Reviews Rear Window (1954)

1 Σεπτεμβρίου 2023 |

0

Rear Window (1954)

Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ

Παίζουν: Τζέιμς Στιούαρτ, Γκρέις Κέλι, Θέλμα Ρίτερ, Γουέντελ Κόρι

Διάρκεια: 112’

Μεταφρασμένος τίτλος: «Σιωπηλός μάρτυρας»

Ο Τζέιμς Στιούαρτ υποδύεται έναν ριψοκίνδυνο φωτορεπόρτερ, ο οποίος έχει υποχρεωθεί σε προσωρινή αναγκαστική αποχή από την μποέμικη ζωή. Με το ένα πόδι στον γύψο και καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, σκοτώνει την ώρα του παρατηρώντας τους γείτονες με τα κιάλια. Για να είμαστε πιο ειλικρινείς, δεν τους παρατηρεί, αλλά τους κατασκοπεύει λαίμαργα και αδιάκριτα. Και βαθιά μέσα του λαχταρά για λίγη έξαψη, ακόμη κι αν αυτή προέλθει από έναν φόνο σε live μετάδοση. Σαν ναρκομανής της αδρεναλίνης, είναι εθισμένος στη δράση και θα βολευτεί με κάθε είδους υποκατάστατο για όσο καιρό παραμένει κλινήρης.

Η αυλή του κεντρικού ήρωα μετατρέπεται σταδιακά σε οθόνη, όπου ο ίδιος σκηνοθετεί και προβάλλει τις σκέψεις και τα αισθήματά του, φέρνοντας στο φως όλες τις φοβίες που τον καθηλώνουν πρωτίστως ψυχικά παρά σωματικά: τον τρόμο μπροστά στη μίζερη καθημερινότητα, στον συμβιβασμό, στην αδυναμία των ανθρώπων και των εραστών να συνάψουν αληθινούς δεσμούς, στη μοναξιά παρά την παρουσία των άλλων. Με άλλα λόγια, έχουμε μια οθόνη μέσα στην οθόνη, η οποία παραπέμπει στην οικειοθελή καθήλωση του θεατή στην κινηματογραφική αίθουσα.

Στον ναό της εικόνας, αγκυροβολημένοι στις θέσεις μας, φιξάρουμε το βλέμμα σε μία και μόνο κατεύθυνση, υπνωτισμένοι από τη φωτεινή δέσμη της μηχανής, ενώ σταδιακά η οθόνη γίνεται -έστω και για λίγο- προέκταση του εαυτού μας. Σε αυτή την πλατωνική σπηλιά, αντικρίζουμε μια όψη του κόσμου που υφίσταται μονάχα ως ψέμα και ονειροπόληση. Κι όπως ο ήρωας της ταινίας, υποπίπτουμε κι εμείς στην απόλαυση και στο αμάρτημα της σκοποφιλίας. Τοποθετώντας το βλέμμα στη θέση του απόλυτου οδηγού, αναζητούμε τον μάταιο έλεγχο, προσπαθούμε να ταυτίσουμε την πραγματικότητα με όσα συλλαμβάνουν τα δικά μας μάτια. Και κάθε φορά που συνειδητοποιούμε την αδυναμία μας να κατανοήσουμε την (όποια) αλήθεια βρίσκεται λίγο πιο κάτω, λίγο παραδίπλα, εκτός κάδρου, βιώνουμε ένα βαθύ σοκ.

Ο Τζέιμς Στιούαρτ, πέρα από το σπασμένο πόδι, έχει και μια μνηστή, την απαστράπτουσα Γκρέις Κέλι, με μια ομορφιά τόσο αψεγάδιαστη που καταλήγει απρόσιτη, μακρινή και ανέγγιχτη. Σαν ένα σπάνιο λουλούδι που δεν μπορείς ποτέ να μυρίσεις, αλλά μόνο να το θαυμάσεις ως έκθεμα. Κι όμως, η εικόνα στις ανθρώπινες σχέσεις, μολονότι παντοδύναμη, δεν είναι ποτέ αρκετή, μοιάζει να μας λέει ο Χίτσκοκ. Ο σεξουαλικός υπαινιγμός είναι υπόγειος, αλλά στην πραγματικότητα αρκετά σαφής. Η αληθινή αναπηρία του πρωταγωνιστή είναι η έλλειψη επικοινωνίας και επαφής, σε όλα τα επίπεδα.

Ο Χίτσκοκ φρόντιζε πάντοτε να κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι στον θεατή,  μέσα από υπονοούμενα, μισόλογα, νύξεις και διφορούμενα, στήνοντας μια αθέατη μάχη ανάμεσα στα δύο φύλα. Στην περίπτωσή μας, η γυναίκα παίρνει την κατάσταση στα χέρια της, αλλάζει ραγδαία συμπεριφορά, εκπλήσσει και γοητεύει τον σακατεμένο και δυσλειτουργικό άνδρα, ο οποίος αρχίζει να πείθεται πως ο έγγαμος βίος μπορεί να εξελιχθεί σε μια καινούργια περιπέτεια.

Μπείτε, όμως, στον κόπο να προσέξετε την τελευταία σκηνή και σαρδόνιο μειδίαμα της Γκρέις Κέλι, που σπάει τον τέταρτο τοίχο. Τώρα που το θήραμα πιάστηκε στον ιστό, ο κυνηγός δεν έχει πια λόγο να προσποιείται. Το αληθινό θρίλερ ξεκινά αμέσως μετά το happy end και δεν περιλαμβάνει εγκλήματα, φόνους και τρελές ιστορίες. Η ζωή, εξάλλου, θα βρει πάντα τον τρόπο να γίνει αναπάντεχη, ακόμη και όταν γίνεται προβλέψιμη. Το χιτσκοκικό σασπένς σπάνια εξαντλείται στην προφανή κορύφωση, η οποία έχει ήδη προοικονομηθεί και υπονοηθεί, προτιμώντας να παιχνιδίσει με τα διαχρονικά αρχέτυπα που κληρονομούμε και κληροδοτούμε ερήμην μας. Στον κόσμο του Χίτσκοκ, όλα είναι γνωστά, κι όμως τα πάντα είναι καινούργια και πρωτάκουστα.

Υπήρχε και ένας φόνος βέβαια, κοντέψαμε να τον ξεχάσουμε. Ή μήπως δεν συνέβη ποτέ και ο αυτόπτης μάρτυρας τον φαντάστηκε; Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά; Πού μπορούμε να δείξουμε άραγε εμπιστοσύνη; Στο βλέμμα της κάμερας; Στον φακό του πρωταγωνιστή; Στα ίδια μας τα μάτια; Ή μήπως έχουμε επιλέξει να εξαπατηθούμε ξανά και ξανά; Το σινεμά είναι η τέχνη του αντικατοπτρισμού, της αντανάκλασης, της παραίσθησης, που φέρνει τις σκέψεις, τους φόβους και τις επιθυμίες μας μπροστά στον καθρέφτη. Κι εμείς, σαν πρωτόπλαστοι μπροστά στο είδωλό τους, κοιτάμε μαγεμένοι και τρομαγμένοι την ίδια στιγμή.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑