What's On Allonsanfan

4 Σεπτεμβρίου 2017 |

0

Allonsanfan

Σκηνοθεσία: Παόλο και Βιτόριο Ταβιάνι

Παίζουν: Μαρτσέλο Μαστροϊάνι (ναι, μόνο αυτός!)

Διάρκεια: 111′

Έτος παραγωγής: 1974

Έχει ειπωθεί πως οι τιμιότερες επαναστάσεις είναι αυτές που δεν στέφθηκαν με επιτυχία. Έχει επίσης λεχθεί πως η Ουτοπία υπάρχει και μας περιμένει, απλώς εμείς δεν την έχουμε ανακαλύψει ακόμη. Ίσως τελικά, η Ουτοπία να υφίσταται, με μοναδικό σκοπό να μην ανακαλυφθεί ποτέ. Ίσως η Ιστορία να μην γράφεται μονάχα από τα ψέματα των νικητών, αλλά και από τις ψευδαισθήσεις των ηττημένων. Ό,τι και να ισχύει από τα παραπάνω, οι αδερφοί Ταβιάνι ανέλαβαν να ιχνηλατήσουν το μονοπάτι προς μία κινηματογραφική Ουτοπία και να δώσουν απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο έχει νόημα μία δονκιχωτικού τύπου δράση.

Στη θέση του καβαλάρη στον Ροσινάντε, ένας σαρωτικά αποκαμωμένος και καθ’ έξη ηττημένος επαναστάτης, υποδυόμενος από τον τυφώνα γοητείας που ακούει στο όνομα Μαρτσέλο Μαστροϊάνι. Εξαντλημένος και αγανακτισμένος από τη συμπεριφορά των επαναστατών – συντρόφων του, αλλά και εν γένει από τις κακουχίες και τις συνεχείς απογοητεύσεις της στρατευμένης ζωής, εγκαταλείπει τον αγώνα και αναζητεί καταφύγιο στην οικογενειακή εστία. Μια εστία πικραμένη από την αποστασία του, αλλά πάντα πρόθυμη να ανοίξει τις χρυσοποίκιλτες πύλες της για χάρη του απολωλότος προβάτου.

Το φιλμ είναι ευδιάκριτα χωρισμένο σε δύο μέρη, με το καθένα εκ των δύο, εντέχνως και σκοπίμως, να διέπεται από ένα ολότελα διαφορετικό μουσικό μοτίβο. Η μουσικότητα αυτή, όμως, δεν είναι απλώς επιβοηθητική και συμπληρωματική, αλλά καθοδηγεί την αφήγηση. Της δίνει στίγμα, παλμό και χρωματισμό, οικοδομεί την ηθική και δομική της υπόσταση. Στο πρώτο μέρος, κυριαρχεί ένα ανάλαφρο, αποπνέον θαλπωρή και γαλήνη, μοτίβο. Το συνεχώς επαναλαμβανόμενο «ντιριντιντί», που σιγοτραγουδά με περισσή εμμονή ο παραστρατημένος αγωνιστής.

Ένας σκοπός λυτρωτικής ανεμελιάς που λειαίνει το έδαφος για την αποδοχή του ένοχου πειρασμού της κατάθεσης των όπλων. Η επιστροφή και η παλιννόστηση επιφέρουν την Αναγνώριση, που θα συντελεστεί με μυστικιστική ευλάβεια, ευρισκόμενη στο ακριβές ενδιάμεσο της χριστιανικής παραβολής του ασώτου υιού και της ομηρικής Οδύσσειας. Επί της ουσίας, στο πρώτο μέρος η κάμερα είναι σφηνωμένη στα μάτια του κεντρικού ήρωα, τον οποίο εμείς ακολουθούμε κατά πόδας. Υιοθετούμε την οπτική του, ταυτιζόμαστε ασυναίσθητα μαζί του.

Στο δεύτερο μέρος, επέρχεται η ρήξη, η ολική ανατροπή. Αρχικά, από την εμφάνιση των φαντασμάτων του παρελθόντος (σύντροφοι – αγαπημένη), τα οποία εισβάλλουν βίαια σε ένα κόσμο αδρανή και άχρονο. Και διαταράσσουν ανεπανόρθωτα έναν παράδεισο υπνωτιστικό και τρυφηλό, ολίγον αποβλακωμένο, ολίγον φτιαγμένο για οιονεί νεκρούς πρωτόπλαστους δεύτερης και τρίτης γενιάς. Περίπου σε αυτό το σημείο, αλλάζει ευφυώς και το μουσικό μοτίβο, το οποίο λαμβάνει πλέον διαστάσεις επικού εμβατηρίου. Η οπτική γωνία του πρωταγωνιστή, η οποία ως εκείνη τη στιγμή συμπίπτει με τη δική μας, τίθεται πλέον στο περιθώριο, παραγκωνίζεται. Μία νέα οπτική την αντικαθιστά, στην οποία ανατίθεται το καθήκον να κινήσει τα νήματα.

Τη νέα αυτή θεώρηση εκφράζει και ενσαρκώνει ο Αλονζανφάν, ο οποίος λειτουργεί περισσότερο ως σύμβολο και έννοια παρά ως υπαρκτό πρόσωπο. Ανάλογη συμβολική χροιά έχει και η λυρική -σχεδόν φαντασιακή- αυτοκτονική εκστρατεία, στην οποία αναγκάζεται να συμμετάσχει, περίπου δια του εξαναγκασμού, ο βαθιά συνθηκολογημένος επαναστάτης. Κι όμως, η μάχη μαίνεται ακόμη στα κατάβαθα του υποσυνείδητου. Τα ολόγιομα από ερωτισμό όνειρα φέρνουν στο νου θύμισες μακρινές και ξεχασμένες. Μια ανεξέλεγκτη θανατερή γοητεία, μια ακατανίκητη έλξη, η νύξη ενός πρωτογενούς πάθους, ορμητικού όσο η ροή του αίματος σε μία ανοιχτή βαθιά πληγή.

Ο Πάολο και ο Βιτόριο Ταβιάνι προσεγγίζουν την ιστορία τους με όρους διαλεκτικής, αλλά (ευτυχώς) χωρίς ορθόδοξες αγκυλώσεις. Αντιπαραθέτουν και συνθέτουν, αλλά δεν κινούνται αμιγώς ευθύγραμμα, μήτε υποπίπτουν στον πειρασμό ενός τελεολογικού σκοπού. Και φτιάχνουν μία ονειρώδη ελεγεία στην ηδονική ψυχοπαθολογία της ήττας, στον συλλογικό ψυχισμό που βολοδέρνει σαν καρυδότσουφλο σε θύελλα, στον ατομικό ψυχισμό που αδυνατεί να συμφιλιωθεί με την εύθραυστη φύση του, σε όλες τις μικροπρεπείς και μεγαλειώδεις πτυχές του κάθε (αυτόκλητου ή μη) υψηλού ιδανικού, στις όμορφες ιστορίες που όμορφα καίγονται.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑