Σκηνοθεσία: Ντανιέλ Καλπαρσόρο
Παίζουν: Λουίς Τοσάρ, Ροντρίγκο ντε λα Σέρνα, Ραούλ Αρεβάλο
Διάρκεια: 96’
Μεταφρασμένος τίτλος: «Ποιος κλέβει ποιον;»
Ο πρωτότυπος ισπανικός τίτλος της ταινίας μεταφράζεται κατά λέξη ως «εκατό χρόνια συγχώρεσης» και αποτελεί το δεύτερο σκέλος μίας ισπανικής λαϊκής ρήσης, σύμφωνα με την οποία «όποιος κλέψει ένα κλέφτη, αξίζει 100 χρόνια συγχώρεσης». Ο κλέψας του κλέψαντος, λοιπόν, στην ταινία του Ισπανού σκηνοθέτη Ντανιέλ Καλπαρσόρο, η οποία ακολουθεί με προσήλωση και επιμέλεια τις διδαχές και τις αξίες που οφείλει να σέβεται κάθε heist movie. Τα πάντα θα ξεκινήσουν μία βροχερή μέρα στη Βαλένθια, όταν πέντε ληστές θα εισβάλλουν με στυλ κι οργάνωση σε μία τράπεζα. Το σχέδιο διαφυγής μοιάζει αψεγάδιαστο κι ευρηματικό. Η λεία συγκεκριμένη και πλουσιοπάροχη, τα κίνητρα απλά και ξεκάθαρα. Τίποτα όμως δεν είναι ακριβώς όπως φαίνεται κι η αδυναμία διαφυγής θα ξεδιπλώσει μία σειρά από, όχι και τόσο καλά κρυμμένα, μυστικά.
Το Ποιος κλέβει ποιον; φέρεται έξυπνα και πονηρά, καταφεύγοντας με πειθαρχία σε όλα τα κόλπα και τα τεχνάσματα που απαιτεί το genre που υπηρετεί. Ο Καλπαρσόρο, από την πρώτη κιόλας στιγμή που μας εγκλωβίζει στο κτίριο της πολιορκούμενης τράπεζας, παιχνιδίζει με τον χώρο. Διασπά τη δράση και την κίνηση εντός της τράπεζας σε πολλά και διακριτά επίπεδα, μεγαλώνοντας τις διαστάσεις της. Ταυτόχρονα, κινηματογραφεί κλειστοφοβικά και ερμητικά το δεύτερο επίπεδο δράσης, στους σκοτεινούς διαδρόμους των πολιτικών δολοπλοκιών και συγκαλύψεων. Το «μέσα» αποκτά, λοιπόν, διαστάσεις ευρύχωρες, ενώ το «έξω» λαμβάνει μία χροιά ασφυκτική, εξαιτίας των όσων διακυβεύονται και των μηδενικών περιθωρίων λάθους. Παράλληλα, κάθε πλάνο είναι ντυμένο σε χρώματα και τόνους βροχής, η οποία κάθε άλλο παρά διακοσμητικό στοιχείο αποτελεί. Η βροχή θα αποτελέσει καμβά των όσων συμβαίνουν σε επίπεδο δρώμενων αλλά και μύχιων σκέψεων, προοικονομώντας (και δικαιολογώντας υπό μία έννοια) τον κομβικό δραματουργικό της ρόλο μέχρι το τέλος.
Από εκεί και πέρα, η ταινία πατά με πυγμή και αυτοπεποίθηση στο σεναριακό της πλάνο, με το δουλεμένο μοντάζ να δίνει τη σκυτάλη σε κάθε προσθήκη δεδομένων, σε κάθε νέα πληροφορία που ταράζει τα ήδη θολωμένα νερά. Το Ποιος κλέβει ποιον; δεν βασίζεται σε κάποια ολική ανατροπή. Δεν καλεί τον θεατή να ανακαλύψει ένα θαμμένο μυστικό που θα αλλάξει τους συσχετισμούς δυνάμεων και ηθικής ισορροπίας. Αντιθέτως, βασίζεται σε ένα ντόμινο αλλεπάλληλων μικρών ανατροπών, που στοιβάζονται η μία πάνω στην άλλη. Χωρίς καμία ανάγκη προσμονής κάποιας μεγαλεπήβολης έκπληξης, αλλά με ένα σταθερό τέμπο αγωνίας και περιέργειας για τα μελλούμενα. Χωρίς χρονοτριβές και περιττές φλυαρίες στις αποκαλύψεις, με μία ιστορία που γκαζώνει εξαρχής και διατηρεί ένα, όχι φρενήρες, αλλά γοργό τέμπο. Και με όλα εκείνα τα μικρά καρυκεύματα μιας old school ταινίας ληστείας, που έχουμε μάθει να αγαπούμε από το παλιό καλό αμερικάνικο σινεμά.
Με τους υποτιθέμενους κακούς που κερδίζουν την αμέριστη συμπάθειά μας και με μικρές δόσεις χιούμορ. Με εναλλαγή χαλαρότητας και έντασης και με καλογυμνασμένους (με τη μεταφορική, φυσικά, έννοια του όρου) ηθοποιούς. Με τον υπαρχηγό (κάτω μόνο από τον αρχηγό Χαβιέρ Μπαρδέμ) της σύγχρονης ισπανικής υποκριτικής Λουίς Τοσάρ να επωμίζεται το βάρος του αναγκαίου στιβαρού coolness. Με τον Ροντρίγκο ντε λα Σέρνα, που είχαμε δει ως συνοδοιπόρο του Τσε στα Ημερολόγια μοτοσικλέτας, κάθιδρο, εύπλαστο, οιστριονικό. Με τον Ραούλ Αρεβάλο, που μας είχε συστηθεί εμφατικά στο μουντό και βροχερό αστυνομικό θρίλερ Το μικρό νησί, να κουβαλά την αγριάδα του αθέατου σκοτεινού mastermind.
Αν υποψιάζεστε από τα γραφόμενά μας πως όλα κυλούν τέλεια, σας διαβεβαιώνουμε πως η απάντηση είναι σαφέστατα αρνητική. Ορισμένα subplots δεν είχαν εξαρχής κανένα λόγο ύπαρξης, ενώ κάποια άλλα αφήνονται στη λήθη και την αφάνεια, αφότου εξυπηρετήσουν τον υποτυπώδη σκοπό τους. Επιπλέον, η ταινία δυστυχώς δεν αρκείται στο παράλληλο επίπεδο της καλοστημένης πολιτικής ίντριγκας και υποκύπτει στον πειρασμό να προσθέσει αχρείαστες σφήνες πρόσθετης και πρόχειρης πολιτικής ευαισθητοποίησης. Παρόλα αυτά, το πρόσημο είναι σίγουρα θετικό για μία καλοστημένη ταινία είδους, η οποία σέβεται τις καταβολές της, χτίζει την υπόθεσή της μέσα από μία ολοκληρωμένη ιστορία και όχι μέσα από τυχάρπαστες αφορμές και η οποία αποφεύγει να μας βομβαρδίσει τόσο με ατελείωτες εκρήξεις όσο και με αφόρητα κλισέ.