Tributes Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης: Αφιέρωμα στον Τάκη Κανελλόπουλο

2 Δεκεμβρίου 2018 |

0

Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης: Αφιέρωμα στον Τάκη Κανελλόπουλο

ΟΥΡΑΝΟΣ (1962)

 – Αυτοί που κάνουν τον πόλεμο, το ‘χουν δει τούτο ‘δω;

– Ποιο;

– Να, αυτή την ερημιά…

Σκόρπια φύλλα, ξυλαράκια και νούφαρα, σε μια λίμνη στην οποία ταξιδεύει θαρρείς η άγρια Λήθη. Αυτή που ξοδεύει αλύπητα τις ζωές των ανθρώπων. Που σκορπίζει στους πέντε ανέμους τις θαρραλέες τους πράξεις, τις μάταιες υπερβάσεις τους. Που μετατρέπει σε σκόνη τα ηρωικά ανδραγαθήματα και τις ανιδιοτελείς τους κορυφώσεις. Οι μνήμες και οι θύμησες των όσων χάθηκαν, απλές ρυτιδώσεις στο νερό. Ολόγυρά τους γυμνά κλαδιά που χάσκουν σε χτικιάρικα δέντρα. Μια πένθιμη υπενθύμιση του προφανούς: δεν υπάρχει κανένα άλλο πεπρωμένο πέρα από τον θάνατο και ο πόλεμος μονάχα επισπεύδει αυτό το μαύρο ριζικό.

Στο πίσω φόντο, πάντα ένας σταχτής Ουρανός. Λες και παλεύει να αναρρώσει από τη φωτιά που του ανάβει κάθε τρεις και λίγο μια θεόσταλτη κατάρα, μια θεοσκότεινη Γη. Βλέποντας για πολλοστή φορά το εκτυφλωτικό μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Τάκη Κανελλόπουλου, οι λέξεις του Κώστα Βάρναλη μου ηχούν απελπιστικά ταιριαστές: Στη ζήση αυτή που τη μισούμε / στη γης αυτή που μας μισεί / κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε / πόνε πικρέ και πόνε αψύ πού μας κρατάς και σε κρατούμε / σ’ αυτήν τη μαύρη γης και ζήση / που περπατούσαμε τυφλά / κι άνθος για μας δεν είχε ανθίσει / κι ούτε σε δέντρον αψηλά κρυμμένο αηδόνι κελαηδήσει.

Ένα χωριό κι ένα στρατιωτικό φυλάκιο, στην παραμεθόριο των ελληνοαλβανικών συνόρων, την 26η Οκτωβρίου (ημέρα γενεθλίων και του ίδιου του Τάκη Κανελλόπουλου), του 1940. Η ζωή, όπως πάντα, βρίσκει τον τρόπο να κυλά και να σμιλεύει όποιον βρίσκει στο διάβα της. Πρόσωπα γεμάτα προσμονή, ο έρωτας που φύεται σε κάθε γωνιά, πίσω από κάθε κρυψώνα. Οι άνθρωποι περιφέρονται σαν ευλύγιστες σκιές κάτω από το φθινοπωρινό αγιάζι και τις δειλές ηλιαχτίδες που συντηρούν αυτό το υπνωτιστικό ημίφως. Η φύση είναι συμμέτοχος, είναι μάρτυρας που επικυρώνει κάθε μοίρα, είναι ο απόκοσμους καμβάς όπου οι άνθρωποι μουτζουρώνουν με αμηχανία τα εσώψυχά τους. Όσα φέρνει, όμως, η στιγμή, δεν τα φέρνει ο κόσμος όλος. Σε δύο ημέρες, η μοίρα μιας παρέας πέντε ανδρών και δύο ζευγαριών θα σφραγιστεί αμετάκλητα.

Οι πρωταγωνιστές μας είναι εξοικειωμένοι με το αλύπητο κισμέτ τους, αλλά δεν θα μεμψιμοιρήσουν ποτέ για κάποιον άδικο κλήρο που τους έλαχε επιλεκτικά. Θα κλάψουν με εκείνα τα γοερά δάκρυα που καίνε το χιόνι και διαβρώνουν το έδαφος, θα πενθήσουν για ένα άχτι που γνωρίζουν πως είναι ήδη τετελεσμένη πραγματικότητα, ασχέτως αν δεν έχει ακόμη συμβεί. Θα αφήσουν τη συμφορά να χαρακώσει το πρόσωπό τους, να τρεμουλιάσει τα λόγια τους, δεν θα προσποιηθούν πως έχουν την παραμικρή ελπίδα. Ακόμη κι οι επιζώντες (διόλου τυχαία, ο μόνος επιζών από την αρχική μας παρέα είναι ο «Ταχυδρόμος», ο έχων, δηλαδή, το χρίσμα να μεταφέρει τα κακά μαντάτα), θα είναι οιονεί νεκροί. Κάποιες στιγμές, σταματάς να κοιτάς προς τα εμπρός κι είσαι καταδικασμένος να έχεις το βλέμμα μόνιμα στραμμένο προς τα πίσω, ακόμη κι αν το σώμα βαδίζει ευθεία.

Ο πόλεμος στο σύμπαν του Ουρανού είναι συνώνυμος με την ψυχική ερήμωση, με το πνευματικό απόκαμα. Χωρίς ηρωικές κραυγές που σκίζουν τον αέρα, χωρίς περιλάλητα και χαρωπά τραγούδια, χωρίς τελετουργικές δεήσεις περηφάνιας και δέους. Ο πόλεμος σκιάζει την πλάση, πνίγει σαν μωρό στην κούνια ό,τι όμορφο τολμά να ξεμυτίσει. Ο Κανελλόπουλος αντιπαραβάλει τα Επίκαιρα της εποχής και τη σχεδόν χαρμόσυνη αναγγελία του πολέμου με τη λασπουριά και το αιώνιο σούρουπο του μετώπου.

Με τα κενά βλέμματα και τα τσακισμένα πρόσωπα, γεμάτα φούμο, μπαρούτι και χώμα, με τα σαλεμένα λογικά, με τη λύσσα για επιβίωση, με τα ανατριχιαστικά εμβατήρια των κατακτητών, με την πνευματική συντριβή της υποδούλωσης, με τον σπαραγμό της αγιάτρευτης απώλειας. Και κοντοστέκεται για να αναλογιστεί, σαν ένα τσιγάρο που γυρνά από στόμα σε στόμα, από πρόσωπο σε πρόσωπο. Η κάμερα φωνάζει όσα δεν μπορούν πια να αρθρώσουν τα στόματα. Καναδυό τελευταίες ρουφηξιές κι αμέσως μετά η μεγάλη κάθοδος προς τη Λήθη.

ΕΚΔΡΟΜΗ (1966)

Η Ειρήνη, σύζυγος του υπολοχαγού Κώστα, ερωτεύεται με έναν από τους άνδρες του, τον λοχία Στράτο, ενώ ο πόλεμος μαίνεται. Σε αυτό το απλό όσο και άχρονο, ανθρώπινο όσο και απάνθρωπο σχήμα βασίζει ο Τάκης Κανελλόπουλος την εμβληματική δεύτερη ταινία του, χωρίς ποτέ να ορίζει επακριβώς τις χωρικές και χρονικές διαστάσεις της ιστορίας του. Όταν ο Κώστας τραυματίζεται δίχως κίνδυνο ζωής, ο Στράτος ειδοποιεί ψευδώς την Ειρήνη ότι ο υπολοχαγός είναι νεκρός και την καλεί να φύγουν και να αναζητήσουν την κοινή τους τύχη εκτός συνόρων.

Ο δημιουργός δίνει στον παράνομο δεσμό του επίδοξου λιποτάκτη και της Ειρήνης διαστάσεις αρχαίας τραγωδίας, βυθίζοντάς τους σ’ έναν μικρόκοσμο όπου όλα είναι προδιαγεγραμμένα και η μοίρα τους απολύτως αναπόδραστη. Κάθε λέξη, κάθε κίνηση και δισταγμός, είναι ενταγμένα στο ριζικό τους. Σ’ έναν κόσμο που βασιλεύει ο ανεξίτηλος πόνος του πολέμου, η αναζήτηση της προσωπικής ευτυχίας είναι ύβρις και τιμωρείται. Η προσμονή της Ειρήνης (και της ειρήνης) είναι σαφώς εκτός των επιτετραμμένων ορίων.

Σε ένα τοπίο ξεχασμένο από θεούς και ανθρώπους, στο χείλος του γκρεμού του κόσμου, ο Κανελλόπουλος αφηγείται την ιστορία τριών τσακισμένων ψυχισμών και των ρημαγμένων ζωών που αυτοί συνοδεύουν. Οι σκέψεις για απόδραση από τον ζόφο είναι εκ των προτέρων καταδικασμένες και η αγάπη είναι το τελευταίο βέλος στη φαρέτρα των ερωτευμένων, στην προσπάθειά τους να λαβώσουν το υπεράνθρωπο –μα κυρίως απάνθρωπο– κτήνος που τους συντρίβει.

Το τέλος παραμονεύει κάθε στιγμή, μόνο που ο Έλληνας δημιουργός, αφηγούμενος μία ιστορία στο πλαίσιο του πολέμου, αντιστρέφει το κοινώς λεγόμενο. Ο θάνατος του ενός δε σημαίνει τη ζωή του άλλου ˙ ο θάνατος του ενός σημαίνει το θάνατο του κόσμου όλου, γιατί αυτό είναι οι ερωτευμένοι, δύο ψυχές ενωμένες, σώματα δεμένα μεταξύ τους με πανάρχαια δεσμά που δημιουργούν έναν δικό τους κόσμο, ένα κοινό φως μέσα στο σκοτάδι που τους περιβάλλει.

Η Εκδρομή είναι δομημένη σαν ρέκβιεμ, σαν ελεγειακό κατευόδιο για τον έρωτα σε καιρό πολέμου. Ο αντίκτυπος των ανθρώπινων επιλογών, τα πάθη, οι Ερινύες τους, κάθε τους σκέψη, φόβος και ευχή γιγαντώνονται στην ιδέα της επικείμενης απώλειας και στη σπαρακτική αβεβαιότητα που αυτή επιβάλλει. Ακριβώς πριν το ιστορικής αξίας δραματικό φινάλε του έργου, υπάρχει μία μεγάλης διάρκειας παρέκβαση. Μία ξεκούραστη εκδρομή του νου σε στιγμές ευτυχίες όπως αυτές που γεννούν τον έρωτα, σε σκιρτήματα της ψυχής που μοιάζουν πλέον προδομένα. Αυτή είναι μία προδοσία του ίδιου του κόσμου, της ζωής, της μοίρας, μία τιμωρία ανάξια και άδικη σε θύματα εξιλαστήρια που τόλμησαν να φαντασιωθούν την ευτυχία.

Η συγκλονιστική μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη και η σαρωτική ερμηνεία της Λιλής Παπαγιάννη οδηγούν το φιλμ σε μία συναισθηματική ένταση που κορυφώνεται δίχως κραυγές και μεγαλοστομίες. Πρόκειται για μία ασύλληπτα ευαίσθητη ματιά του Τάκη Κανελλόπουλου εντός ενός πλαισίου που αποστρέφεται την ευαισθησία με μίσος. Μία ταινία σπουδή πάνω στη ματαιότητα του ανθρώπινου συναισθήματος υπό το κράτος του θανάτου που παραμονεύει. Ένας θάνατος όμως που αντί να σημαίνει το τέλος του έρωτα, τον οδηγεί στη θέωση. Γιατί όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί.

ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ (1968)

Ο Λουίς Μπουνιουέλ, στην αυτοβιογραφία του Η τελευταία πνοή, απευθυνόμενος προς τον σεναριογράφο Ζαν-Κλοντ Καριέρ (ο οποίος, πέρα από σταθερός συνεργάτης του Μπουνιουέλ στην τελευταία 20ετία της καριέρας του, υπήρξε, επί της ουσίας, και ο συν-συγγραφέας της αυτοβιογραφίας του) ανέφερε πως ο θάνατος δεν τον τρομάζει ιδιαίτερα, πέρα από το γεγονός ότι είναι ασάλευτος και μόνιμος. Ήτοι, δεν επιτρέπει, ούτε μια στο τόσο, κάποιο σύντομο διάλειμμα, μια φευγαλέα γουλιά από μικροπράγματα, όπως το διάβασμα μιας εφημερίδας στην πρωινή δροσιά ενός πάρκου. Την ίδια στιγμή, όμως, διευκρίνιζε πως τον τρόμαζε εξίσου και η ζωή, με τρόπο διαφορετικό, αλλά παραπλήσιο: επειδή ήταν αφόρητα συνεχόμενη.

Πράγματι, η ζωή, μέχρι να αγγίξει το κατώφλι του θανάτου, μοιάζει ορμητικά ακατάπαυστη, αλύγιστη και απρόσκοπτη, μια άμμος που γλιστρά ασταμάτητα μέσα από τα χέρια. Με αποτέλεσμα, πολλές φορές να κυριευόμαστε όχι ακριβώς από ένα αυτοκτονικό πάθος εξάλειψης κι αφανισμού, αλλά από μια απελπισμένη δίψα για μια προσωρινή διακοπή της ύπαρξης. Για ένα πάγωμα του χρόνου, για μια προστατευτική εσοχή, όπου τα πάντα θα εκτυλίσσονται και θα αποτιμώνται σε μια νεόδμητη κλίμακα. Μακριά από την αβάσταχτη πίεση της γραμμικότητας, που δεν επιτρέπει καμία λυτρωτική απώλεια προσανατολισμού.

Ο Τάκης Κανελλόπουλος, στην τρίτη ταινία του σε σενάριο του Γιώργου Κιτσόπουλου, μετά τον Ουρανό και την Εκδρομή, αντλεί έμπνευση από το θεατρικό έργο Still Life, του Νόελ Κάουαρντ, το οποίο είχε μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ο Ντέιβιντ Λιν, στην ταινία Σύντομη συνάντηση (1945). Και σας παρακαλούμε να μας συγχωρέσετε αυτή τη λελογισμένη Ύβρι που θα ξεστομίσουμε: φτιάχνει μια ταινία πιο ανθεκτική στον χρόνο από την αντίστοιχη του Sir David Lean, καθότι επιλέγει (σε σύμπνοια με το σενάριο του Κιτσόπουλου) μια προσέγγιση πιο μινιμαλιστική και αφαιρετική, ενδύοντας τους ήρωές του μια ομίχλη που αρμόζει στις χαμένες ψυχές, στα αιώνια απωθημένα και στους έρωτες που συγκρούστηκαν μετωπικά και μετάχώρισαν για πάντα.

Έξι σκάρτες ώρες, μια λειψή αναλαμπή για δύο εραστές που θα μείνουν αθάνατοι ο ένας στο μυαλό του άλλου, λόγω της ασήκωτης ματαίωσης που γνωρίζουν προτού καν την βιώσουν. Ο Κανελλόπουλος ευφυώς αφιερώνει λιγότερο από τον μισό φιλμικό χρόνο στη συνάντηση του άνδρα και της γυναίκας, οι οποίοι δεν φέρουν ονόματα, καθότι λειτουργούν ως σημαδούρες στον θολό ωκεανό του χρόνου: είναι πλέον σύμβολα, χάνουν την αμιγώς ανθρώπινη ιδιότητά τους, για να αποκτήσουν πανανθρώπινη διάσταση. Την ίδια στιγμή, η ταινία μας βυθίζει σε μια μπάμπουσκα από παρένθετα διαλείμματα, μέσα από τις σκέψεις της γυναίκας που φαντασιώνεται μια νέα συνάντηση, στην πόλη του αγαπημένου της. Η γυναίκα ανασυστήνει τον χρόνο που έχει χαθεί δια παντός, μόνο και μόνο για να τον χάσει εκ νέου, ακόμη πιο επώδυνα, ακόμη πιο σπαρακτικά.

Μέσα από ένα μοντάζ αφτιασίδωτο, συνειρμικό και χειμαρρώδες, ο Κανελλόπουλος συμπληρώνει τα λόγια της αθέατης γυναίκας με τις εικόνες της πόλης του σιωπηλού άνδρα. Τα δύο αυτά συγκοινωνούντα δοχεία συνθέτουν, λοιπόν, ένα χωροχρονικό ασυνεχές, σύμφυτο με τον δαίδαλο και τον αποπροσανατολισμό της συναισθηματικής μνήμης. Ντοκιμαντερίστικα κάδρα, που μοιάζουν με φωτογραφικά ενσταντανέ που αιχμαλωτίζουν την ασάλευτη ζωή (θυμηθείτε τον τίτλο του θεατρικού) της πόλης, κοφτερά κοντινά πλάνα σε πρόσωπα και αντικείμενα, νατουραλιστικές πινελιές σιωπής σε ένα καμβά που ολοένα και απλώνεται, μόνο και μόνο για να αγγίξει τον πιο μικροσκοπικό πυρήνα.

Τα τραπεζάκια, το κράσπεδο, τα παγκάκια, τα λουλούδια που λυγίζουν υπό το βάρος του αέρα, το νερό που ρυτιδιάζει, τα καΐκια, οι περαστικοί, οι δρόμοι, τα μαγαζιά, το χιόνι, η αμμουδιά, ολόκληρο το σκηνικό γίνεται μάρτυρας του άφατου και του άρρητου, το σινεμά μετατρέπεται σε μοναδικό γνώστη και κοινωνό της ύψιστης αλήθειας ενός πάθους που δεν θα ευοδωθεί ποτέ. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, ολάκερη η ζωή ίσως εν τέλει να είναι ένα κολάζ από ατελείς παρενθέσεις. Από φαγωμένα και μαδημένα κομμάτια ενός παζλ που δεν θα ταιριάξει ποτέ στην εντέλεια.

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (1975)

Ο μπάρμπα-Στρατής περιπλανιέται με την άμαξά του στη σκιά του κόσμου. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι επισκέπτεται το γειτονικό πάρκο για να αναπολήσει και να γιορτάσει χαμηλόφωνα την αγάπη του. Ένας άντρας αφήνει λουλούδια προς τιμήν ενός φίλου του που έπεσε θύμα του πολέμου. Ένα παιδί θυμάται μία οικογενειακή στιγμή ζεστασιάς, μία περασμένη γιορτή του πατέρα. Ένας άντρας που συμμετείχε στην ανατίναξη μίας γέφυρας ταξιδεύει στις αναμνήσεις του. Τέλος, η δεσποινίς Ελπίδα περιμένει στωικά ένα γράμμα, αφήνοντας τον χρόνο να περάσει χωρίς να τη λυγίσει. Έξι ανθρώπινες ιστορίες, παρμένες από κάποιο διάλειμμα της αδυσώπητης χωροχρονικής συνέχειας.

Άνθρωποι άλαλοι, με βλέμματα που χωρούν όλη την οδύνη του κόσμου. Άνθρωποι που όλοι έχουν συνηθίσει να προσπερνούν, μέσα στο φρενήρες διάβα τους, στους αλλοπρόσαλλους ρυθμούς των ψευδό-ζωών τους. Όχι αυτή τη μέρα όμως. Αυτό είναι το χρονικό μίας Κυριακής που δε μοιάζει με τις υπόλοιπες. Η ταινία του Κανελλόπουλου ακουμπά απευθείας τα εσώψυχα του θεατή, που δίχως να το αντιληφθεί συναινεί στη μυσταγωγική της πρόσκληση, σε κάτι που μοιάζει με μία κυριακάτικη βόλτα στο πάρκο, σαν αυτή που μοιράζονται οι ηλικιωμένοι της δεύτερης ιστορίας.

«Η εποχή είναι των παιδικών χρόνων και των ονείρων», ορίζει εξ αρχής ο Έλληνας δημιουργός, καταργώντας τις προφανείς διαστάσεις. Την εποχή αυτή την προσεγγίζει με σεβασμό στον αφηρημένο χαρακτήρα της και στον επεμβατική λαχτάρα της ανθρώπινης μνήμης και συνείδησης, με μία συνολική αβρότητα και κομψότητα. Η ταινία του αποτυπώνει έναν συναισθηματικό χείμαρρο, μια λυρική πράξη ενσυναίσθησης. Αντιμετωπίζει τα τραύματα με ειλικρίνεια και ευθύτητα, δείγμα ουσιαστικής γενναιότητας. Ανιχνεύει την τραγικότητα στις μικρές στιγμές, αυτές που ορίζουν τον συναισθηματικό κόσμο του καθενός από τους πρωταγωνιστές του.

Μόνη φωνή που ακούγεται είναι αυτή του αφηγητή Γιώργου Μετσόλη, που δεν είναι άλλη από τη φωνή κάθε ανθρώπου που παρατηρεί τους άλλους και συναρμολογεί τις ιστορίες τους. Στην ταινία όμως κυριαρχούν ουσιαστικά οι άηχες τρικυμίες των πρωταγωνιστών, οι πνιγμένοι λυγμοί τους, πάνω από την απύθμενη μοναξιά των οποίων ο δημιουργός σκύβει στοργικά. Ακόμα και απέναντι στην ύψιστη εκδήλωση ανθρώπινου πόνου, τον πόλεμο, προβάλλει το ποιητικό σθένος του έργο του, υιοθετεί ένα απολογητικό ύφος για λογαριασμό της ανθρωπότητας ολόκληρης, η οποία είναι ικανή να παράξει τέτοια εξωφρενική δυστυχία.

Με ιδανική συνοδοιπόρο τη σπουδαία Ελένη Καραΐνδρου, που ουσιαστικά είναι συν-δημιουργός του φιλμ, καθώς οι μελωδίες της είναι εν πολλοίς υπεύθυνες για τη συναισθηματική ένταση και πανταχού παρούσες, ο Κανελλόπουλος αναγνωρίζει στον κινηματογράφο -μέσω αυτού βέβαια και στην τέχνη την ίδια- μια ευκαιρία για τον άνθρωπο να μεγαλώσει την ψυχή του, ώστε να χωράει μέσα την πίκρα του κόσμου. Ο Έλληνας δημιουργός αφιέρωσε την καλλιτεχνική υπόσταση και ύπαρξή του σε τούτο τον σκοπό. Σε ένα σινεμά ανθρώπινο δίχως επιφύλαξη, τρυφερό δίχως δισταγμό.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑