The Candidate

Σκηνοθεσία: Μάικλ Ρίτσι

Παίζουν: Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Πίτερ Μπόιλ

Διάρκεια: 109′

Έτος παραγωγής: 1972

Ένας ιδιαίτερα εμφανίσιμος και αστραπιαία γοητευτικός δικηγόρος, νεαρός σε ηλικία, γόνος πρώην κυβερνήτη και θιασώτης φιλελεύθερων πολιτικών απόψεων, βάζει –σχεδόν ερήμην και άθελά του- υποψηφιότητα για το χρίσμα του Κυβερνήτη της Καλιφόρνια. Αντίπαλός του ο νυν Ρεπουμπλικάνος Κυβερνήτης, του οποίου η επανεκλογή θεωρείται απολύτως βέβαιη. Επί της ουσίας, αυτή ακριβώς η μηδενική πιθανότητα νίκης είναι που οδηγεί τους Δημοκρατικούς να προσφέρουν το χρίσμα στον ιδεαλιστή, Μπιλ ΜακΚέι (Ρόμπερτ Ρέντφορντ).

Προκειμένου να τον δελεάσουν, μάλιστα, για να αποδεχτεί αυτή την αποστολή πολιτικής αυτοκτονίας, του προσφέρουν ένα αντιστάθμισμα δυσεύρετο, αν όχι και ανύπαρκτο, στον πολιτικό βίο: έχει τη δυνατότητα να εκδηλώνεται αυθόρμητα και με σχετική ειλικρίνεια, χωρίς να είναι αναγκασμένος να υιοθετεί τον ξύλινο λόγο, τις μελοδραματικές κορόνες και τις κούφιες αερολογίες που απαιτούνται σε κάθε σοβαρό προεκλογικό αγώνα.

Ευθύς εξαρχής, λοιπόν, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια σαρωτική αντίφαση, μια παραδοχή αναπόδραστου ξοφλήματος. Η αξιοπρέπεια είναι σύμφυτη με την ήττα και ο δρόμος της ηθικής είναι στρωμένος με την ανύπαρκτη προοπτική νίκης. Φευ, η αληθινή πολιτική είναι ακόμη πιο ασύδοτη κι από αυτή την ομολογία αμοραλισμού. Η ήττα με στυλ είναι ο στόχος, αρκεί να μην εκτραπεί σε άνευ προηγούμενου πανωλεθρία. Ο ΜακΚέι είναι υποχρεωμένος να ανασκευάσει και να σουλουπώσει το αυθόρμητο και μαχητικό προφίλ του.

Ο σκηνοθέτης Μάικλ Ρίτσι και ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ ενώνουν δυνάμεις τρία χρόνια μετά το Downhill Racer (1969), μία από τις σπουδαιότερες sports movies στην ιστορία του αμερικάνικου σινεμά, η οποία δυστυχώς παραμένει άγνωστη στο ευρύ σινεφίλ κοινό της εποχής μας. Το σενάριο του The Candidate (1972), το οποίο θριάμβευσε στην οσκαρική τελετή της επόμενης χρονιάς, φέρει την υπογραφή του Τζέρεμι Λάρνερ, ο οποίος άντλησε έμπνευση από τα προσωπικά του βιώματα, καθώς είχε διατελέσει συγγραφέας των λόγων του Γιουτζίν ΜακΚάρθι (καμία σχέση με τον γνωστό ΜακΚάρθι), στη (δίχως επιτυχία) κούρσα του για το χρίσμα των Δημοκρατικών, για τις αμερικάνικες εκλογές του 1968.

Το The Candidate αποτυπώνει την προεκλογική καμπάνια ως μια ατελείωτη και ασταμάτητα καρικατούρα. Η πολιτική μοιάζει με σοβαροφανές λούνα παρκ, όπου άπαντες παριστάνουν τους ευυπόληπτους και συγκροτημένους ιδεολόγους, τη στιγμή που φοράνε όχι κουστούμια και γραβάτες, αλλά στολές κλόουν. Ο ΜακΚέι μπλέκεται σε ένα φρενήρες γαϊτανάκι του πιο γελοίου φαίνεσθαι, το οποίο γεννά ανυπολόγιστες ποσότητες αμηχανίας. Μια ευτελιστική διαδικασία που μπλοκάρει κάθε επαφή με την πραγματικότητα και φυσικά κατακρεουργεί την οποιαδήποτε υπόνοια ιδεολογίας και ενσυναίσθησης.

Η ατελείωτη καταβύθιση σε προεκλογικά δείπνα, που μοιάζουν με μακάβρια αστείες ολονυχτίες. Το ντόμινο από γλοιώδεις και ιδρωμένες χειραψίες. Ο καταιγισμός από εξωφρενικά βλακώδεις ερωτήσεις που απαιτούν ασύλληπτη εφευρετικότητα προκειμένου να απαντηθούν με την πιο πιστευτή επισημότητα. Η ολική μεταμόρφωση ανθρώπων που είναι ικανοί να υποκύψουν στο οτιδήποτε και να κάνουν στροφή 180 μοιρών, αρκεί να τους πλασαριστεί λίγη κολακευτική σαγήνη και μια γλυκανάλατη ιστορία (ιδίως αν αφορά good old American values, όπως η οικογενειακή συμφιλίωση) σε λουλουδένιο περιτύλιγμα. Όλα τα παραπάνω οδηγούν τον υποψήφιό μας σε μια σαρωτική εσωτερική απορρύθμιση, σε μία ολική πολυδιάσπαση ανάμεσα στα πιστεύω και την εικόνα του, σε σημείο που δεν μπορεί πλέον να διακρίνει τι είναι προσποιητό και τι αυθεντικό, πού τελειώνουν οι λελογισμένες προθέσεις και πού αρχίζουν τα ενστικτώδη αντανακλαστικά.

Το The Candidate σε βυθίζει σε ένα κωμικό τόνο παγωμένο και άβολο, συλλαμβάνοντας το σημείο θραύσης όπου το χειρουργικά αγκυλωμένο χαμόγελο κινδυνεύει να καταρρεύσει και να μεταλλαχτεί σε ακατάσχετο νευρικό γέλιο. Με το μοτίβο του άφθαρτου ζηλωτή των υψηλών ιδανικών και της δικαιοσύνης, που φθείρεται και αναγκάζεται να συνθηκολογήσει να χάνει ακόμη κι αυτό -σε μια βαθιά εκ των έσω ειρωνεία- λάδια και αέρα.

Ο ΜακΚέι δεν διαφθείρεται ακριβώς, αλλά αδρανοποιείται. Δεν υποκύπτει στον πειρασμό της ανηθικότητας, αλλά θαρρείς αυτό-εξουδετερώνεται, ξεκουρδίζει, σαραβαλιάζεται. Με την τελική επικύρωση της ολικής απορρύθμισης και έλλειψης νοήματος να επισφραγίζεται με μια αφοπλιστικά πανίσχυρη ατάκα. Ο ανέλπιστος θρίαμβος έχει ως τελικό γιορτινό επιμύθιο ένα άδειο, κούφιο, κενό περιεχομένου και προοπτικής “What do we do now?”….




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑