Tributes Eλληνικές ταινίες στο 59ο ΦΚΘ:  η γυναίκα σε πρώτο πλάνο

21 Νοεμβρίου 2018 |

0

Eλληνικές ταινίες στο 59ο ΦΚΘ: η γυναίκα σε πρώτο πλάνο

Συνεχίζοντας την κριτική ανασκόπηση των ελληνικών ταινιών του 59ου Φεστιβάλ, διαπιστώνουμε ότι υπήρξαν τουλάχιστον τρεις ταινίες που είχαν τη γυναίκα στο κέντρο του κάδρου τους. Οι δύο από αυτές προέρχονται ουσιαστικά από την Κύπρο (και έτσι, μαζί με τα Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ και Κιμμέρια, στα οποία ήδη κάναμε εκτενή αναφορά, συμπληρώνεται η πολύ ενδιαφέρουσα φετινή κυπριακή συμμετοχή), ενώ η τρίτη είναι Η δουλειά της, που μετείχε και στο Διεθνές Διαγωνιστικό Πρόγραμμα.

Θα ξεκινήσουμε από την τελευταία, δηλαδή την ταινία Η δουλειά της τουΝίκου Λαμπότ, η οποία ήρθε με διακρίσεις σημαντικές στη Βαρσοβία (Καλύτερη πρώτη ταινία μεγάλου μήκους και βραβείο FIPRESCI), αλλά και θετική ανταπόκριση από το Τορόντο, όπου και έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της. Προσδοκίες τις οποίες δικαίωσε, αλλά ως ένα βαθμό. Ηρωίδα μας είναι μια 40άρα, που άνετα θα οπτικοποιούσε τη… Μαίρη Παναγιωταρά! Πράγματι, στο εξαίρετο τραγούδι που είπε η Αφροδίτη Μάνου, σε στίχους και μουσική του Λουκιανού Κηλαηδόνη, υπάρχουν όλες σχεδόν οι εικόνες του φιλμ. Παραθέτω μόνο την αρχή:

Είμαι η Μαίρη Παναγιωταρά

μια εργαζόμενη μητέρα μια καλή νοικοκυρά.

Δεν είμαι τίποτα το σπέσιαλ, το καταπληκτικό,

είμαι αυτό που λέμε δείγμα τυπικό.

Μόλις ξυπνήσω το πρωί, πολύ πρωί, πριν ξημερώσει δηλαδή καλά-καλά,

λέω από μέσα μου μουλάρι σήκω ντύσου γιατί εδώ σε περιμένουνε πολλά

και τότε τρέχω να ξυπνήσω, να ταΐσω, να ποτίσω και να ντύσω τα παιδιά

ενώ παράλληλα ετοιμάζω πρωινό για τον πασά.

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω φυσικά, αν έστω στο πίσω μέρος του μυαλού του ο 42χρονος σκηνοθέτης είχε τη Μαίρη Παναγιωταρά. Πάντως το ότι η καλή σύζυγος και μαμά που μας παρουσιάζει λέγεται Παναγιώτα… κάτι λέει! Η Παναγιώτα, λοιπόν, είναι υπόδειγμα στο σπίτι. Τα κάνει όλα και συμφέρει, τόσο στον αντρούλη της όσο και στα δύο παιδάκια της (εξαιρετικό το κάστινγκ της κορούλας, που χαρίζει τις περισσότερες κωμικές ανάσες στο φιλμ με τις ατάκες της). Ώσπου κάποια ώρα ένα νέο σούπερ πολυκατάστημα που ζητά -τι άλλο!- καθαρίστριες και η ανέχεια στην οποία πλησιάζουν με γοργά βήματα, λόγω της αναδουλειάς του συζύγου, θα τη σπρώξουν να κάνει το μοιραίο βήμα. Να ζητήσει εργασία εκεί. Και να γίνει δεκτή. Φυσικά με τους ληστρικούς όρους εργασίας που συνηθίζουν τέτοιοι κολοσσοί, αλλά… τέτοια ώρα τέτοια λόγια!

Εκεί, όμως, θα αποκτήσει (για πρώτη φορά;) φίλες. Εκεί θα μπορεί να λείπει από τους δυνάστες του οίκου της. Εκεί θα πάρει (πάλι για πρώτη φορά) χρήματα στα χέρια της, που νιώθει ότι είναι δικά της, ότι της ανήκουν. Εκεί θα σηκώσει και λίγο τον τόνο της φωνής της, ξανά κόντρα στον φαινομενικά άκακο, πλην όμως αφόρητο στη συμπεριφορά του πασά της. Ωραία όλα αυτά. Δοσμένα μάλιστα με πειστικό τρόπο, αρκετές ενδιάμεσες ριπές χιούμορ. Πολύ προσεγμένη η ερμηνεία της Μαρίσσας Τριανταφυλλίδου, που της απέφερε και βραβείο. Λόγος καταγγελτικός, ιδίως προς την εσωτερική, τη σπιτική καταπίεση. Αλλά…

Δεν είναι ότι λείπει από το φιλμ ο ρόλος των μεγαλοεργοδοτών. Το αναμενόμενο έργο της απόλυσης, χωρίς καν κάποια αξιοπρεπή δικαιολογία, θα παιχτεί. Όμως, ούτε καν εκείνη τη στιγμή η Παναγιώτα θα εκραγεί κόντρα στο σύστημα. Η βραδυφλεγής έκρηξή της θα στραφεί ουσιαστικά εκ νέου προς τον “εύκολο” χώρο του οίκου της, αυτόν που ήδη έχει πια -δικαίως, δεν χωρά αμφιβολία περί αυτού- αμφισβητήσει. Το σκυμμένο κεφάλι απέναντι στις επιταγές της εργοδοσίας σε όλη τη διάρκεια των 89 φιλμικών λεπτών θα μείνει σκυμμένο. Δεν θα ατενίσει ποτέ ψηλά. Όπως, δυστυχώς, τελικά και “Η δουλειά της”. Καλή, αλλά προσγειωμένη στο έδαφος…

Άλλη μια ταινία για μια γυναίκα, είναι η Παύση. Αυτή τη φορά, μάλιστα, είναι και γυρισμένη από χέρι και μάτι γυναίκας, της Τώνιας Μισιαλή. Ξανά ο φακός φωτίζει μια κυρία μέσης ηλικίας, την Ελπίδα, που και εδώ δεν βιώνει και την πιο στοργική συμπεριφορά από τον άντρα της. Έχει περάσει πια η γλυκιά νιότη, οπότε είναι ο καιρός της παύσης.

Αυτή η παύση είναι καταρχήν η… εμμηνόπαυση. Με όλα τα συμπτώματα, που γλαφυρότατα απαριθμεί ο θεράπων ιατρός στην ασθενή του και ηρωίδα μας, στην αρχή της ταινίας. Με την καταβύθιση της ψυχολογίας της, την κατάθλιψη, την κατάρρευση που έρχεται, αφού δεν υπάρχει σανίδα σωτηρίας στον οικείο της χώρο.

Παύση υπάρχει φυσικά στο σεξ. Ζουν μαζί, αλλά απλά κοιμούνται στο πλάι, χωρίς καμία σκέψη έστω για κάτι τέτοιο, πόσο μάλλον για κάτι γεννημένο από έρωτα. Έτσι, η ανάγκη της για το “κάτι παραπάνω” θα μπορούσε να καλυφθεί μόνο αν ξεκινούσε ίσως μια εξωσυζυγική σχέση. Είναι σε θέση γενικότερα να το πράξει;

Παύση, όμως, θα υπάρξει και στην ανοχή της απέναντι σε όσα την πληγώνουν. Όσα δεν τολμά να πειράξει στην πραγματικότητα, θα ξεκινήσει μια μάχη να τα τινάξει από πάνω της μέσα από τον κόσμο της φαντασίας της. Θα δώσει όλο της το είναι σ’ αυτόν τον κόσμο, με αποτέλεσμα να φτάσει να μην γνωρίζει πότε όσα ζει συμβαίνουν στ’ αλήθεια και πότε όχι. Και μαζί της κι εμείς. Οι θεατές του μαρτυρίου της. Έτσι, ενώ στο πρώτο μισό, αν όχι στα 2/3, της ταινίας, η σκηνοθέτιδα μας ξεκαθαρίζει στα γρήγορα, ποια από τα δρώμενα είναι ρεαλιστικά και ποια αποκυήματα του νου, εσκεμμένα (θέλοντας να μας παραπέμψει στην ταραγμένη λογική της Ελπίδας) μας αφήνει εκκρεμότητες επί τούτου προς το τέλος -πέραν του ξεκάθαρου φινάλε.

Η Ελπίδα, εννοείται, πως πρόκειται να πεθάνει τελευταία. Νωρίτερα, θα έχει εκμεταλλευτεί την Ελευθερία που της δίνεται ξαφνικά κι απρόβλεπτα. Η Μισιαλή δεν αρνείται το κλισέ της χρήσης αυτών των δύο λέξεων, ως ονομάτων των πρωταγωνιστριών της ιστορίας της. Ελπίδα και Ελευθερία. Στόχος της πρώτης να φτάσει εκεί που έχει κατορθώσει η δεύτερη.

Αν έχουμε να καταλογίσουμε κάτι στο φιλμ, που όντας ψυχολογικό θρίλερ, ευτυχεί -όπως και “Η δουλειά της”- να υπηρετείται από μια εξαιρετική ερμηνεία (αυτήν τη φορά τα μπράβο πηγαίνουν στη Στέλλα Φυρογένη), είναι το άκρως μονοδιάστατο του ανδρικού χαρακτήρα. Είναι σχεδόν καρτουνίστικη η απεικόνισή του, δεν ήταν απαραίτητο να το πάει τόσο μακριά. Αλλά ας αποφύγουμε αυτό το spoiler!

Last but not least, κοινώς τελευταίο αλλά όχι καταϊδρωμένο, έρχεται το πιο απρόσμενο από τα φετινά δείγματα του ελληνικού / κυπριακού σινεμά: Chinatown: τα τρία καταφύγια. Ή αλλιώς, όταν η Αλίκη Δανέζη – Κνούτσεν συνάντησε τον Κουέντιν Ταραντίνο και του είπε δειλά Kill Bill. Δεν αστειευόμαστε. Η υπέροχη Κατερίνα Μισιχρόνη κυνηγά -ωσάν άλλη Νύφη- να εκδικηθεί.

Όχι κάποιον εραστή και παρολίγον σύζυγο βέβαια, αλλά τους φονιάδες του πατέρα της. Με κάθε τρόπο και μέσο. Με τις τεχνικές των πολεμικών τεχνών, που διδάσκεται από έναν μεγάλο δάσκαλο του κουνγκ φου. Με την ικανότητα να τα βάζει με όλους και όλα. Με τη μοίρα της να είναι καθορισμένη, παρότι παλεύει η ίδια (και πάλεψαν άλλοι πριν γι’ αυτήν) να την αλλάξει.

Αν δεν πάρετε πολύ στα σοβαρά όσα βλέπετε, αλλά -όπως ο γράφων- αφεθείτε στη γλύκα της αγνής προσέγγισης μιας Κύπριας στα ιερά και τα όσια του ανατολίτικου ψυχαγωγικού σινεμά, σας διαβεβαιώ ότι δεν θα το μετανιώσετε. Εφόσον, βεβαίως, κάποτε η ταινία βγει στο εμπορικό κύκλωμα ή έστω στη διανομή ως dvd.

Όπως αντιλαμβάνεστε, εδώ η γυναίκα είναι πολύ νεότερη από τα δύο προαναφερθέντα φιλμ. Επίσης, πολύ ωραιότερη! Να προσθέσουμε ότι δεν είναι καθόλου αδύναμη, ούτε σωματικά ούτε πνευματικά. Ούτε έχει αποδεχτεί να την ορίζουν οι άλλοι. Όπως δεν προτίμησε το δρόμο της φανταστικής επίθεσης σε όσα την ταλανίζουν, αλλά εκείνον της “χειροπρακτικής”.

Μια τρίτη γυναίκα – ηρωίδα, που καθόλου δεν μοιάζει με τις δύο προηγούμενες. Και αν η πρώτη αποζητά ένα μάταιο happy end και η δεύτερη το βρίσκει δια του (από μηχανής;) Θεού, αυτή -η τρίτη και φαρμακερή- προτιμά να ολοκληρώσει την επίδειξη δύναμής της δια της απόλυτης θυσίας. Και γι’ αυτό… τη γουστάραμε περισσότερο!




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑