Tributes 6+1 σπουδαίες αντιδικτατορικές ταινίες

21 Απριλίου 2016 |

0

6+1 σπουδαίες αντιδικτατορικές ταινίες

1. The Great Dictator (Τσάρλι Τσάπλιν, 1940)

great-dictator-4

Η πρώτη ακραιφνώς ομιλούσα ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν, που σηματοδοτεί και την απομάκρυνσή του από το χαρακτήρα του Σαρλώ, είναι μια ιδιοφυής πολιτική σάτιρα για την οποία ο αγαπημένος Βρετανός κωμικός δήλωσε πως αν γνώριζε την κτηνωδία του χιτλερικού καθεστώτος σε όλο της το μέγεθος, δεν επρόκειτο να γυρίσει ποτέ. Υπό τον γνώριμο κωμικό μανδύα, ο Τσάπλιν ουρλιάζει εναντίον κάθε μορφής ολοκληρωτισμού, κρυμμένος πίσω από το προσωπείο του αμήχανου κεντρικού του ήρωα, ενός εβραίου κουρέα κατοίκου της «φανταστικής» Τομανίας που έχει την ατυχία να μοιάζει φυσιογνωμικά με τον δικτάτορα της χώρας του Αντενόιντ Χίνκελ, ρόλο που υποδύεται επίσης ο ίδιος. Το έργο, που υπερέβη σαφώς τα εσκαμμένα όρια της εποχής του και απέκτησε την παγκοσμιότητα που τόσο απευχόταν ο Τσάπλιν, είναι μια ολοκληρωμένη, σχεδόν δοκιμιακή, μελέτη πάνω στο χρέος του καθημερινού ανθρώπου, που αποτελεί το ουσιαστικό επαναστατικό υποκείμενο, να αντισταθεί στη θηριωδία, να μη στηρίξει τον φασισμό με την εγκληματική του απραξία και να αφυπνιστεί πριν το κτήνος χτυπήσει τη δική του πόρτα, γιατί τότε «κανείς δε θα έχει μείνει να διαμαρτυρηθεί». Από όλες τις εμβληματικές σκηνές του έργου που κοσμούν την ιστορία του κινηματογράφου, ξεχωρίζει σίγουρα ο μονόλογος του τέλους, που περιέχει το όραμα του Τσάπλιν για την ανθρωπότητα, με λόγια τόσο λιτά που αποτελούν ακόμα και σήμερα καταφύγιο των ενοχικών μας συνειδήσεων.

2. Casablanca (Μάικλ Κέρτιζ, 1942)

Image: FILE PHOTO: 70 Years Since The Casablanca World Premiere Casablanca

Για την Καζαμπλάνκα οι συστάσεις περιττεύουν. Αποτελεί διαμάντι της χρυσής εποχής του αμερικανικού σινεμά, ενώ παράλληλα είναι ένα από τα πιο διαχρονικά love story σε τόνους νουάρ. Ο Κέρτιζ όμως, πέτυχε κάτι πολύ παραπάνω από αυτό. Παρουσιάζει τον έρωτα ως επαναστατική πράξη, ως πράξη αντίστασης απέναντι στην αδράνεια. Ο κυνικός αμερικανός Ρικ, πρώην αντιστασιακός και νυν αυτοεξόριστος στην μαροκινή πόλη, εξαντλημένος συναισθηματικά από το ανεξήγητο ναυάγιο της ερωτικής του ιστορίας με την Ίλσα, επιβιώνει με όχημα την απάθεια απέναντι ναζιστικά δεινά. Η επίπλαστη ηρεμία του διαταράσσεται όταν την ξανασυναντά στο μαγαζί του («Of all the gin joints, in all the towns, in all the world, she walks into mine») και από εκείνο το σημείο πυροδοτείται η μεταστροφή του. Στην Καζαμπλάνκα, κοινός τόπος του έρωτα και της αντίστασης είναι η πίστη, όρος αναγκαίος για την επιτυχία αμφοτέρων. Η πίστη που μπορεί να μεταμορφώσει τον κυνισμό σε θάρρος και ανιδιοτέλεια και που μπορεί να στηρίξει τον αγώνα, προσωπικό και πολιτικό, ακόμα και όταν μοιάζει ουτοπικός. Χαρακτήρας-κλειδί του έργου είναι ο αστυνομικός Ρενό, ο οποίος είναι βολεμένος σ’ ένα καθεστώς που δεν εγκρίνει αλλά δεν τολμά να του αντιταχθεί, παρασύρεται όμως τελικά από την επαναστατική ορμή και απελευθερώνεται, ενώ δίπλα στις θρυλικές ατάκες του Μπόγκι, στέκει αθάνατη η σεκάνς της Μασσαλιώτισσας.

3. Ζ (Κώστας Γαβράς, 1969)

z

Με το Ζ ο Κώστας Γαβράς μίλησε για μία από τις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας, γραμμένη το Μάιο του 1963, τη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη. Παραλλάσσοντας ελαφρώς την πραγματικότητα και το ομότιτλο βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού, ο Γαβράς δημιουργεί ένα τραχύ και καταγγελτικό φιλμ γαλλοαλγερινής παραγωγής, μεσούσης της χούντας των συνταγματαρχών, που ομοιάζει περισσότερο με πολιτική πράξη. Με τα βαριά ονόματα των Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, Ιβ Μοντάν και Ζακ Περέν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και την εμβατηριακή μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, η ταινία αφηγείται την ιστορία του νεαρού ανακριτή Σαρτζετάκη που ανέλαβε να εξιχνιάσει τη δολοφονία του βουλευτή και αποφάσισε, σε πείσμα όλων που επιθυμούσαν να θαφτεί η υπόθεση, να επιτελέσει το έργο του, όχι επειδή ήταν αριστερός ή αγωνιστής, αλλά από σεβασμό στο δημοκρατικό πολίτευμα, που μόνο καθεστώς δεν ήταν. Με σταθερό ρυθμό και καταπληκτικό μοντάζ, ο Γαβράς παρουσιάζει μια χώρα θεσμικά παραλυμένη στην οποία η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας είναι γράμμα κενό, απολύτως πρόσφορη για αυτό που προδιαγραφόταν, την επιβολή δηλαδή του δικτατορικού ολέθρου. Η αδυναμία των δημοκρατικών θεσμικών προσώπων να επιβληθούν έναντι των ακροδεξιών παρακρατικών οργανώσεων, που είχαν καταφέρει να παρεισφρήσουν στις αρχές του τόπου, παρουσιάζεται εδώ με τη γνωστή σκηνοθετική ενάργεια του Γαβρά και φέρνει στο νου τη δήλωση απόγνωσης του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;», φανερώνοντας τα καταστροφικά αποτελέσματα της πολιτικής εθελοτυφλίας.

4. Il Conformista (Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, 1970)

confor

Ο Κονφορμίστας αποτελεί ίσως το σπουδαιότερο επίτευγμα του Ιταλού κινηματογραφικού τιτάνα. Ο Μπερτολούτσι κινηματογραφεί με ποιητικό μίσος έναν χαρακτήρα τον οποίο ουδέποτε δικαιολογεί και ούτε προσκαλεί το θεατή να το κάνει, εναποθέτοντας σε αυτόν την οξεία και ηχηρή αποδοκιμασία του για τη στάση της ιταλικής κοινωνίας απέναντι στο φασισμό. Ο Μαρσέλο (πάλι ο Τρεντινιάν) είναι ένας άνθρωπος που αποζητά να επιπλεύσει στην Ιταλία του 1938, δίχως να εξετάζει ποτέ το κόστος της εγωιστικής επιλογής του.  Καθίσταται δεκανίκι του φασισμού, υπηρετώντας κάθε επιταγή της απολυταρχικής εξουσίας, όχι από πίστη στο μουσολινικό καθεστώς, αλλά από εγωκεντρική απάθεια, η οποία υποκρύπτει την αδυναμία και την ανασφάλειά του. Όχι όμως υπό την αμερικανόφερτη οπτική που προθυμοποιείται να δικαιολογήσει τα πάντα, αλλά από τη σκοπιά που τον ενοχοποιεί ακόμα περισσότερο για τη σιγή του μπροστά στη φρίκη. Ο Μπερτολούτσι, διασκευάζοντας το έργο του Μοράβια, καυτηριάζει τον κομφορμισμό και τονίζει ότι ιδανικός σύμμαχος του φασισμού είναι ο πολίτης ο οποίος είναι έτοιμος να συμβιβαστεί με οτιδήποτε για να επιβιώσει. Για τον σκηνοθέτη, η προσαρμογή στις απαιτήσεις της ολοκληρωτικής εποχής είναι επονείδιστη δίχως περιστροφές και ωραιοποιήσεις. Το δριμύ αυτό «κατηγορώ» του απέναντι στην αγελαία αδρανοποίηση της κοινωνίας και τον αμοραλισμό αποτελεί ταυτόχρονα ένα επίτευγμα ύψιστης καλλιτεχνικής αξίας, με σαγηνευτικές εικόνες που διεγείρουν τους οφθαλμούς, μαζί με το νου.

5. Cabaret (Μπομπ Φόσι, 1972)

cabaret

Από τη μία, το μιούζικαλ δεν είναι το ενδεδειγμένο είδος για πολιτική κριτική. Από την άλλη, τίποτα στην καριέρα του Αμερικανού θαυματοποιού δεν ήταν ενδεδειγμένο. Σε κάθε περίπτωση, το Καμπαρέ του Μπομπ Φόσι είναι ένα κινηματογραφικό παράδοξο. Περιέχει μία βασική ερωτική ιστορία, μουσικά νούμερα, αν και πάντα στο χώρο επί σκηνής και όχι κατά τη συνήθη πρακτική των μιούζικαλ, κατάδυση στον ονειροπόλο γυναικείο ψυχισμό και σχόλια περί ομοφυλοφιλίας. Και όλα αυτά υπό το πλαίσιο της ανόδου του φασισμού στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Η απελευθερωμένη Αμερικανίδα χορεύτρια που συνάπτει σχέση με έναν ντροπαλό Βρετανό καθηγητή, ο ζάμπλουτος Γερμανός πλεϊμπόι που διαταράσσει τις ισορροπίες τους, η απαγορευμένη συνύπαρξη μιας Εβραίας με έναν Γερμανό, όλοι παρατηρούν αμήχανοι το ναζιστικό τέρας να ορθώνει το ανάστημά του, στο Βερολίνο του 1930, έτοιμο να τους θυμίσει ότι τα προσωπικά τους δράματα είναι δευτερεύοντα μπροστά στην οδυνηρή επέλασή του. Όπως ο κονφερασιέ του καμπαρέ, φιγούρα υπερβατική, διαθέτοντας πανοπτική ματιά, προειδοποιεί διαρκώς με τα τραγικά του νούμερα, ειρωνικός και κυνικός απέναντι στους αλαζόνες και αυτάρεσκους πρωταγωνιστές, που υποτιμούν αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια τους, έτσι και ο θεατής καλείται να διακρίνει το φρικτό ναζιστικό φόντο που είναι παρόν καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ και να αντιληφθεί πόσο θλιβερά επίκαιρο παραμένει το δημιούργημα του Φόσι. «Do you still think you can control them?», μια ερώτηση που πρέπει να θέσει κάθε πολίτης στον εαυτό του.

6. El Laberinto del Fauno (Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, 2006)

pans-labyrinth-faun-and-ofelia

Ο Λαβύρινθος του Πάνα, όπως λανθασμένα καθιερώθηκε από τον Αμερικανό μεταφραστή, αποτελεί ένα από τα λεγόμενα instant classics της σύγχρονης εποχής. Ο Μεξικανός σκηνοθέτης καταφέρνει να συνδυάσει τον αποτροπιασμό του φρανκικού καθεστώτος της Ισπανίας του 1944 με την ονειρική απόδραση ενός μικρού κοριτσιού, κλείνοντας το μάτι στον Τιμ Μπάρτον. Δημιουργεί βέβαια κάτι παραπάνω από ένα σκοτεινό παραμύθι · όπως στην Καζαμπλάνκα ο έρωτας, έτσι και εδώ η παιδική φαντασία αποκτά επαναστατική χροιά. Η μικρή Ofelia περιπλανάται ως άλλη Αλίκη στη χώρα των δικών της θαυμάτων, μοναδικό καταφύγιο της απέναντι στη σκληρότητα του ενήλικου κόσμου, που μαστίζεται από τη βία του δικτατορικής εξουσίας, την οποία εκπροσωπεί ο σαδιστής πατριός της. Με τα πενιχρά μέσα που διαθέτει δημιουργεί το δικό της αντιστασιακό πλαίσιο, και το παραμύθι που πλάθει η άσπιλη φαντασία της ανάγεται σε μανιφέστο κατά της φασιστικής καταδυνάστευσης. Η μικρή πριγκίπισσα αξιοποιεί αυτό που ο καθένας διαθέτει αλλά συχνά λησμονεί, την εσωτερική δύναμη που του αρκεί για να μείνει άνθρωπος σ’ ένα απάνθρωπο πλαίσιο και, εφόσον αυτό επιτευχθεί, ο δρόμος προς τη νίκη είναι προδιαγεγραμμένος.

Για τους πιο κυνικούς δε, αυτούς δηλαδή που φρίττουν και μόνο στο άκουσμα της λέξης «Μεταπολίτευση», καθώς θυμούνται όλα εκείνα που απεχθάνονται στην Ελλάδα του σήμερα, υπάρχει πρόταση:

7. Ας Περιμένουν οι Γυναίκες (Σταύρος Τσιώλης, 1998)

as-perimenoyn-oi-gynaikes

Το ταξίδι των τριών μπατζανάκηδων, τους οποίους υποδύονται οι σπινθηροβόλοι Γιάννης Ζουγανέλης, Σάκης Μπουλάς και Αργύρης Μπακιρτζής, οδηγεί σε μια εξαιρετικά κωμική, γεμάτη σουρεαλιστικούς διαλόγους, ανάγνωση της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Όσοι λοιπόν θέλουν να θυμηθούν σε τι πιθανόν να οφείλεται η πολιτική κατάντια την οποία αντικρίζουν, δεν έχουν παρά να (ξανα)δουν την απόλυτη καλτ ελληνική ταινία των 90s.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑