Reviews The Breakfast Club (1985)

12 Σεπτεμβρίου 2022 |

0

The Breakfast Club (1985)

Σκηνοθεσία: Τζον Χιουζ

Παίζουν: Τζαντ Νέλσον, Εμίλιο Εστέβεζ, Μόλι Ρίνγκγουολντ, Άντονι Μάικλ Χολ, Άλι Σίλι, Πολ Γκλίσον

Διάρκεια: 97’

Ο σπασίκλας. Ο αθλητής. Η παράξενη. Η πριγκίπισσα. Ο αλήτης. Πέντε σημαδούρες στον σχολικό ανθρωπολογικό χάρτη, πέντε διαφορετικές φυλές που συμβιώνουν -όχι πάντα αρμονικά- στη μαθητική ζούγκλα. Είναι Σάββατο πρωί και οι πέντε μαθητές, αντί να χουχουλιάζουν στα κρεβάτια τους, βρίσκονται στο σχολείο με τα κοκόρια. Είναι και οι πέντε τους τιμωρημένοι, όχι όμως για κάποια συλλογική αταξία, αλλά ο καθένας ξεχωριστά, για κάποιο μεμονωμένο ατόπημα. Κανείς από τους πέντε δεν γνωρίζει για ποιον λόγο έχει παρέα στο σαββατιάτικο καψόνι, γεγονός που εξάπτει την περιέργεια του ενός για τον άλλο. Οι πέντε συμμαθητές, αλλά κάθε άλλο παρά φίλοι, είναι λοιπόν υποχρεωμένοι να συνυπάρξουν για μπόλικες ώρες. Ακόμη χειρότερα, ίσως να αναγκαστούν μέχρι και να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, καταλύοντας έναν απαράβατο άγραφο νόμο:  ανάμεσα στα σχολικά στρώματα, ως γνωστόν, υπάρχει ανεμική κινητικότητα.

Ο Τζον Χιουζ είχε ήδη στο ενεργητικό του τα σεναριογραφικά γαλόνια από το τεράστιο σουξέ του National Lampoon’s Vacation (1983, σε σκηνοθεσία Χάρολντ Ράμις) όταν ξεκίνησε να δουλεύει πυρετωδώς το σενάριο για την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα. Ενόσω όμως εκκρεμούσαν ζητήματα τόσο με το τελικό στάδιο της χρηματοδότησης όσο και με το κάστινγκ, ο Χιουζ σκάρωσε ακόμη ένα σενάριο στα πεταχτά, το οποίο βρήκε τελικά τον δρόμο προς τη μεγάλη οθόνη γρηγορότερα από την ταινία που είχε ήδη στα σκαριά. Το Sixteen Candles (1984), που απέσπασε θετικές κριτικές χωρίς να γνωρίσει την αποθέωση, λειτούργησε ως ευεργετική πρόβα τζενεράλε για τον Χιουζ, από την οποία αποκόμισε διπλό όφελος. Αρχικά, απέβαλε κάθε σλάπστικ μανιερισμό και κατά δεύτερον άρπαξε την ευκαιρία να καπαρώσει δύο ακατέργαστους θησαυρούς: τη Μόλι Γκρίνγουολντ (αναστεναγμός) και τον Άντονι Μάικλ Χολ.

Κάπως έτσι φτάσαμε στο The Breakfast Club, μια ταινία-επιτομή για τα κινηματογραφικά 80s, που σκιαγραφεί το εφηβικό angst στη ρηγκανική Αμερική, μια συντηρητική εποχή γεμάτη μούχλα και ναφθαλίνη. Ο Χιουζ, παρεκκλίνοντας από την παραδοσιακή πατέντα των high-school movies, αφενός παραδίδει μια ταινία γενεαλογίας, αφετέρου φτιάχνει έναν νεανικό ύμνο που αντέχει με ευκολία στον χρόνο, περνώντας σχεδόν ανέπαφος από γενιά σε γενιά, παρά τις πολιτισμικές μεταλλάξεις. Παιδί του baby boom και έχοντας γνωρίσει από πρώτο χέρι ως έφηβος την πνιγηρή ομοιομορφία, τάξη και ασφάλεια της suburbia ευτυχίας, ο Χιουζ είναι γενναιόδωρος απέναντι στους πρωταγωνιστές του και εκείνοι του ανταποδίδουν την εμπιστοσύνη στο πολλαπλάσιο. Για να το θέσουμε αλλιώς, ο Χιους δεν μπαίνει στον πειρασμό της αναπόλησης και αρνείται να εξιδανικεύσει τα δικά του βιώματα, προτιμώντας να δώσει το βήμα στην εφηβική ψυχή των 80s.

Από την πρώτη κιόλας στιγμή, χάρη στο πανέξυπνο εύρημα της εκτός προγράμματος τιμωρίας, το σχολείο μεταμορφώνεται σταδιακά από επίσημος χώρος εγκλεισμού και σωφρονισμού σε τόπο απελευθέρωσης και ενηλικίωσης, ακριβώς διότι περνά -χωρίς καν το έχουν επιδιώξει οι ίδιοι- στα χέρια των μαθητών. Από καταναγκαστικό δεύτερο σπίτι τους, στο οποίο περνούν ένα μεγάλο μέρος της έφηβης ζωής τους χωρίς να το επιθυμούν, το σχολείο μετατρέπεται σε αληθινό σπίτι, σε ψυχολογικό καταφύγιο και χώρο εξομολόγησης. Η επαναστατικότητα στο Breakfast Club, σε μια έξυπνη αντιστροφή στους κώδικες του είδους, αλλάζει φορά και προορισμό. Η αληθινή ρήξη με το κατεστημένο στο Breakfast Club δεν εξαντλείται στη μάχη γενεών, αλλά επεκτείνεται στους ίδιους τους εφήβους, οι οποίοι επανακτούν το δικαίωμα να έρθουν σε επαφή με τον εαυτό τους και να ορίσουν οι ίδιοι τις συντεταγμένες της πορείας τους. Η Brat Pack του Χιουζ δεν ψάχνει τη σύγκρουση, αλλά την αυτό-πραγμάτωση, την εσωτερική επικοινωνία και την αυτοκριτική.

Eξάλλου, κάθε απόπειρα επαφής με τον αλλοτριωμένο και εξουσιαστικό ενήλικο κόσμο είναι εκ προοιμίου καταδικασμένη, όπως μαρτυρά και η υπέροχη σκηνή με την «απόδραση» του Τζαντ Νέλσον από την επιτήρηση του κομπλεξικού και αυταρχικού καθηγητή, η οποία κλείνει φανερά το μάτι στο Alien. Οι ενήλικες, είτε πρόκειται για γονείς είτε για καθηγητές, είναι «εξωγήινοι» (με «καρδιές που γερνάνε») που φέρονται στα παιδιά τους με εκδικητικό εγωισμό, σχεδόν σαν να τους κατηγορούν για τη δική τους χαμένη νιότη. Το Breakfast Club, πέρα από όλα τα παραπάνω, στέκεται με στοργή, αλλά όχι με αφέλεια, απέναντι στη νεανική αντιφατικότητα και κυκλοθυμία. Το κλάμα διαδέχεται τις εκρήξεις, οι ανούσιες παρεξηγήσεις και οι αναίτιες προσβολές περπατάνε παρέα με την ανόθευτη φιλία, τη συμπαράσταση και την κατανόηση, η επιθετικότητα και ο ανταγωνισμός κρύβουν μέσα τους ένα ερωτικό σκίρτημα που παλεύει να βρει τα πατήματά του.

Ο σπασίκλας, ο αθλητής, η πριγκίπισσα, η παράξενη και ο αλήτης θα ανακαλύψουν σταδιακά ότι οι ταμπέλες που τους κόλλησαν είναι απλοϊκές και ανεπαρκείς, αλλά και ότι οι ίδιοι βολεύτηκαν με τον εύκολο αυτοπροσδιορισμό, που τους έβγαλε από τον κόπο της αναζήτησης και της αμφιβολίας. Θα αλλάξουν άραγε στ’ αλήθεια ή είναι απλώς μια αναλαμπή; Θα ξεφύγουν από τις αγκυλώσεις της προηγούμενης γενιάς ή απλώς θα φτιάξουν τις δικές τους; Στην πραγματικότητα, κανείς δεν ξέρει. Αλλά μπορούμε (και πρέπει) πάντα να ελπίζουμε.

Will you stand above me? Look my way? Never love me?

Rain keeps falling, rain keeps falling down, down, down.

Will you recognize me? Call my name or walk on by?

Rain keeps falling, rain keeps falling down, down, down, down

Don’t you forget about me

Don’t, don’t, don’t, don’t

Don’t you forget about me




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑