Secuestro

Σκηνοθεσία: Μαρ Ταργαρόνα 

Παίζουν: Μπλάνκα Πορτίγιο, Αντόνιο Ντετσέντ

Διάρκεια: 105´

Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί η 65χρονη Mar Targarona, μετά το Mor, vida meva, του 1996, με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Χωραφά! Στις 26 Οκτωβρίου θα βγει στις ισπανικές κινηματογραφικές αίθουσες και η τρίτη της ταινία, με τίτλο El fotógrafo de Mauthausen, βασισμένη σε πραγματική ιστορία και με πρωταγωνιστή τον Mario Casas! Μαζί με τον σύζυγό της έχει δημιουργήσει την καταλανική εταιρία παραγωγής Rodar y Rodar, η οποία ευθύνεται για μια σειρά από ενδιαφέροντα εμπορικά θρίλερ, που έχουμε δει και στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια.

Το σενάριο της ταινίας Απαγωγή (Secuestro) το υπογράφει ο Oriol Paulo. Και πρόκειται για την τέταρτη ταινία που βασίζεται σε σενάριό του, που βλέπουμε στην Ελλάδα, μετά από τις εξής τρεις: α) Τα μάτια της Τζούλια (2010) σε σκηνοθεσία του Guillem Morales (την ταινία την είδαμε στην Ελλάδα το 2011), β) Το σώμα, σε σκηνοθεσία του ίδιου του Paulo (την ταινία την είδαμε στην Ελλάδα το 2016!), γ) Αόρατος επισκέπτης (2016) σε σκηνοθεσία και πάλι του ίδιου του Paulo (ταινία που είδαμε στη χώρα μας πέρσι, με έναν χρόνο καθυστέρηση). Άρα, ο Paulo έχει σκηνοθετήσει δύο από τα τέσσερα σενάριά του. Σκηνοθετεί και το πέμπτο του με τίτλο «Mirage», με ημερομηνία εξόδου στην Ισπανία 30 Νοεμβρίου τρέχοντος έτους. Λογικά θα τη δούμε το ερχόμενο καλοκαίρι στη χώρα μας…

Η Πατρίτσια ντε Λούκας είναι μια πολύ ικανή και πολύ επιτυχημένη δικηγόρος. Ο Βίκτορ είναι ο πιτσιρικάς (και με προβλήματα ακοής) γιος της. Πατέρας δεν φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα: η Πατρίτσια έχει αποκρύψει επιμελώς και με επιτυχία την ταυτότητά του. Μια μέρα, μετά από άλλη μια επιτυχημένη παρουσία της στα δικαστήρια, την καλούν στην αστυνομία. Εκεί την ενημερώνουν πως βρήκαν τον Βίκτορ με ματωμένο το πρόσωπο, να περιφέρεται μόνος του στο παρακείμενο από το σχολείο του δάσος. Ο Βίκτορ ισχυρίζεται πως κατάφερε να δραπετεύσει από έναν άντρα, που τον είχε απαγάγει!

Η αστυνομία κινητοποιείται κι αφού δείξει φωτογραφίες υπόπτων στον μικρό Βίκτορ, ο κύριος ύποπτος συλλαμβάνεται μετά από δική του υπόδειξη. Ωστόσο, τα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι ακλόνητα και ο υποτιθέμενος απαγωγέας αφήνεται ελεύθερος από την αστυνομία. Η Πατρίτσια, νιώθοντας φόβο για την ασφάλεια του γιου της, παρασύρεται και υποκύπτει, ως μητέρα, σε κάτι που δεν έχει κάνει ποτέ πριν: παίρνει τη δικαιοσύνη στα χέρια της. Η κατάσταση κλιμακώνεται εκτός ελέγχου και οι συνέπειες είναι απρόβλεπτες…

Oriol Paulo, λοιπόν, ο άνθρωπος που θέλει κατά πως φαίνεται να γίνει η ισπανική βερσιόν της Agatha Christie για τον 21ο αιώνα. Τα σενάριά του είναι πολύ χαρακτηριστικά. Ξεκινούν με ένα τρομερά αναπάντεχο συμβάν κι έπειτα, ακολουθώντας μια αλληλουχία ανατροπών (όσο πιο απίθανων, τόσο το καλύτερο!), καταλήγουμε στην αποκάλυψη της αλήθειας που είναι ακόμη πιο απίθανη!

Στα τρία προηγούμενα σενάριά του (τα οποία αναφέρουμε στον πρόλογο) όλο αυτό οικοδόμημα, με κάποιον τρόπο, κατόρθωνε κι έμενε όρθιο, παρά το γεγονός ότι ερχόταν σε αντίθεση με κάθε νόμο, με κάθε γραμματική, με κάθε συντακτικό της κινηματογραφικής ιστορίας. Ο μέσος θεατής έχει την καλή διάθεση και εντέλει πείθεται να κάνει τα στραβά μάτια μπροστά στο βιασμό της λογικής. Τον ελκύει η ίντριγκα και βρίσκει συναρπαστικό όλο αυτό το παρά φύσιν οικοδόμημα, το οποίο το βιώνει ως οργασμικό mindfuck!

Το βλέπω και στο βιντεοκλάμπ όπου εργάζομαι: άνθρωποι που βλέπουν ταινίες ωσάν να καταναλώνουν πασατέμπο και δεν θέλουν και να το πολυκουράσουν και τους αρέσουν τα θρίλερ αλλά τρομάζουν στην ιδέα ότι θα δουν κάτι σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα εκτός από τα αγγλικά, επιστρέφουν εκστασιασμένοι από τη στιγμή που δοκιμάσουν λίγο Oriol Paulo, και κάνουν όπως η Kirsten Dunst στο Συνέντευξη με έναν βρικόλακα, αφού έχει πιει για πρώτη φορά αίμα και λέει το περίφημο «I want some more»! Ιδίως ο Αόρατος επισκέπτης γνωρίζει τρομερές πιένες! Ε, λοιπόν, στη συγκεκριμένη ταινία το όλο οικοδόμημα καταρρέει κάτω από το βάρος των περίφημων απιθανοτήτων του Paulo! Είναι το πρώτο σενάριό του στο οποίο ο θεατής αντί να μένει με το στόμα ανοιχτό από την καλώς εννοούμενη έκπληξη, βιώνει μια δυσάρεστη αίσθηση απορίας.

Η αρχή έχει μπόλικο μυστήριο. Γιατί βρίσκεται το παιδάκι με ματωμένο κεφάλι στη μέση του πουθενά; Ποιο είναι αυτό το παιδάκι; Ποιοι οι γονείς του; Όταν μισή ώρα μέσα στην ταινία λύνεται αυτό το μυστήριο, το οποίο λειτουργεί ουσιαστικά ως έναυσμα για να υποκύψει η δικηγόρος μητέρα σε mood «αμάρτησα για το παιδί μου», το πράγμα χάνει κάθε ενδιαφέρον. Η δε τελική λύση της ταινίας είναι τόσο άτοπη κι εύθραυστη, που θαρρείς πως γράφτηκε στο πόδι, στο στυλ «απόψε αυτοσχεδιάζουμε»!

Οι νύξεις για σοβαρά πράγματα, όπως το μπούλινγκ (που είναι τραγικά επίκαιρο αυτές τις μέρες στη χώρα μας, εξ αφορμής της αυτοκτονίας του νεαρού εφήβου πριν λίγες ημέρες) λειτουργούν ως ντεσού, ως παραγέμισμα, ως ντεκόρ, ως ένα εύρημα και τίποτα παραπάνω. Δεν υπάρχει ουσιαστική ενασχόληση με το θέμα: είναι το τρικ που χρησιμοποιεί ο σεναριογράφος για να μας μπάσει απλώς στο μεγάλο κόλπο.

Πέρα από το προβληματικό σενάριο, όμως, εδώ δεν βοηθούν ούτε η σκηνοθεσία ούτε οι ερμηνείες, που θα μπορούσαν να σώσουν κάπως την κατάσταση. Ακόμα και η αφίσα είναι παραπλανητική: το πρόσωπο της μητέρας δικηγόρου σχηματίζεται από κλαδιά δέντρων από ένα δάσος, παραπέμποντας σε μάγισσα ή σε κάτι μεταφυσικό τέλος πάντων. Καμία σχέση. Τίποτα μεταφυσικό σε αυτήν την ταινία, αλλά και τίποτα να εκτυλίσσεται φυσιολογικά. Κρίμα.

  • Αναδημοσίευση από το MoviesLtd




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑