις πιο συναρπαστικές επιμέρους χαρακτηρολογικές σχέσεις, αυτή της αντιηρωίδας με το έσχατο θύμα (που όπως οι πάντες δεν είναι άξια λύπησης ή συμπόνοιας), την Τζένιφερ, την οποία ερμηνεύει αψεγάδιαστα η σπουδαία Νταϊάν Γουίστ. Με την προσθήκη αδικαιολόγητα μεγάλων σεκάνς που δεν προσδίδουν ιδιαίτερη ουσία στο τελικό αποτέλεσμα και δε διαθέτουν κάποια σημαντική κωμική ή περιπετειώδη αυταξία, ο Μπλέικσον επιβραδύνει τον ρυθμό και ουσιαστικά αποσυνδέει τον θεατή από τα μέχρις εκείνου του σημείου τεκταινόμενα.

Παράλληλα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η συναισθηματική σύνδεση του θεατή με τις πράξεις των αντιπαθέστατων ηρώων εκμηδενίζεται όσο αυτοί αναλίσκονται σε επουσιώδεις ενέργειες. Φυσικά δεν είναι υποχρεωτικό για έναν χαρακτήρα να κερδίζει τη συμπάθεια προκειμένου να γίνει γοητευτικός, όμως εν προκειμένω δυστυχώς ελλείπει σταδιακά μέχρι και το στοιχειώδες ενδιαφέρον για την εξέλιξη της πλοκής. Και τούτο δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τον Πίτερ Ντίνκλεϊτζ, που είναι ένας απολαυστικός κακός/καρικατούρα ως προστάτης της Τζένιφερ σε μία ταινία χωρίς καλούς.

Κάπου μέσα στην ταινία του Τζέι Μπλέικσον κρύβεται μία ενδιαφέρουσα πολιτική μαύρη κωμωδία που αφουγκράζεται τα αδιέξοδα της ύστερης φάσης του φιλελευθερισμού και ειρωνεύεται εύστοχα τη θεοποίηση της σύγχρονης επιχειρηματικότητας, στηλιτεύοντας παράλληλα τη θεσμική εθελοτυφλία. Ωστόσο, αυτή η όψη της ταινίας περνάει σε δεύτερη μοίρα, όσο κερδίζουν έδαφος οι σεκάνς που προσπαθούν να της δώσουν την εικόνα ενός genre film που αδυνατεί να δικαιολογήσει. Το καστ αποδίδει με επάρκεια, η ειρωνεία είναι συχνά δηλητηριώδης και το τέλος της ιστορίας εύστοχο ως προς τη σαρκαστική δραματουργία της, ωστόσο η συνολική αφήγηση σκοντάφτει στην απουσία της συναισθηματικής εμπλοκής του θεατή με όσα εκτυλίσσονται.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑