Series The Queen’s Gambit (2020)

6 Δεκεμβρίου 2020 |

0

The Queen’s Gambit (2020)

Κεντάκι, τέλη τις δεκαετίας του 1950. Η Μπεθ Χάρμον είναι ένα κορίτσι που χάνει τη μητέρα του μόλις στα οκτώ του χρόνια. Η ανατροφή της ανατίθεται σε ένα συντηρητικό ορφανοτροφείο θηλέων, με τους αυστηρούς κανόνες του οποίου δυσκολεύεται να συμβαδίσει. Εκεί αντικρίζει για πρώτη φορά σκακιέρα και με τη βοήθεια του επιστάτη του ιδρύματος αναπτύσσει το σπάνιο ταλέντο της στο άθλημα.

Μετά από αρκετά χρόνια στο ορφανοτροφείο, βρίσκει ένα νέο σπίτι όπου με την ψυχική συνδρομή της θετής της μητέρας γίνεται το σκακιστικό καμάρι της περιοχής, ένα παιδί-θαύμα που εξελίσσεται σε μία σπουδαία παίκτρια. Σύντομα ξεκινά ο αγώνας της Μπεθ για να κατακτήσει τον ανδροκρατούμενο κόσμο του δημοφιλούς ασπρόμαυρου ταμπλό, ο οποίος κυριαρχείται από τους Σοβιετικούς, και να επιβληθεί στους εθισμούς της και στους κάθε λογής προσωπικούς της δαίμονες.

Η μίνι σειρά του Σκοτ Φρανκ ισορροπεί με χάρη ανάμεσα σε δύο ιδιαιτέρως γοητευτικά και φιλικά προς το ευρύ ακροατήριο είδη. Ακολουθεί τις συμβάσεις μίας ταινίας ενηλικίωσης τοποθετώντας αυτές εντός ενός κυρίαρχου sports drama πλαισίου. Το coming-of-age της νεαρής Μπεθ αναπτύσσεται παράλληλα με το κολοσσιαίο ταλέντο της και περιπλέκει την πορεία της προς τη δόξα. Η αφοσίωσή της στο άθλημα θα δοκιμαστεί από συνήθεις και λιγότερο αναμενόμενους μετεφηβικούς πειρασμούς. Η Μπεθ είναι ένα οργισμένο πνεύμα αντιλογίας, ο ναρκισσισμός της δεν είναι απλώς αυτός ενός σπουδαίου ταλέντου, αλλά μία καλοστημένη οχύρωση απέναντι σε κάθε λογής απειλή κουβαλά οποιοσδήποτε πλησιάζει πολύ στον πυρήνα του πληγωμένου ψυχισμού της.

Σχεδιάζοντας μία πλοκή που στη διαρθρώνεται δραματουργικά κατά τρόπο περιέργως παραπλήσιο με την ιστορία του Ρόκι Μπαλμπόα στα πρώτα τέσσερα φιλμ της σειράς, ο Φρανκ δημιουργεί ένα σύνολο προσεγμένου ρυθμού, το οποίο κυλάει φυσικά παρά τα μερικώς άστοχα «διαλείμματα». Κυλάει με άνεση, κυρίως χάρη στο πολυμήχανο μοντάζ  της Μισέλ Τεσόρο, η οποία εφαρμόζει μία σειρά από ιδέες που προσδίδουν μία αίσθηση ανανέωσης ανά τακτά χρονικά διαστήματα, σε συνδυασμό με το έξοχο original score του Κάρλος Ραφαέλ Ριβέρα που προσαρμόζεται στα σκακιστικώς τεκταινόμενα.

Οι παρτίδες είναι προνομιακό τερέν για τη σειρά, καθώς ο Φρανκ της σκηνοθετεί σαν ελκυστικότατες χορογραφίες βλεμμάτων και λεπτής κινησιολογίας, διαθέτοντας και την αρωγή των Κασπάροφ και Παντολφίνι ως προς την πίστη στους κανόνες του αθλήματος. Η συνολική ανάπλαση της εποχής (με έμφαση στην γκαρνταρόμπα της Μπεθ) διαθέτει την αναμενόμενη λαμπερή εικόνα η οποία βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με τον τόνο της σειράς.

Ωστόσο, η προσέγγιση των ποικίλλων θεματικών που αναδεικνύονται από την πορεία της Μπεθ Χάρμον είναι ανισοβαρής. Η τελειομανία της ταλαντούχας παίκτριας, η προσήλωση της στην απόλυτη άνευ όρων και αμφισβήτησης επικράτηση της στη σκακιέρα από τις εναρκτήριες κινήσεις κάθε παρτίδας, είναι λογικό επόμενο του τρόπου με τον οποίο η Μπεθ βιώνει κάθε συνθήκη. Είναι εθισμένη στην αίσθηση απόλυτου και επιθετικού ελέγχου, καθώς έχει υπάρξει θύμα καταστάσεων στις οποίες δεν μπορούσε να επέμβει.

Από την άλλη, όμως, η σύνδεσή της με τους υπόλοιπους χαρακτήρες, με λαμπρή εξαίρεση τη θετή μητέρα της που ερμηνεύει απίθανα η Μάριελ Χέλερ και στην οποία βρίσκει μία αληθινή συνοδοιπόρο, είναι ανεπαρκής. Το υποτυπώδες love story περισσότερο αναγγέλλεται παρά εκτίθεται, ενώ και οι άνδρες που συναντά σαγηνεύονται από την παρουσία της με τρόπο εξωφρενικά ξαφνικό. Ο εθισμός της σε χάπια και αλκοόλ, ενώ καθίσταται σαφής ο γενεσιουργός του λόγος, επανέρχεται περισσότερο για εξυπηρετήσει μία συγκεκριμένη στροφή της ιστορίας παρά σαν στοιχείο του χαρακτήρα, γι’ αυτό και η Μπεθ μοιάζει να τον ξεπερνάει τόσο εύκολα. Τέλος, η πρόωρη διασημότητα πληγώνει τη νεανική ψυχή της, αλλά ούτε και αυτή αποτελεί κάποιο πεδίο εμβάθυνσης για τη σειρά.

Στη σειρά βέβαια κυριαρχεί και μία σειρά στερεοτύπων που ανακόπτει την ισχύ της ως προς τη σύνδεση με την σημερινή πραγματικότητα. Υπάρχουν μερικά επουσιώδη, όπως η εμφάνιση μιας στερεοτυπικής Γαλλίδας που βρίσκεται φυσικά σε ménage à trois και κυκλοφορεί θαρρείς με μπερέ και μπαγκέτα στο χέρι, η οποία αποσκοπεί αποκλειστικά στον αποπροσανατολισμό της πρωταγωνίστριας από τον στόχο της. Υπάρχουν όμως και πιο καίρια: οι σεκάνς που απεικονίζουν την Μπεθ ημίγυμνη να χορεύει ή να τριγυρνά περίλυπη με τα εσώρουχα μοιάζουν με πεντακάθαρη έκφανση της στερεοτυπική ανδρικής οπτικής πάνω σε έναν γυναικείο χαρακτήρα. Όλα αυτά μάλιστα σε μία σειρά που αξιώνει μία θέση σε σημαντικά σύγχρονα έργα φεμινιστικής ευαισθησίας, μέσω κάποιων κραυγαλέων δραματουργικών υπερβολών.

Ωστόσο, δεν παρατίθενται τα πάντα στη σειρά από μία σεξιστική οπτική. Η ίδια η Μπεθ Χάρμον δεν ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για τη θριαμβολογία που θα μπορούσε να αναπτυχθεί γύρω από το πρόσωπό της με γνώμονα το φύλο της. Τούτο βρίσκεται σε ακολουθία με τον χαρακτήρα της flawed genius που της προσδίδει η σειρά, καθώς ενδιαφέρεται πρωτίστως για την προσωπική της επικράτηση έναντι πάντων.

Οι σεξιστικοί όροι του παιχνιδιού την προσβάλλουν στον βαθμό που θέτουν εμπόδια στην πορεία της προς αυτό. Μάλιστα, μία συνάντηση με μία παλιά της συμμαθήτρια που έχει ακολουθήσει την πορεία της «νοικοκυράς» και δυστυχεί εμφανώς οδηγεί τη σειρά σε ένα οριακό σημείο με βάση μία φεμινιστική ανάγνωση. Η ακύρωση κάθε άλλης πορείας από αυτήν που διάλεξε η Μπεθ ως πηγής δυστυχίας δε συνάδει με την πολυμέρεια των σύγχρονων αντιλήψεων και μοιάζει τελικώς περισσότερο οπισθοδρομική παρά προοδευτική. Βέβαια, ο Φρανκ επιχειρεί με αμφίβολη επιτυχία  να ξεγλιστρήσει από αυτόν τον σκόπελο επαναλαμβάνοντας τη σκηνή με αμφότερες τις πρωταγωνίστριες δυστυχείς.

Ως ψυχροπολεμικό δράμα πάντως, το δημιούργημα του Σκοτ Φρανκ τα πηγαίνει περίφημα κατά τη γνώμη του γράφοντος. Αντιστρέφοντας τους συνήθεις όρους μιας αμερικανικής παραγωγής, εκθέτει τις αδυναμίες του αμερικανικού μηχανισμο και τον εθισμό του προς την προβολή της νικηφόρου εικόνας διεθνώς. Η Μπεθ καλείται να επιτελέσει τον θρίαμβο μόνη της, και αν όχι μόνη της με τη βοήθεια έτερων σκακιστών, ο κρατικός μηχανισμός προσφέρει ελάχιστα κεφάλαια και μπόλικη επιτήρηση των κινήσεών της.

Στον αντίποδα αυτού, η σοβιετική σκακιστική πραγματικότητα φανερώνει μία ποικιλόμορφη ενασχόληση με το άθλημα. Ο κρατικός μηχανισμός επενδύει πολλά και βλέπει τις επενδύσεις του να αποφέρουν καρπούς, αφού το σκάκι ήταν ένα θέατρο του εικοστού αιώνα στο οποίο η κυριαρχία των Σοβιετικών υπήρξε καθολική. Ο κόσμος αγαπάει το σκάκι περισσότερο από τον εθνικό θρίαμβο σε αυτό, παίζει στα ανοικτά πάρκα και τούτο συνθέτει μία επιτυχημένη αντίθεση με τις εικόνες της Μπεθ να μαθαίνει και να σκάκι σε ένα ανήλιαγο υπόγειο και παρά την απαγόρευση της διευθύντριας του ορφανοτροφείου.

Ο Φρανκ, παίρνοντας την πρώτη ύλη από το βιβλίο του Τέβις, φιλοτεχνεί μία παράλληλη ιστορία με την πραγματική του Μπόμπι Φίσερ, η κλίμακωση της οποίας θα συμβεί αναμφίβολα στην αναπαράσταση του «αγώνα του αιώνα» μεταξύ Φίσερ και Μπόρις Σπάσκι. Δεν ενδιαφέρεται να προσαρμόσει τους όρους της ζωής της Μπεθ με αυτούς του Αμερικανού πρωταθλητή, αλλά περισσότερο να συνταιριάξει την πορεία της και τη στάση της απέναντι στο άθλημα με τη δική του.

Όσο για την Άνια Τέιλορ – Τζόι, για την ερμηνεία της οποίας έχει γίνει διεθνώς πολύς λόγος, είναι από εκείνες τις φορές που οι έπαινοι εδράζονται απολύτως στην πραγματικότητα. Η νεαρή ηθοποιός, έχοντας πραγματοποιήσει δυναμικό μπάσιμο προ πενταετίας στον σινεμά με υπέροχες ερμηνείες σε The VVitch και Split, με τούτη την ερμηνεία παραλαμβάνει κατά πάσα πιθανότητα το διαβατήριο προς το stardom. Διαμορφώνει δικά της ερμηνευτικά μοτίβα, όπως το ελαφρύ μειδίαμα μετά από κάθε κίνηση στη σκακιέρα που ο χαρακτήρας της γνωρίζει ότι θα την οδηγήσει με βεβαιότητα στη νίκη. Εκμεταλλεύεται όλο τον χώρο που της παραχωρεί ο Φρανκ, γεμίζει κάθε ανεπαίσθητη λεπτομέρεια στον χαρακτήρα της Μπεθ Χάρμον με την απαιτούμενη και κοιτάει με θράσος σχεδόν ευθεία την κάμερα λες και θέλει να αναγκάσει τον θεατή να ρίξει τον βασιλιά και να τείνει το χέρι για τη χειραψία της παραδοχής ήττας.

Συνολικά, πρόκειται για μία σειρά με αισθητική συνοχή, αναντίρρητα θέλγητρα και ένα tour de force από την πρωταγωνίστριά της. Απευθύνεται σε σκακιστές και μη, αν και όσοι έχουν βρεθεί σε κάποιο τουρνουά σκακιού στη ζωή τους μάλλον θα νιώσουν να ξεκλειδώνεται μέσα τους ένα ακόμα συναισθηματικό μονοπάτι για να συνδεθούν με τα τεκταινόμενα. Σε κάθε περίπτωση, και παρά τις εγγενείς αδυναμίες του, το «The Queen’s Gambit» εμφορείται από ακαταμάχητο στυλ και φτάνει στο τέλος των επτά επεισοδίων του δίχως ο θεατής να έχει καταλάβει πότε πέρασε η ώρα. Αυτό είναι μεγάλο προσόν  για μία μίνι σειρά, αλλά μένει να φανεί αν θα αντέξει στο πέρασμα του χρόνου ή αν θα έχει ανάλογη πορεία με άλλα υπερεπιτυχημένα τηλεοπτικά προϊόντα του Netflix που πέρασαν στην λήθη του κοινού όσο γρήγορα σκαρφάλωσαν στην κορυφή των προτιμήσεών του.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑