What's On Η οροσειρά των ονείρων (La Cordillera de los Sueños)

24 Οκτωβρίου 2019 |

0

Η οροσειρά των ονείρων (La Cordillera de los Sueños)

Ο 78χρονος Χιλιανός ντοκιμαντερίστας Πατρίσιο Γκουσμάν αυτοεξορίστηκε από την πατρίδα του το 1973, όταν ξέσπασε η στυγερή χούντα του Αουγκούστο Πινοτσέτ, καλύπτοντας τη χώρα με ένα πέπλο ολέθρου και φόβου. Ακόμη και μετά την κακήν κακώς παλινόρθωση της δημοκρατίας, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο Γκουσμάν δεν βρήκε ποτέ τη δύναμη και το κουράγιο να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη. Η Χιλή, στα πληγωμένα του μάτια, παρέμεινε μια χώρα ακρωτηριασμένη και λειψή. Ένας τόπος ατέρμονης θλίψης που δεν βρήκε ποτέ τον τρόπο να ανακάμψει από ένα τραύμα βαθύ και ανεπούλωτο.

 

Ο Γκουσμάν, ισόβια εξοστρακισμένος από τη γενέθλια γη, αφιέρωσε όλη του την καριέρα σε αυτή τη βασανισμένη λωρίδα της Λατινικής Αμερικής. Σε αυτό το μακρύ κορδόνι που απλώνεται στον χάρτη, που φυλακίζεται και συγχρόνως προστατεύεται από δύο απροσπέλαστα όρια: τον Ειρηνικό Ωκεανό από τα δυτικά και τις Άνδεις από τα ανατολικά. Ο Γκουσμάν, ατενίζοντας και αγναντεύοντας τη Χιλή από μακριά, αναγκάστηκε να κοιτάξει απευθείας στην ψυχή της. Και επέστρεφε σε αυτήν με κάθε του ταινία, μόνο και μόνο για να θυμηθεί από πρώτο χέρι πως (και πώς) την έχασε οριστικά και αμετάκλητα.

Ο Γκουσμάν ψαχούλεψε την πληγή, κουλουριάστηκε στη μνήμη, σμίλευσε τον ανθρώπινο πόνο με την ασάλευτη φύση. Και σκάρωνε κάθε φορά ένα μάταιο νόστο, που κατέληγε στην υπενθύμιση της απουσίας. Η κινηματογραφική τριλογία του Πατρίσιο Γκουσμάν είναι μια ατελής παλιννόστηση, η περιφορά ενός αβάσταχτου καημού που ταξιδεύει στο όνειρο του χρόνου. Το μέλλον εγγράφεται στο προαιώνιο παρελθόν, τα όσα έπονται δεν είναι παρά μια ανάμνηση που δεν προλάβαμε να ζήσουμε ακόμη.

 

Το Νοσταλγώντας το φως (2010) ένωσε τις ματωμένες τελείες ανάμεσα στην απεραντοσύνη της ερήμου Ατακάμα και τον πεντακάθαρο έναστρο ουρανό που προσελκύει αστρονόμους και επιστήμονες από ολόκληρο τον κόσμο. Μια κοσμική χοάνη όπου το μοιρολόι και οι κραυγές των αδικοχαμένων ενώνονται με τη βοή του ανέμου και τον θόρυβο της ησυχίας. Οι ιθαγενείς που σφαγιάστηκαν από τους κονκισταδόρες, οι ανθρακωρύχοι που πέθαναν σαν μυρμήγκια από παιδικό δάχτυλο, οι βασανισμένοι της δικτατορίας του Πινοτσέτ με τους καλοδιατηρημένους σκελετούς που αντιστέκονται στη βίαιη λήθη, σε ένα φέρετρο από άμμο, αστερόσκονη, φως και σκοτάδι.

Πέντε χρόνια αργότερα, στο Μαργαριταρένιο κουμπί, ο Γκουσμάν βουτά στις υδάτινες δίνες της Παταγονίας και γονατίζει με δέος μπροστά στην έλλειψη δέους των ιθαγενών, όταν μιλούν για το σύμπαν και τα μυστήριά του. Λαχταρά να ακούσει μια γλώσσα που θαρρείς μιλιέται πριν τον άνθρωπο, να προφέρει τις λέξεις που χρησιμοποιούν οι αυτόχθονες για το νερό, το κύμα, τη νύχτα, το αστέρι, τον καλό και τον κακό άνθρωπο (αλλά όχι για τον θεό, καθώς ο καθάριος κόσμος τους δεν έχει ανάγκη από τέτοιες λέξεις). Το νερό, πηγή και κατάληξη των πάντων, κουβαλά μέσα του μυστικά ζωής και θανάτου και αναρωτιέται με φωναχτό παφλασμό: αν τυχόν υπάρχουν κι άλλοι κόσμοι, είναι δυνατόν να είναι τόσο σκληροί και αδυσώπητοι όσο ο δικός μας;

Η οροσειρά των ονείρων, το καταληκτικό σκέλος της τριλογίας του Γκουσμάν, κινείται στο ίδιο μοτίβο: είναι καμωμένη από το υλικό που πραγματεύεται, κινείται και ξεδιπλώνεται σαν τον τόπο που υμνεί. Σαν ένας αντίλαλος μακρινός, παραμορφώνεται ανάμεσα σε πλαγιές και βουνοκορφές, παλεύοντας να αγγίξει τον ουρανό. Σαν πέτρα, αντιστέκεται στο διαβρωτικό πέρασμα του χρόνου, προσπαθεί να στραγγίξει το ατελείωτο αίμα που έχει χυθεί στην επιφάνειά της. Η Κορδιγιέρα των Άνδεων, που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα του εμβαδού της χώρας, δεσπόζει επιβλητικά και εκφοβιστικά ως στερνό καταφύγιο και τελικό σύνορο. Ορατή από σχεδόν κάθε σημείο της χώρας, απρόσιτη, ακατοίκητη και ανεξερεύνητη ακόμη και σήμερα, λειτουργεί ως μια απεχθής και απρόθυμη υπενθύμιση. Της δικαιοσύνης που ποτέ δεν αποδόθηκε, της μνήμης που μεταμφιέστηκε για να πείσει τον εαυτό της ότι έσβησε, της φρίκης που ποτέ δεν βρήκε ανακούφιση και ηθική αποκατάσταση.

Η οροσειρά, ατέρμονη και απαλλαγμένη από την έννοια της μίας και μοναδικής κορυφής, μοιάζει με κυλιόμενο όνειρο που βλέπεις με ορθάνοιχτα μάτια. Και αφήνει το τελικό επιμύθιο μια ψιθυριστής κραυγής. Η Χιλή του Γκουσμάν, μια απέθαντη ψυχή καταδικασμένη σε μόνιμα γεράματα, χωρίς το απάγκιο της παιδικής ηλικίας. Η αθωότητα νικημένη από τη βία της Ιστορίας.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑