Wild Strawberries (Smultronstället)

Σκηνοθεσία: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

Παίζουν: Βίκτορ Σιέστρεμ, Μπίμπι Άντερσον, Ίνγκριντ Τούλιν

Διάρκεια: 91′

Σε ένα αχνό λυκόφως που δεν λέει να σβήσει, ένας ηλικιωμένος άνδρας περιδιαβαίνει τους έρημους δρόμους μιας εγκαταλελειμμένης πόλης. Αντικρίζει ρολόγια χωρίς δείκτες, πρόσωπα χωρίς μάτια. Μια νεκροφόρα ξεπροβάλλει και τρακάρει σε ένα στύλο. Ένα φέρετρο κατρακυλά στον δρόμο, το καπάκι του ανοίγει κι ένα χέρι πετιέται, θαρρείς προσκαλώντας τον γερασμένο άνδρα να του κάνει παρέα. Έχει αρκετό χώρο για να πεθάνεις, που είχε κάποτε γράψει κι ένας δικός μας ποιητής. Πέρα όμως από αρκετός χώρος, στις Άγριες Φράουλες (1957), υπάρχει και επαρκής χρόνος για να αφουγκραστείς το τέλος.

Ο χρόνος είναι αμείλικτος στο πέρασμά του, αλλά και στοργικός μέσα στην ανελέητη ροή του. Φτιάχνει μια εσοχή, μια κοιλότητα, στην οποία μπορείς να βυθιστείς για να αναμετρηθείς με τον αθεράπευτο φόβο του χαμού, τις ατελείωτες μετάνοιες, την ανάγκη για συγχώρεση και ανακωχή που αφοπλίζει κάθε εγωισμό, τα νιάτα που εμφανίζονται σαν φαντάσματα ενός πρότερου εαυτού που έχει ήδη πεθάνει. Οι επίμονες και απρόσκλητες αναμνήσεις, εξάλλου, λειτουργούν πάντα και ως μια επώδυνη υπενθύμιση της θνητότητας.

Ο ίδιος ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν είχε δηλώσει πως η εναρκτήρια ονειρώδης σεκάνς με το φέρετρο αναπαριστά ένα όνειρο που έβλεπε διαρκώς, ενώ είχε χαρακτηρίσει την ταινία ως μια υποσυνείδητη προσπάθεια να υπογράψει μια άτυπη συμφιλίωση με τους γονείς του, θάβοντας τα μίση, τις πίκρες και τα τραύματα της παιδικής του ηλικίας. Οι Άγριες Φράουλες κουβαλούν, πράγματι, ένα σαρωτικό φορτίο προσωπικής περισυλλογής και εσωτερικού στοχασμού, που διαπλέκει θύμησες, όνειρα, φαντασιώσεις, ανεκπλήρωτες και ατελείς ερμηνείες του παρελθόντος.

Κι αφήνουν ένα κατακάθι οικειότητας και ενσυναίσθησης, που όσο κι αν πικρίζει, δεν θέλεις με τίποτα να το αποχωριστείς. Γιατί το νιώθεις κατάδικό σου, σαν να σου ανήκε από πάντα, σαν να σου υπενθυμίζει γεγονότα που δεν έχεις προλάβει ακόμη να ζήσεις, αλλά με κάποιο μυστηριώδη τρόπο γνωρίζεις ήδη στην εντέλεια. Σαν να εκφράζει όλα όσα ελπίζεις ότι θα στοχαστείς με θάρρος και παρρησία, δεκτικός και γενναίος απέναντι στη μικροπρέπεια και τη λιγοψυχία που αναπόφευκτα κρύβεις κι εσύ μέσα σου, σε κάθε νέα αφορμή «τέλους» -όχι απαραίτητα βιολογικού- που θα προκύπτει στη διαδρομή της ζωής σου.

Ο πρωτότυπος σουηδικός τίτλος Smultronstället μεταφράζεται μεν κατά κυριολεξία -στο περίπου- ως “μέρος όπου φυτρώνουν άγριες φράουλες”, αλλά η μεταφορική του σημασία είναι που συμπυκνώνει όλη την ουσία. Διότι αυτή η υπέροχη σουηδική λέξη χρησιμοποιείται, επίσης, για να περιγράψει έναν locus amoenus, έναν ειδυλλιακό τόπο που υφίσταται μονάχα στη φαντασία μας, έναν επίγειο παράδεισο ασφάλειας και βολής. Ο Μπέργκμαν, 25 χρόνια μετά το Wild Strawberries, επιστρέφει στον ίδιο συμβολισμό στο Φανύ και Αλέξανδρος (1982), θέλοντας να απεικονίσει τη χαμένη Εδέμ των νιάτων, όπου κυριαρχεί η άδολη και ανυποψίαστη αγάπη, προτού δηλητηριαστεί από την ενήλικη όψη των πραγμάτων.

Ο άνδρας της αρχικής σκηνής δεν είναι άλλος από τον 76χρονο καθηγητή Ιατρικής Isak Borg, ο οποίος ταξιδεύει από τη Στοκχόλμη σε μια επαρχιακή πόλη, προκειμένου να παρευρεθεί σε μια τιμητική εκδήλωση, όπου θα βραβευτεί για το ακαδημαϊκό του έργο. Σε μια διαδρομή αναμόχλευσης και εσωτερικού διαλόγου, θα ακροβατήσει ανάμεσα στο ξύπνιο όνειρο και την παραίσθηση της πραγματικότητας, θα ανατρέξει σε ό,τι τον διαμόρφωσε. Όχι όμως γραμμικά και λογικά, σαν ένα ταξίδι που αποτελείται από ξεκάθαρους σταθμούς ή σαν ένα βιβλίο που χωρίζεται σε ευκρινή κεφάλαια. Αντιθέτως, θα επισκεφτεί εκείνες τις μεταιχμιακές καταστάσεις, όπου σχεδόν μπορείς να ανοίξεις διάλογο με τον εαυτό σου και να ομολογήσεις τις πιο απόκρυφες υπόνοιες και σκέψεις.

Ο βετεράνος ηθοποιός Βίκτορ Σιέστρεμ, που είχε διαπρέψει ως σκηνοθέτης στην εποχή του βωβού κινηματογράφου και στράφηκε αποκλειστικά στην ηθοποιία όταν κυριάρχησαν οι ομιλούσες ταινίες, είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για την αβίαστη τρυφερότητα που αναβλύζει σχεδόν από κάθε σκηνή, σμιλεύοντας την καθάρια αυστηρότητα του Μπέργκμαν με τη λύτρωση μιας αναπάντεχης επιείκειας. Η εξιστόρηση μιας ζωής δεν ισοδυναμεί με καμία δικαιωματική ανάπαυση, με κανένα ουρανοκατέβατο συγχωροχάρτι, έχει αξία και υπόσταση μόνο αν αναμετράται με κάθε αθέατη πλευρά της, χωρίς στρογγυλέματα και καλλωπισμούς, μας λέει -όπως πάντα- ο Μπέργκμαν. Σύμφωνοι, αλλά σε μια τέτοια αναδρομή θάρρους και πίκρας, μας αξίζει και μια μικρή ανταμοιβή, δευτερολογεί ο Σιέστρεμ. Ένα στερνό και αναπολογητικό χαμόγελο, μακριά από την αυτολύπηση και τη διάψευση. Ούτως ή άλλως, όταν η ζωή πλησιάζει στο τέλος της κινδυνεύει πάντα να φανεί ασκόπως ξοδεμένη.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑