Reviews Rebel Without a Cause

30 Σεπτεμβρίου 2021 |

0

Rebel Without a Cause

Σκηνοθεσία: Νίκολας Ρέι

Παίζουν: Τζέιμς Ντιν, Νάταλι Γουντ, Σαλ Μίνεο

Ένα κουρδιστό κουκλάκι πάλλεται στη μέση ενός αδειανού νυχτερινού δρόμου. Ένα ζευγάρι μεθυσμένα πόδια ξεπροβάλλουν και πλησιάζουν. Ανήκουν σε ένα μεθυσμένο νεαρό, με ένα ηδυπαθές, εύθραυστο, ανδρόγυνο, τρεμάμενο πρόσωπο. Ένα pretty face αυλακωμένης και γοητευτικής θλίψης. Σχεδόν ταυτόχρονα με τις πρώτες συστάσεις του θεατή με τον ήρωα, οι κατακόκκινοι σαν αίμα τίτλοι έναρξης πλημμυρίζουν την οθόνη.

Είναι στο ίδιο χρώμα με το μπουφάν που θα φορέσει σύντομα ο πρωταγωνιστής, το οποίο θα λειτουργήσει ως σύμβολο ρήξης, αμφισβήτησης και οργής. Ο μεθυσμένος νεαρός καταρρέει στον δρόμο, αλλά προηγουμένως έχει προλάβει να σκεπάσει στοργικά τον νέο του φίλο. Αντικρίζοντάς τον, ένιωσε, προφανώς, μια ταύτιση. Ένας μικρός παλιάτσος, ολομόναχος, παρατημένος από όλους και όλα, στη μέση του πουθενά.

Το Επαναστάτης χωρίς αιτία (1955), του καθ’ έξιν επαναστάτη Νίκολας Ρέι, είναι απολύτως φυσιολογικό, ώς και δικαιολογημένο, να φαντάζει λίγο παρωχημένο και στομφώδες στα μάτια του σημερινού θεατή. Ο χρόνος, ως γνωστόν, δεν έχει υπάρξει εξίσου φιλικός με όλα τα κινηματογραφικά μαργαριτάρια του παρελθόντος. Ορισμένα στέκουν αγέρωχα και μοντέρνα ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα, κάποια εξ αυτών μοιάζουν με απομεινάρια και μνημεία ενός ένδοξου παρελθόντος, κάποια άλλα αναδύουν μια ομορφιά παλαιική μεν, αλλά σε καμία περίπτωση σκοροφαγωμένη. Όπως, καλή η ώρα, το Rebel Without a Cause, το οποίο λειτούργησε όχι απλώς επιδραστικά για τη νεανική αμερικάνικη κουλτούρα των 50s, αλλά έλαβε το χρίσμα του ορόσημου.

Ο Jim Stark του Τζέιμς Ντιν έτεινε χείρα φιλίας σε κάθε Αμερικάνο έφηβο που στριμωχνόταν άβολα και αμήχανα στα προκαθορισμένα μέτρα και σταθμά ενός στημένου ανδρισμού που του είχε επιβληθεί με όρους απαράβατους και πνιγηρούς. Πλέον, η αρρενωπότητα δεν είναι ασύμβατη προς τις θηλυπρεπείς εξάρσεις καταπιεσμένων αισθημάτων. Οι άνδρες πλέον έχουν το δικαίωμα να κλαψουρίζουν, να παρεκτρέπονται σε θεατρινισμούς, να χάνουν τη Γη κάτω από τα πόδια τους.

Σε μια χαρακτηριστικότατη σκηνή γλαφυρού σαρκασμού, ο νεανίας ρέμπελος ρωτά τον, παντελώς ευνουχισμένο από τη ζωή του οικογενειάρχη, πατέρα του όχι ακριβώς τι πρέπει να πράττει ο σωστός άνδρας, αλλά «τι μπορεί να κάνει κάποιος όταν πρέπει να φανεί άνδρας;». Ο pater familias, όμως, με τη λουλουδάτη ποδιά πάνω από το κοστούμι της δουλειάς, δεν είναι σε θέση να προσφέρει την παραμικρή απάντηση…

Παράλληλα, το Rebel Without a Cause αποδέσμευσε το νεανικό angst από την αναγκαιότητα της αντίρροπης αντίδρασης προς ένα συγκεκριμενοποιημένο κατεστημένο. Το κύριο και πιο πολύτιμο γνώρισμα της επανάστασης του Jim Stark είναι ακριβώς αυτό που υποδηλώνεται και από τον τίτλο της ταινίας. Το δικαίωμα στην έλλειψη δικαιολογίας, το προνόμιο της απαξίωσης της ύπαρξης και της ζωής, μακριά από κάθε ψυχαναγκαστική αποθέωση των νιάτων, της χαράς της ζωής, της αισιοδοξίας, της προσμονής για τον ενήλικο βίο.

Μια άρνηση των πάντων, μια ολική ήττα απέναντι στο κενό, δοσμένη όχι με ακαδημαϊκές φιοριτούρες ή εύγλωττα ξεσπάσματα, αλλά με την απλοϊκή αφέλεια που εκ των πραγμάτων θα ταίριαζε σε ένα απαίδευτο αγρίμι. Σε μια ανύποπτη μάλιστα στιγμή, λίγο πριν την θανατερή κόντρα των δύο αμαξιών (που κατά τρόπο σχεδόν ανατριχιαστικό εκπέμπει μια αίσθηση προφητικού χρησμού για τον θάνατο του Τζέιμς Ντιν) οι δύο μονομάχοι επί της ουσίας οικτίρουν την ίδια τους την αντιπαλότητα. Στη γνήσια απορία «Γιατί το κάνουμε αυτό;», η απάντηση είναι αφοπλιστικά ειλικρινής: «Κάτι πρέπει να κάνουμε»…

Η αληθινή γοητεία, πάντως, του Rebel Without a Cause μάλλον εντοπίζεται στην συγχυσμένη αποτύπωση μιας σιωπηρής ασφυξίας, μιας άρρητης καταπίεσης, που δεν βρίσκει ποτέ τον δρόμο προς την άρθρωση, αλλά είναι καταδικασμένη να μείνει παντοτινά στο πίσω φόντο. Η σεξουαλική έξαψη αποκτά διαστάσεις είτε σκοτεινής φοβίας κι άλογης ενοχής (ο πατέρας της Judy, που υποδύεται η Νάταλι Γουντ, ο οποίος φοβάται το άγγιγμα της ίδιας του της κόρης) είτε της αποτυχημένης και ημιτελούς απόπειρας (η ομοφυλοφιλία του περιθωριακού Plato, που δεν βρίσκει την ανταπόκριση που ζητά -αν τελικά την ζητά- από τον Jim Stark).

Η δε οικογένεια, μέσα από μια σκηνή πανέμορφης αποκοτιάς, λαμβάνει μια στρεβλωμένη μορφή, σχεδόν αναγκαστικά θα έλεγε κανείς, καθότι στην παραδοσιακή της μορφή ισοδυναμεί με μια οιονεί αυτοκτονία, τουλάχιστον για το τρίο των ηρώων μας. Ένα τρίο που αποπνέει μια πλήρη αίσθηση αποδιοργάνωσης περισσότερο όταν προσπαθεί να συμπεριφερθεί με λογικά μέτρα και χρηστά σταθμά, παρά όταν αφήνεται στην αυθεντική (κι απελευθερωτική) του παραξενιά.

Αυτός ο κινηματογραφικός Επαναστάτης χωρίς αιτία μεταδίδει μια αίσθηση αδιέξοδου κατεπείγοντος, μια αγχωμένη έλλειψη απαντήσεων, μια συνεχή αίσθηση λάθους χωρίς φταίχτη. Και εκπέμπει σαγήνη, πέρα και ξέχωρα από τον μύθο του πρωταγωνιστή του, ο οποίος δεν πρόλαβε ποτέ να τον δει στη σκοτεινή αίθουσα, γιατί έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς την αθανασία.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑