Σκηνοθεσία: Μπέλα Ταρ
Παίζουν: Γιάνος Ντέρζσι, Ερίκα Μποκ, Μιχάλυ Κόρμος
Διάρκεια: 146′
Το Άλογο του Τορίνο είναι μια ταινία για τον Θάνατο. Τον Θάνατο, όμως, όχι σαν βιολογική πραγματικότητα ή σωματικό πεπρωμένο, όσο σαν αργόσυρτη πορεία προς το Τέλος. Και μ’ αυτή την έννοια, ο φιλμικός χρόνος και όλα όσα συμβαίνουν εντός του, γίνονται μια πένθιμη μαθητεία στο γήρας (τα δυσάρεστα πράγματα απαιτούν, επίσης, μια μέθοδο -αυτή είναι η διδασκαλία των στωικών), στο θνήσκειν του Ανθρώπου και του Πολιτισμού.
Πολλοί δυσκολεύονται να έρθουν αντιμέτωποι με έργα τέχνης τόσο απόλυτα στην ειλικρίνειά τους. Είναι οι ίδιοι που θα σου πουν ότι η συγκεκριμένη ταινία «δεν αντέχεται». Μα πώς να αντέξεις το ολοφάνερο; Ότι είμαστε ταγμένοι στο Θάνατο; Έχουμε βρει χιλιάδες τρόπους για να αποστρέφουμε το βλέμμα μας από αυτό το γεγονός. Ο Μπέλα Ταρ αηδιάζει με τις υπεκφυγές μας. Η καθαρή, τίμια σε σημείο απελπισίας, πρόθεσή του, είναι να το αποκαλύψει σε όσους έχουν κουράγιο. Δεν τον ενδιαφέρει ο ανυπόμονος θεατής. Δεν τον ενδιαφέρει, επίσης, όποιος δεν είναι εξοικειωμένος με τον στοχασμό του Νίτσε.
Φαινομενικά τίποτα συναρπαστικό δεν διαδραματίζεται. Ένας γέρος με την κόρη του σε ένα απομονωμένο, πετρόχτιστο σπίτι, επαναλαμβάνουν καθημερινά τις ίδιες κινήσεις: ξυπνούν, η μικρή τον ντύνει (αφού το ένα του χέρι έχει παραλύσει), αυτός παίρνει το άλογό του και τραβάει προς την πόλη, εκείνη βγάζει νερό από το πηγάδι, μαζεύει με την τσουγκράνα ξερόχορτα, ανάβει φωτιά, όταν ο γέρος επιστρέφει, βράζουν πατάτες, τις τρώνε (ξεφλουδίζοντας τες με τα χέρια), πλένουν ρούχα, κοιμούνται. Την επόμενη μέρα τα ίδια. Η επανάληψη αυτή φορτίζεται με ένα κρίσιμο βάρος που την καθιστά δυσβάσταχτη.
Δεν είναι τα εγχειρήματα ιδιαίτερα καθεαυτά, το αντίθετο. Το στήσιμο της κάμερας είναι που τα μετατρέπει σε σύμβολα της ανθρώπινης Πράξης εν γένει. Τα μακρόσυρτα πλάνα που ακολουθούν, κατά πόδας, τους χαρακτήρες στο υπαρξιακό αγκομαχητό τους, οι γωνίες λήψεις από κάτω προς τα πάνω, η εμβάθυνση του φακού στον σπαραγμό της πιο πρωτόλειας απομόνωσης. Οι σκιές, τα εκθαμβωτικά λευκά και τα αβυσσαλέα μαύρα της συγκλονιστικής φωτογραφίας. Η ανατριχιαστική μουσική που μοιρολογεί μια προαναγγελθείσα εξαφάνιση. Πρόκειται για μια φόρμα, θαυμαστά απαλλαγμένη από το οποιοδήποτε στολίδι, μια σκηνοθετική ασκητική, σχεδόν.
Κι επειδή ο λόγος περιορίζεται στην ελάχιστη χρήση του (με εξαίρεση τον νιτσεϊκό μονόλογο του περίεργου επισκέπτη κάπου στη μέση της ταινίας), οι δυο σιωπηλές φιγούρες παίρνουν στα μάτια μας, γιγαντιαίες διαστάσεις. Ο Σαρτρ έγραφε κάποτε, σχολιάζοντας ένα βιβλίο του Φώκνερ, ότι η απουσία διαλόγων και εσωτερικών μονολόγων, ήταν ένα, σοφά υπολογισμένο, συγγραφικό τέχνασμα προκειμένου να δημιουργηθεί η εντύπωση του απόμακρου, του υπερανθρώπινου. Και συμπλήρωνε: «οι θεοί των Μάγιας δεν πιάνουν ψιλοκουβέντα μεταξύ τους». Αυτή είναι κι εδώ η περίπτωση.
Η γλώσσα προσφέρει μια όψη οικειότητας. Την καταργείς και ξάφνου όλα μοιάζουν προκατακλυσμιαία. Τα πλάσματα αυτά που δεν απαντώνται στο φλύαρο σύμπαν της καθημερινής πολυλογίας μας, αποκομμένα από τον κόσμο κι απ’ ό,τι τον κάνει να μοιάζει ακίνδυνος, έκθετα στις διαθέσεις μιας τερατώδους, ανυπότακτης απ’ την ιστορία, φύσης (ο άνεμος, με το διαρκές βουητό του, είναι ο αφανέρωτος πρωταγωνιστής της ταινίας), μοιάζουν με βιβλικά απολιθώματα, με θηρία που κατοίκησαν την πρώτη μέρα της δημιουργίας.
Ο μινιμαλισμός του Ταρ, όμως, δεν είναι άποψη, είναι ηθική στάση. Δε θέλει να καλύψει τίποτα. Πρέπει να δώσει την ανθρώπινη συνθήκη, γυμνή. Γι’ αυτό και διαλέγει να εισάγει τον τόπο, τον χρόνο και τους ανθρώπους του, μέσα στο πιο ασφυκτικό πλαίσιο του στοιχειώδους. Κάπως έτσι φαντάζεται κανείς την πρωτόγονη κατάσταση των πρώτων κοινωνιών. Αμίλητοι κόβουν ξύλα, ανάβουν το τσουκάλι, πλένουν, κατασκευάζουν ό,τι τους είναι απαραίτητο.
Οι ήρωες του Ταρ περιστοιχίζονται από μια «στεγνή» εργαλειακότητα του περιβάλλοντος, από αντικείμενα που απαντούν στις πιο βασικές ανάγκες τους και μετά αχρηστεύονται. Τίποτα δεν θέτει σε πειρασμό τη συνείδηση, τίποτα δεν την σπρώχνει προς μια πνευματική αποτίμηση της κατάστασής τους. Ο κόσμος τους δεν είναι παρά ένας λαξεμένος βραχότοπος, χωρίς απολαύσεις. Τα πάντα είναι τυφλή, βουβή, στοιχειώδης εργασία. Βρίσκονται εκτός Ιστορίας; Υπάρχουν πριν απ’ αυτήν ή μετά την καταστροφή της;
Κάτι μας σπρώχνει να πιστέψουμε πως είναι οι τραγικοί φύλακες μιας αποπνευματοποιημένης ανθρωπότητας, ενός νεκρού πολιτισμού που το λείψανό του νιώθουν πως οφείλουν να συντηρήσουν. Πνιγμένοι στη γκρίζα μονοτονία μιας δράσης που εξαντλείται στα όρια της νύχτας και την επόμενη μέρα ξαναρχίζει το ίδιο κενή, το ίδιο αδιάφορη. Η πορεία προς το πηγάδι –με τον μανιασμένο αέρα να την μετατρέπει σε ριψοκίνδυνο άθλο-μοιάζει κάθε φορά με τελετουργικό εξιλασμού (και ο Ταρ απαιτεί να την βιώσεις σε όλη της την κατάνυξη, γι’ αυτό και αφήνει τον φιλμικό χρόνο να κυλάει, χωρίς να βιάζεται να περάσει στο επόμενο πλάνο).
Ποιος θεός απαιτεί αυτές τις θυσίες, ποια ανώτερη δύναμη ικανοποιείται με τον σταδιακό μαρασμό αυτών των ζωών που στερεύουν ώρα με την ώρα; Τους βλέπουμε να κοιτάνε έξω από το παράθυρο ανάμεσα στις δουλειές τους. Τι περιμένουν να δουν; Μια αναπάντεχη ανάσταση ίσως. Φυσικά τίποτα δεν έρχεται. Μόνο προμηνύματα για την ματαιότητα της αποστολής τους. Πρώτα ο ξένος που ανακοινώνει την ήττα των ανώτερων ανθρώπων, μετά οι τρελοί κι αδάμαστοι τσιγγάνοι που θα αποικήσουν με το γέλιο τους τη γη, όταν η θανάσιμη σοβαρότητα των τελευταίων ανθρώπων θα εκλείψει.
Κι ύστερα, φυσικά, είναι το άλογο. Αυτό το αγέρωχο, πανέμορφο ζώο που χάνει την όρεξη να ζήσει. Σταματάει να τρώει, να πίνει, αδυνατίζει συνεχώς. Η εγκατάλειψη του αλόγου θα γίνει προάγγελος της ανθρώπινης θνητότητας. Σύντομα θα σταματήσει η κοπέλα να τρώει, κι όπως εκείνη το έλεγε στο άλογο, έτσι θα προσπαθεί ο πατέρας της να τη συνεφέρει: «πρέπει να τρώμε». Αυτή η επίκληση στο ένστικτο της επιβίωσης προσκρούει σε κουφά αυτιά. Ο θάνατος έχει ήδη εγκατασταθεί στο σπίτι τους και τίποτα δε μπορεί να τον απομακρύνει. Το επαναλαμβανόμενο «ξόρκι» των καθημερινών δραστηριοτήτων (μπορεί κανείς να θυμηθεί και τον Καμύ, που χρησιμοποιεί τον Σίσυφο σαν σύμβολο αξιοπρέπειας σε έναν κόσμο φριχτά παράλογο, χωρίς τελικό προορισμό) δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα.
Δεν μπορούν να νικήσουν το Κακό. Ήδη η φύση είχε ξεκινήσει να τους αποδιώχνει, το πηγάδι στέρεψε, ο άνεμος, λυσσασμένος και εχθρικός, μοιάζει να θέλει να τους ξεριζώσει από το έδαφος. Τα μυθικά αυτά όντα, «σύμβολα ζωής υπερτέρας» όπως θα έλεγε κι ο Καρυωτάκης, με όλο το μεταφυσικό νόημα που έχει επενδύσει ο Ταρ την κάθε χειρονομία τους, με το αλύγιστο της στάσης τους και την υπερκόσμια απαντοχή, πρέπει στο τέλος, κι αυτά με τη σειρά τους να εκλείψουν. Όπως ο πολιτισμός που τα γέννησε και τα εγκατέλειψε.
Ο Ζακ Ντεριντά, λίγους μήνες πριν το θάνατό του, σε συνέντευξη που είχε δώσει, παρατηρούσε ότι κατά τον Πλάτωνα, όλο το εγχείρημα της φιλοσοφίας συνίσταται σε μια προσπάθεια να μάθει κανείς να πεθαίνει. Και παραδεχόταν, με μεγάλη ειλικρίνεια, πώς παρά τη σπουδαία διαδρομή του, δεν το είχε καταφέρει. Φοβόταν. Στο Άλογο του Τορίνο, ο Ταρ υπενθυμίζει ότι κανείς δε μπορεί να προετοιμαστεί, συνειδητά, για το τέλος. Το μόνο που δύναται να κάνει, είναι να συνεχίζει με μικρές, πανομοιότυπες, περιορισμένες πράξεις, την σύμπλευση με τον Χρόνο, αφού η ίδια η διάρκεια εμπεριέχει μέσα της, αόρατη, την παύση κάθε διάρκειας. Αν υπάρχει κάποιου είδους άμυνα απέναντι στο αναπόφευκτο, αυτή βρίσκεται στη συνειδητοποίηση ότι μέσα στο Χρόνο κυοφορείται το άχρονο.
Το οριοθετημένο εκβάλλει σ’ αυτό που δεν έχει όριο, το Είναι πλαισιώνεται από το Μηδέν, το πεπερασμένο από το απέραντο. Γι’ αυτό, αντί να μας αποκρύπτει τη διάρκεια (κάτι που προσμετράται, συνήθως, στα θετικά μιας ταινίας- κι έτσι λέμε, προκειμένου να την τιμήσουμε: «ούτε που το κατάλαβα πως πέρασε η ώρα»), μας εγκλωβίζει σ’ αυτήν, μας στερεί το οξυγόνο, ασφυκτιούμε από την πολλή διάρκεια. Διάρκεια των κινήσεων, των εργασιών, της συνήθειας, της χειρονομίας. Με λίγα λόγια: ύπαρξη, παράδοξα περικυκλωμένη, όμως, από την ανυπαρξία (ανυπαρξία νοήματος, ελευθερίας, περιεχομένου, σκοπού, επιθυμίας).
Πρέπει να νιώσουμε την ύπαρξή μας σαν βάρος, αν θέλουμε να καταλάβουμε πού το πηγαίνει ο Ταρ. Μόνο κατανοώντας την κυκλικότητα του βίου, το επανερχόμενο και ατέρμονο της, μέρα με τη μέρα, διαμονής μας στον κόσμο, την αβάσταχτη μικρότητα του καθημερινού και τον σιωπηρό καταναγκασμό της επιβίωσης, μπορούμε να κοιτάξουμε με θάρρος το τέλος. Ο Θάνατος είναι ήδη παρών μέσα στη ζωή, είναι η σκιερή, ανάποδη όψη του κάθε πράγματος. Έτσι, ο ρυθμός του έργου, είναι ο αντάτζιο ρυθμός της ζωής, το τέμπο της πικρής επανάληψης, η νιτσεϊκή αιώνια επιστροφή του ίδιου.
Αυτή είναι η έννοια της «μαθητείας στο θνήσκειν» που αναφέραμε στην αρχή αυτού του κειμένου. Όταν τελειώνει η ταινία, τελειώνει κι η δοκιμασία. Και αντιλαμβάνεσαι αν είσαι γενναίος ή δειλός, αν μπορείς να αντικρίσεις έτσι γυμνό το Είναι, ή αν έχεις άμεση ανάγκη από τις καθησυχαστικές παραμυθίες για να μπορέσεις να συνεχίσεις. Ο Bela Tarr δεν κάνει τέχνη «διασκεδαστική» (αλίμονο μας αν υπάρχει τέτοιο πράγμα), κάνει Τέχνη αλύπητη, μεγαλεπήβολη, σεισμική. Αυτό είναι θηριώδες σινεμά.