What's On Detroit

11 Σεπτεμβρίου 2017 |

0

Detroit

Σκηνοθεσία: Κάθριν Μπίγκελοου

Παίζουν: Τζον Μπογιέγκα, Γουίλ Πούλτερ, Άλτζι Σμιθ

Διάρκεια: 143’

Το καλοκαίρι του 1967 έχει καταγραφεί ως το «καλοκαίρι της αγάπης» στον αμερικάνικο συλλογικό ψυχισμό, με τα πρώτα «παιδιά των λουλουδιών» να κάνουν την εμφάνισή τους και την ψυχεδελική ροκ να εισέρχεται δυναμικά στο μουσικό προσκήνιο. Ένα καλοκαίρι – πρελούδιο για το εκκολαπτόμενο Γούντστοκ, ένα καλοκαίρι άδολης αγάπης, φιλειρηνικής συμφιλίωσης και ηχηρού αντιπολεμικού μηνύματος. Φευ! Πίσω από τη βιτρίνα πολιτισμικής απελευθέρωσης, χαλάρωσης των σεξουαλικών ηθών, παραισθησιογόνου τριπαρίσματος και νεανικής ανεμελιάς, σε κάποιες γωνιές της Αμερικής, από εκείνες που η μαζεύεται η σκόνη που δεν πιάνει ποτέ η σκούπα, συσσωρεύονταν χρόνιες και αγιάτρευτες εντάσεις, αδικίες κι ανισότητες.

Τα επίπεδα κοινωνικής συνοχής κι ενσωμάτωσης του αφροαμερικάνικου πληθυσμού βρίσκονταν στον πάτο, και μια αχαλίνωτη βία ταρακουνούσε το καπάκι ενός καζανιού που έβραζε μεθοδικά. Το Ντιτρόιτ, ένα συμβολικό και οικονομικό λίκνο της βιομηχανικής Αμερικής, ένα κοχλάζον αστικό κέντρο με συχνότατα κρούσματα φυλετικών συγκρούσεων, δεν διάγει τις καλύτερες του μέρες. Στο Ντιτρόιτ, η πολιτισμική επανάσταση αργεί, οι εκατέρωθεν προκαταλήψεις βασιλεύουν, τα γκέτο βρίσκονται σε κατάσταση αναταραχής, η αστυνομική βία σπέρνει όλους εκείνους τους ανέμους που θα την κάνουν να θερίσει μανιασμένες θύελλες.

Η Κάθριν Μπίγκελοου επιλέγει να τοποθετήσει την κάμερά της ακριβώς στη δίνη του κυκλώνα, στην καρδιά της οργής των Αφροαμερικάνων και της εξουσίας του λευκού κατεστημένου. Αγκυροβολεί, μάλιστα τόσο εμφατικά και επιμελώς στο κέντρο του χαμού, που καταλήγει να ακυρώνει το ίδιο το ηφαίστειο που θέλει να εξερευνήσει, θα επανέλθουμε, όμως, σε αυτό και λίγο αργότερα. Ο αναμενόμενος φθαρμένος κόκκος κυριαρχεί στην εικόνα, προκειμένου να αποδώσει μία vintage υφή μιας αλλοτινής εποχής, τα τρεμάμενα και ασταθή πλάνα αποτυπώνουν την εύθραυστη ροή μίας τρέχουσας ιστορικής πραγματικότητας που διαμορφωνόταν as it happened, με εναλλαγές στις γωνίες λήψης που αποπνέουν πανικό και θολωμένο νου, με extreme close ups που φιλοδοξούν (μάταια) να μας φέρουν κοντά στους ήρωες και το δράμα τους.

Η σκοτεινή όψη μιας εποχής που είθισται να σκιαγραφείται με χαρωπά χρώματα, σε συνδυασμό με μία αληθινή ιστορία αυθεντικής αδικίας και χειραγώγησης του αδύναμου από τον ισχυρό, μοιάζει με κινηματογραφικό κοκτέιλ μολότοφ. Ιδίως αν προσθέσεις στη συνταγή την χειροπιαστή ένταση της κινηματογράφισης της Μπίγκελοου και τη σεναριακή πένα του Μαρκ Μπόουλ, που μας είχε συναρπάσει στην ταινία Στην κοιλάδα του Ηλά. Όλα τα παραπάνω, δυστυχώς, αποδεικνύονται μονάχα ράσα που αδυνατούν να κάνουν τον παπά. Η Μπίγκελοου επιλέγει ένα στυλ που μεταδίδει μία αδιατάρακτη αίσθηση κατεπείγοντος, η οποία όσο περνά η ώρα αποδυναμώνει την όποια υπόνοια έκτακτης ανάγκης και καταβύθισης σε μία κόλαση. Ακριβώς δηλαδή τη στιγμή που θα έπρεπε να βιώνουμε τη μεγαλύτερη ενσυναίσθηση, η δική μας νοητική και θυμική εμπλοκή αγκομαχά και εξαϋλώνεται.

Οι προκάτ -ενίοτε μέχρι και αφελείς- διάλογοι, βγαλμένοι θαρρείς από κάποιο textbook μηχανιστικών αντιδράσεων και χάρτινων χαρακτήρων, απομυζούν την όποια διάθεση ενεργούς συμμετοχής. Υπό νορμάλ συνθήκες και σε ανθρώπους που διαθέτουν ένα στοιχειώδη νου, η εκδήλωση κάθε ρατσιστικά ορμώμενης επιβολής ισχύος προκαλεί ένα απωθητικό μούδιασμα, μία σιωπηλή έκρηξη. Εν προκειμένω, όμως, η αμηχανία προκύπτει από την σκιαγράφηση του αδιέξοδου, και όχι από το αδιέξοδο καθαυτό. Σαν να προσπαθεί η ταινία να ξύσει την επιφάνεια, αλλά καταλήγει απλώς να την αντικαθιστά, με μία νέα, κατεργασμένη και φτιαχτή επιφάνεια, που δεν ξέρει πώς να διατυπώσει τη βαθύτερη αλήθεια που ψάχνει.

Το Detroit, παρεκκλίνοντας από τον μάλλον παραπλανητικό του τίτλο, αποτυγχάνει (ίσως και να μην προσπαθεί καν, βέβαια) να ανασυστήσει το γενικό πλαίσιο αναφοράς, το περίγραμμα του εξειδικευμένου κάδρου, εντός του οποίου θα ξεχυθεί χωρίς καμία φειδώ. Η δραματικότητα και ο αντίκτυπος μίας περιόδου έντασης που σχεδόν έλαβε τις διαστάσεις εμφυλιοπολεμικής αναμέτρησης δεν επιτυγχάνεται με το ντεκόρ των ανοιγμένων έγχρωμων κεφαλιών που βλέπουμε από απόσταση αναπνοής, ούτε με τον ηδονικό ιδρώτα που στάζει από τα ξαναμμένα πρόσωπα των οργάνων επιβολής του νόμου.

Το Detroit κατανέμεται άναρχα και άνισα, με αποτέλεσμα να μπάζει από όλες τις πλευρές προτού καλά καλά ορθώσει το κυρίως ανάστημά του. Αφενός μεν, δεν διαθέτει το θάρρος να επικεντρωθεί αποτελεσματικά (από δραματουργική και αισθητική σκοπιά) σε ένα μεμονωμένο συμβάν, ποντάροντας όλες του τις μάρκες σε ένα μεγεθυντικό φακό που σκαλίζει μία τρύπα βρωμιάς και δυσωδίας. Αφετέρου δε, δεν επιδιώκει μία συνετή και κλιμακωτή τραμπάλα έντασης – αποφόρτισης, αναμονής – δράσης, αποκαλύψεων – συγκαλύψεων, που θα το μετέτρεπαν σε μία ματιά περισσότερο καλειδοσκοπική, παρά ρεπορταζιακή. Τελικά, κάποιες φορές υπάρχει καπνός, χωρίς να υπάρχει απαραίτητα φωτιά.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑