Έγκλημα κάτω από τον ήλιο

Σκηνοθεσία: Γκάι Χάμιλτον

Παίζουν: Πίτερ Ουστίνοφ, Μάγκι Σμιθ, Τζέιν Μπίρκιν, Τζέιμς Μέισον

Διάρκεια: 117′

Τέσσερα χρόνια μετά το Έγκλημα στον Νείλο (1978), ο Πίτερ Ουστίνοφ φορά και πάλι εκείνο το θανατηφόρα περιπαικτικό και σαρδόνιο μειδίαμα, βιώνοντας τις πλέον ονειρεμένες διακοπές που θα μπορούσε να φαντασιωθεί ο Ηρακλής Πουαρό. Ο ευτραφής Βέλγος ντετέκτιβ (αγαπημένο κωμικό ενσταντανέ του «πουαρικού» θρύλου η διευκρίνιση της βελγικής -και όχι της γαλλικής όπως πιθανολογούν άπαντες οι λοιποί χαρακτήρες- καταγωγής) συνδυάζει τα μπάνια του στην Αδριατική με τη γνώριμη επίλυση ενός μυστηρίου που διακλαδίζεται σε χίλιους και έναν πιθανούς συνδυασμούς ενοχής και συνωμοσίας.

Ως γνωστόν, η Άγκαθα Κρίστι είχε μετατρέψει τα φονικά σε αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής ζωής τόσο του Ηρακλή Πουαρό όσο της Μις Μαρπλ. Τα δύο τέκνα του σύμπαντος της Άγκαθα δεν εμφανίζονται ως από μηχανής θεοί για να εξιχνιάσουν ένα έγκλημα, αλλά μάλλον κουβαλούν σε κάθε παρέα όπου θα τύχει να βρεθούν το αγαπημένο τους παιχνίδι: ένα πολύπλοκο παζλ υπόπτων για μια δολοφονία που είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένο ότι θα συμβεί.

Το Evil Under the Sun (η δύναμη του αυθεντικού τίτλου ολίγον τι χάνεται στη μετάφραση) είναι τέκνο μιας άλλης κινηματογραφικής εποχής, η οποία δυστυχώς μοιάζει να εκπίπτει στο στάτους της ρετρό νοσταλγίας. Κι όταν λέμε “δυστυχώς”, αυτό που έχουμε κατά νου είναι η μάλλον αποθαρρυντική διαπίστωση ότι το τόσο χαρακτηριστικό και ιδιοφυές wit αυτής της κάστας ταινιών, που ισορροπούσε ιδανικά ανάμεσα στην ανεπαίσθητη ειρωνεία και το υποδόριο εγκεφαλικό χιούμορ, θεωρείται πλέον λίγο ή πολύ ξεπερασμένο. Κι όμως, τουλάχιστον στο τεφτέρι του συντάκτη, οι ατάκες, οι διάλογοι, οι υπόνοιες και οι λεπτεπίλεπτοι αστεϊσμοί αυτού του κινηματογραφικού υπο-είδους εκπέμπουν, πέρα από μια απαράμιλλη αίσθηση στυλ, μια μάλλον οξύμωρη αίσθηση αυθεντικότητας.

Μια ιδιόμορφη γνησιότητα που χαρακτηρίζει μια κατασκευασμένη εντύπωση, που δεν αρνείται καμία από τις δύο ιδιότητές της: ούτε το τεχνητό υπόβαθρο ούτε την παραδοχή πως κινείται στο πεδίο ενός κινηματογραφικού ιμπρεσιονισμού. Από τη new υπερστυλιζαρισμένη και πολύ συχνά κατά φαντασίαν αυθεντικότητα, χίλιες φορές μια ειλικρινής απόπειρα old school ανάλαφρης και παιγνιώδους ψυχαγωγίας. Φυσικά, άλλοι καιροί και άλλα ήθη σε όλα τα επίπεδα, for better and worse, ιδίως αν αναλογιστούμε πως η ταινία στη σημερινή εποχή μάλλον θα ξεσήκωνε ολόκληρο διπλωματικό επεισόδιο: το νησί στο οποίο εκτυλίσσεται η δράση, σύμφωνα με το σενάριο, ανήκε παλαιότερα στον βασιλιά της Τυραννίας, ενός επινοημένου κράτους που κατά πάσα πιθανότητα παραπέμπει στην Αλβανία!

Όπως και στις υπόλοιπες περιπέτειες του Ηρακλή Πουαρό (η συγκεκριμένη ταινία, σε σύγκριση με το Death on the Nile, διαθέτει ένα μάλλον πιο ευρηματικό plot, αλλά όχι και τον Ντέιβιντ Νίβεν, με τον οποίο ο Ουστίνοφ είχε συγκροτήσει ένα ασύλληπτο δίδυμο φλέγματος), o σεβασμός στις άγραφες συμβάσεις οφείλει να είναι αδιαπραγμάτευτος και καθολικός. Η αψεγάδιαστη επιμέλεια και η σχεδόν φορτική εμμονή στη λεπτομέρεια (σε όλα τα επίπεδα, από τα κουστούμια ώς τα σκηνικά και από το μουσικό score ώς το μοντάζ που φέρνει σε κυνήγι θησαυρού, άλλοτε «κρυώνοντας» κι άλλοτε «ζεσταίνοντας» τον θεατή). Η ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας υπεράνω όλων αυθεντίας, η οποία θα αναποδογυρίσει τη σκακιέρα και θα επανατοποθετήσει τα πιόνια, σε ένα φινάλε τελετουργικής προβλεψιμότητας. Το χιούμορ που επιτίθεται με ξαφνικές πλαγιοκοπήσεις και ποτέ κατά μέτωπο.

Και φυσικά, η καυστική ειρωνεία της Άγκαθα, που κάνει την εμφάνισή της λίγο-λίγο, ξεπροβάλλοντας τάχα μου ντροπαλά στο πίσω φόντο. Η κοσμοπολίτικη αύρα που κουβαλούν οι προύχοντες και μεγαλοσχήμονες ήρωές της, η δύσκαμπτη ευγένεια που δεν διαταράσσεται ακόμη και εν μέσω συμφοράς και καταστροφής, σχεδόν πάντα κρύβουν μέσα τους έναν εγγενή και αδίστακτο κανιβαλισμό, μια σκοτεινή αναγκαιότητα εξόντωσης και αφανισμού όλων των «ομοίων»…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑