Reviews The Exorcist (1973)

26 Δεκεμβρίου 2022 |

0

The Exorcist (1973)

Σκηνοθεσία: Γουίλιαμ Φρίντκιν

Παίζουν: Μαξ φον Σίντοφ, Τζέισον Μίλερ, Έλεν Μπέρνστιν, Λίντα Μπλερ

Διάρκεια: 122′

Έτος παραγωγής: 1973

Το Κακό δεν στήνει ενέδρες σε ομιχλώδη σοκάκια καθώς επιστρέφουμε αμέριμνοι σπίτι, ούτε υποχωρεί με ξόρκια και προσευχές. Το Κακό ψάχνει ξενιστές και κατοικεί μέσα μας, εφόσον το επιτρέψουμε και του δώσουμε χώρο. Διότι είναι αλληλένδετο με τον φόβο που το συνοδεύει, γιατί συντονίζεται με έναν εσωτερικό παλμό που χτυπά παράλληλα με την καρδιά. Στην πραγματικότητα, αυτό που τρέμουμε είναι η πιθανότητα να διαθέτουμε φιλόξενους υποδοχείς απέναντι σε καθετί σκοτεινό. Γιατί άπαξ και χτίσει ζεστή φωλιά μέσα μας, ο μόνος τρόπος να το νικήσουμε είναι να ξεπαστρέψουμε τον ίδιο μας τον εαυτό.

Η ιστορία που ξεδιπλώνεται στο μυθικό The Exorcist του Γουίλιαμ Φρίντκιν είναι πασίγνωστη, ελάχιστοι όμως θυμούνται ότι στα εναρκτήρια πλάνα της μας ταξιδεύει μακριά από το κυρίως πεδίο δράσης. Κάπου στη Μέση Ανατολή, σε ένα τοπίο απογυμνωμένο από την ανθρώπινη παρουσία, ο Father Merrin (ο δωρικός και αρχοντικός Μαξ φον Σίντοφ) αντικρίζει ένα εύρημα που (του) προκαλεί τρόμο. Ένα άγαλμα σχεδόν νοσηρό, θαρρείς φτιαγμένο από τους πιο ανομολόγητους εφιάλτες, που ανασύρει από τα ερείπια του μυαλού μια προαιώνια και παντοτινή κακόβουλη δύναμη, η οποία γεννήθηκε μαζί με τον κόσμο, τον άνθρωπο και τη σύλληψη του θεού. Και θα βαδίζει στο πλευρό μας και μέσα μας μέχρι το τέλος του χρόνου και ακόμη παραπέρα.

Ο Father Merrin σαστίζει, γουρλώνει τα μάτια, χάσκει εμβρόντητος. Ξαφνικά, και για λίγα μεγαλειώδη δευτερόλεπτα, μια απροσδιόριστη απειλή κατακλύζει τα πάντα. Το αδιαπέραστο βλέμμα των ντόπιων, τα γρυλίσματα δυο σκύλων που αλληλοσπαράζονται, ο θόρυβος από τις αξίνες και τα μηχανήματα που συγχωνεύονται με το τρελό καρδιοχτύπι του πρωταγωνιστή, ο φλεγόμενος ουρανός. Με άλλα λόγια, ο απόλυτος πανικός απέναντι στην επέλαση ενός ανίκητου αντιπάλου. Η εκπληκτική σεκάνς κορυφώνεται με ένα κάδρο ανατριχιαστικής γεωμετρίας, όπου ο Father Merrin στέκεται απέναντι στον πυλώνα του Κακού, τρεμάμενος, εύθραυστος, ετοιμόρροπος. Ανάμεσά τους μεσολαβεί ένας γκρεμός και προς το παρόν το Κακό είναι που στέκει αγέρωχο μπροστά στο απελπισμένο Καλό. Το μήνυμα έχει δοθεί ευθύς εξαρχής: ο άνθρωπος είναι αντιμέτωπος με το κτήνος που έχει φτιάξει ο ίδιος και ξεθάβει κάθε τρεις και λίγο άθελά του.

O Eξορκιστής (1973) έγινε η πρώτη horror movie στην ιστορία του κινηματογράφου που βρέθηκε προτεινόμενη για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, αποσπώντας συνολικά 10 οσκαρικές υποψηφιότητες και κερδίζοντας 2 αγαλματίδια, στις κατηγορίες του Ήχου και του Διασκευασμένου Σεναρίου. Το σενάριο της ταινίας, παρεμπιπτόντως, είχε γραφτεί από τον Γουίλιαμ Πίτερ Μπλάτι, συγγραφέα του ομότιτλου βιβλίου που είχε εκδοθεί 2 χρόνια νωρίτερα από την ταινία. Το μυθιστόρημα του Mπλάτι αντλεί έμπευση από μια αληθινή ιστορία εξορκισμού στα τέλη της δεκαετίας του ’40, με πρωταγωνιστή ένα αγόρι με το ψευδώνυμο Ronald Doe (το αληθινό ονοματεπώνυμο του οποίου δεν αποκαλύφθηκε ποτέ), με τις μεταγενέστερες έρευνες να καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η «δαιμονική» συμπεριφορά του παιδιού ήταν πλήρως ερμηνεύσιμη με αμιγώς επιστημονικά κριτήρια.

Από τον μυστικισμό της αρχαίας Μεσοποταμίας μεταφερόμαστε στην απόκοσμη ηρεμία της Τζορτζτάουν των ΗΠΑ και ο Φρίντκιν δεν αργεί να φανερώσει (όσο κι αν το horror περιτύλιγμα αιχμαλωτίζει το μάτι) την αληθινή ρίζα του (κάθε) Κακού: την έλλειψη πίστης σε ό,τι καλό πηγάζει από μέσα μας, την αδυναμία του ανθρώπου να σταθεί με γενναιότητα απέναντι στη φρίκη, στον πόνο, στον φόβο του θανάτου και στις δικές του αμαρτίες, την αμφιβολία και την ταραχή απέναντι στο ανεξήγητο και στο άγνωστο, την απροθυμία μας να συγχωρήσουμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας, όπως καθρεφτίζεται στο πρόσωπο του Father Carras (ο εύθραυστος και εύπλαστος Τζέισον Μίλερ), ο οποίος κουβαλά και ένα αβάσταχτο φορτίο ενοχών για τον θάνατο της μητέρας του.

Ο Φρίντκιν δημιουργεί κατά ριπάς σκηνές ανθολογίας, όπως το αιωρούμενο κορμί του δαιμονισμένου κοριτσιού, την αναστροφή του κεφαλιού, το κατέβασμα στις σκάλες (σε μια από τις πιο εμπνευσμένες στιγμές τρόμου στην ιστορία του σινεμά), αλλά κυρίως την άφιξη του Father Merrin στο σπιτικό του τρόμου, όπου η σκόνη του φόβου θαρρείς μπλέκεται με τον αέρα και λερώνει τη νύχτα. Η αληθινή όμως μαστοριά της ταινίας έγκειται σε όλες τις φαινομενικά αθέατες λεπτομέρειες, στις αντιθέσεις, στους υπαινιγμούς, στα αδιόρατα σχόλια και φυσικά στη μεγαλειώδη μάχη που μαίνεται, η οποία είναι πρωτίστως εσωτερικής φύσης. Ο Father Carras, ο οποίος αρχικά δειλιάζει και δίνει στο Κακό το πάνω χέρι, επιστρέφει για να θυσιαστεί και να νικήσει το σκοτάδι που έχει αρχίσει να καταπίνει την ψυχή του.

Αντί επιλόγου, ένα ενδιαφέρον τρίβια. Σε μια σκηνή της ταινίας, όταν ο ελληνικής καταγωγής Father Carras επισκέπτεται τη μητέρα του, ακούγεται ένας ραδιοφωνικός σταθμός της ελληνικής Διασποράς, ο οποίος -πέρα από καναδυό απολαυστικές διαφημίσεις για κάποιον χώρο εκδηλώσεων στην Αστόρια και για ένα φαρμακείο στο Μπρούκλιν- παίζει τα τραγούδια «Ιστορία μου, αμαρτία μου» από τη Ρίτα Σακελλαρίου και «Παραμυθάκι μου» από τον Γιάννη Καλατζή, σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Επιπλέον, η γηραία κυρία που υποδύεται τη μητέρα του Father Karras είναι η Βασιλική Μαλλιαρού, Ελληνίδα μετανάστρια από την Αθήνα, η οποία δεν είχε καμία σχέση με την υποκριτική. Έναν χρόνο πριν και τελείως τυχαία, ο Φρίντκιν την είχε ξετρυπώσει σε ένα ελληνικό εστιατόριο της Νέας Υόρκης, μαγεύτηκε από τη φυσιογνωμία της και την έπεισε να εμφανιστεί στην ταινία του. Δυστυχώς, δεν έμελλε να δει τον εαυτό της στη μεγάλη οθόνη μιας και έφυγε από τη ζωή νωρίτερα την ίδια χρονιά, σε ηλικία 89 ετών.

 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑