What's On Borg vs. McEnroe

23 Αυγούστου 2018 |

0

Borg vs. McEnroe

Σκηνοθεσία: Γιάνους Μετς Πέντερσεν

Παίζουν: Σβέριρ Γκούντνασον, Σάια ΛαΜπεφ, Στέλαν Σκάρσγκαρντ

Διάρκεια: 100′ 

Καλοκαίρι, 1980. Το λονδρέζικο κοινό ετοιμάζεται να υποδεχτεί για μία ακόμα χρονιά το αρχαιότερο και σπουδαιότερο τουρνουά τένις του πλανήτη, το Ουίμπλεντον. Αδιαφιλονίκητος ηγεμόνας του χορταριού είναι ο 24χρονος Σουηδός Μπιορν Μποργκ, ο οποίος μετρά ήδη τέσσερις απανωτές κατακτήσεις και όλοι αναμένουν να συνεχίζει τη βασιλεία του. Τούτη τη φορά όμως, ορθώνει το ανάστημά του ένας αντίπαλος που δείχνει ικανός να τον εκθρονίσει. Πρόκειται για τον 21χρονο Αμερικανό Τζον Μακενρό. Ανάμεσα στους δύο άντρες θα αναπτυχθεί μία ιδιότυπη σχέση ανταγωνισμού που έμελλε να σημαδέψει την ιστορία του αθλήματος.

Όπως σημειώνεται εύστοχα στην αρχή της ταινίας, μέσα από τα λόγια του τιτάνα Αντρέ Αγκάσι, το τένις χρησιμοποιεί τη φρασεολογία της ίδιας της ύπαρξης. «Advantage, service, fault, break, love». Κάθε αγώνας είναι μια μικρογραφία της καθημερινής ζωής. Και το κυριότερο στοιχείο που η ζωή εκτός αγωνιστικού χώρου και το κάθε «παιχνίδι» μοιράζονται είναι η απόλυτη, ανεξάντλητη και ανυπέρβλητη μοναξιά. Και είναι αυτή η μοναξιά που οριοθετεί το πρίσμα υπό το οποίο εξετάζονται οι δύο μύθοι της συγκεκριμένης ταινίας και που τους προσδίδει την αναγκαία ανθρώπινη διάσταση. Τους οδηγεί στην αναγκαία έκπτωση από το μυθικό τους status quo, επιλογή απαραίτητη για την εγκαθίδρυση οποιασδήποτε ταύτισης με τον θεατή.

Ο Μποργκ, χωρίς να έχει συμπληρώσει καν τα 25 του χρόνια φαίνεται και φέρεται σαν παλαίμαχος. Αυτό όμως δεν οφείλεται σε κάποιον κορεσμό λόγω της πρώιμης και αδιάκοπης επιτυχίας, ούτε στην αξιοζήλευτη συλλογή ρεκόρ  που είχε να επιδείξει σε εκείνο το σημείο της καριέρας του. Ο Σουηδός τενίστας, σχεδόν σε ανύποπτο χρόνο, άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι διάγει τον βίο του κλεισμένος εντός ασφυκτικών καβαφικών τειχών. Τείχη που δημιούργησαν γι’ αυτόν άλλοι, με πρώτο και κύριο τον επί χρόνια προπονητή του, όσο ο ίδιος έκανε πώς δεν έβλεπε. Έχει βρεθεί φυλακισμένος στον ίδιο του το θρόνο να παρατηρεί ότι οι θυσίες στις οποίες προέβη κόστισαν ανυπολόγιστα περισσότερο από όσο αρχικά νόμιζε. Ο ρομποτικός τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε την κάθε μάχη εντός των γραμμών, οι εξαντλητικά προμελετημένες ενέργειες –ο Μποργκ έμοιαζε να γνωρίζει το ακριβές σκορ κάθε αγώνα του από το πρώτο δευτερόλεπτο– παρουσιάζονται εκκωφαντικά ανεπαρκείς για να αντιμετωπίσει τη ζωή εκτός τερέν. Στέκει, λοιπόν, εξωτερικά ανέκφραστος, θεατής της κατάρρευσης του οικοδομήματός που τόσο μεθοδικά έφτιαξε.

Ο Μακενρό, από την άλλη, στέκει σαν γνήσιο κινηματογραφικό αντίβαρο του Σουηδού. Νεότερος και γεμάτος πάθος, έχει καταφέρει να γεννήσει το μίσος του βρετανικού κοινού με την αναιδή συμπεριφορά του. Πρόκειται για ένα διαβόητο κατόρθωμα˙το κοινό της αντισφαίρισης, πόσο μάλλον του Γουίμπλεντον, φημίζεται για την ψυχραιμία και το υποστηρικτικό πνεύμα του. Ο Αμερικανός, αψηφώντας θεούς και δαίμονες και πιστεύοντας με θράσος στην αξία και τη δίψα του, συμπεριφέρεται αντι-τενιστικά. Βρίσκεται και ο ίδιος όμως στη δική του απομόνωση. Στέκεται στη σκιά ενός άλλου άνδρα, κάτι το οποίο ο εγωιστικός χαρακτήρας αδυνατεί να συλλάβει και στο οποίο αντιδρά με μένος. Δε μπορεί να συγκρατήσει τη χειμαρρώδη ένταση που αναβλύζει από μέσα του και προκαλεί τον ενδιαφέρον μέσα από τη συμπεριφορά του και όχι από τις εξαίσιες επιδόσεις του, προξενώντας έτσι ένα ακόμα πλήγμα στον εγωισμό του.

Οι δύο τενίστες είναι φιγούρες συμπληρωματικές μέσα στο αντιθετικό σύνολο που συγκροτούν. Όσα και αν τους χωρίζουν, μοιράζονται κάτι πολύ σημαντικό. Βρίσκονται καταδικασμένοι στη φυλακή του συναισθήματος. Ο ένας έχοντας διαλέξει να το αποβάλει δια παντός και ο άλλος έρμαιο της αδυναμίας του να το ελέγξει. Έτσι, ο αλεξίθυμος Μποργκ και ο οξύθυμος Μακενρό, γίνονται συνοδοιπόροι και όχι αντίπαλοι. Συμπαραστάτες σ΄έναν κοινό αγώνα, μαχόμενοι από διαφορετικό μέτωπο. Δραματικά, απόλυτα και ανοχύρωτα μόνοι, ικανοί να μοιραστούν το βαρύ φορτίο μόνο μεταξύ τους. Όταν συναντούνται δεν είναι καθόλου ιερά τέρατα. Δε μπορεί κανείς να βρει τον καλό και τον κακό. Είναι γυμνοί και ανυπεράσπιστοι. Παραδομένοι ο ένας στη ρακέτα του άλλου και έτοιμοι, αμφότεροι ίσως για πρώτη φορά, να βιώσουν την ουσία αυτού του άγονου αγώνα.

Οι ζωές των δύο αθλητών μετά από εκείνο το καλοκαίρι υπήρξαν αρκετά ταραχώδεις, αλλά σοφά δεν παρουσιάζονται στην ταινία. Όποιος γνωρίζει την μετέπειτα εξέλιξή τους, μπορεί να αντιληφθεί μέσα από τους χαρακτήρες της ταινίας ποιοι παράγοντες την προκάλεσαν.  Για τον Δανό δημιουργό Γιάνους Μετζ Πέντερσεν, που κινηματογραφεί με στοργή, στιβαρότητα και κατανόηση, σημασία έχει η ταύτιση των δύο στο σημείο εκείνο. Του ανηδονικού και καταθλιμμένου Μποργκ, που σαν άλλος Σίσυφος πρέπει να αποδεικνύει αδιάκοπα ότι είναι ο καλύτερος όλων και να δικαιώνει τις προσδοκίες άλλων, και του νεοσσού Μακενρό, που ζητά να γίνει δεκτός και αντιληπτός με όλο του το πάθος, σε μια διαρκή εσωτερική μάχη.

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί και η εξής ιδιαιτερότητα στο καστ της συγκεκριμένης ταινίας: Ο Σβέριρ Γκούναρσον, παρουσιάζει απίθανη φυσιογνωμική ομοιότητα με τον Μπιορν Μποργκ. Ο Σάια ΛαΜπέφ όμως είναι αυτός που με το συγκεκριμένο ρόλο μοιάζει να εκπληρώνει μια προφητεία. Ο χαρακτήρας του Μακενρό έχει τόσο πολλές ομοιότητες με αυτόν του Αμερικανού ηθοποιού που είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς οποιονδήποτε άλλον να ερμηνεύει αυτόν τον εκρηκτικό αντιήρωα. Και οι δύο, πάντως, αποδίδουν τα μέγιστα και βοηθούν ώστε η αναπαράσταση του σπουδαιότερου αγώνα τένις του προηγούμενου αιώνα να λάβει την αρμόζουσα κινηματογραφική μεταχείριση.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑