Reviews Promised Land

28 Φεβρουαρίου 2013 |

0

Promised Land

Σκηνοθεσία: Γκας Βαν Σαντ

Παίζουν: Ματ Ντέιμον, Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Τζον Κρασίνσκι, Χαλ Χόλμπρουκ

Διάρκεια: 106’

Μεταφρασμένος τίτλος: «Η γη της επαγγελίας»

Βλέποντας τη νέα ταινία του Γκας Βαν Σαντ, το ανεξέλεγκτο κρεσέντο αποριών ήταν αναπόφευκτο. Πού έχει εξαφανιστεί ο σκηνοθέτης ταινιών όπως το «Mala Noche» (1985) και το «Drugstore Cowboy» (1989); Πού είναι αυτή η τσαμπουκαλεμένη και ταυτόχρονα πανέμορφη κινηματογράφηση του περιθωρίου; Πού είναι το σκοτάδι που μετέτρεπε ο φακός σε κάτι οικείο, ασφαλές και γνώριμο; Θα αντιτάξει κανείς πως οι δύο αυτές ταινίες ήταν οι πρώτες του Βαν Σαντ και πως από τότε έχουν περάσει πλέον πάνω από είκοσι χρόνια. Κι όμως, υπήρξε και ανάλογη συνέχεια. Μετά από ένα όντως βαρετό mainstream διάλειμμα στην καριέρα του (1997 – 2000), ο Βαν Σαντ επανήλθε στα πιο δύσβατα μονοπάτια, στους δρόμους τους λιγότερο ταξιδεμένους. Με όχημά του την επονομαζόμενη και ως «τριλογία του θανάτου», αποτελούμενη από τα «Gerry» (2002), «Elephant» (2003) και «Last Days» (2005). Ακραίος καλλιτεχνικός πειραματισμός και λεπτοδουλεμένη άσκηση ύφους. Υπαρξιακή αναζήτηση σε αχανείς ερήμους, φονικούς σχολικούς διαδρόμους, δάση και εγκαταλελειμμένα σπίτια. Ακόμη και αν κάποιος είχε ενστάσεις για την παραπάνω τριλογία, ακόμη και αν κάποιος τη μίσησε, είναι πράγματι δύσκολο να μην πιστώσει στον Βαν Σαντ δύο θετικά στοιχεία. Την αρτιότατη στιλιστική δεξιοτεχνία και το ευγενές και βαθύ καλλιτεχνικό όραμα.

Επιστροφή στο παρόν, στο τώρα. Ο Βαν Σαντ συνεργάζεται για δεύτερη φορά με τον Ματ Ντέιμον, δεκαπέντε χρόνια μετά το οσκαρικό «Good Will Hunting» (9 υποψηφιότητες και 2 κερδισμένα αγαλματίδια). Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, οι Ματ Ντέιμον και Τζον Κρασίνσκι γράφουν από κοινού το σενάριο της ταινίας, στην οποία κατέχουν και τους δύο κύριους ανδρικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους. Από το σενάριο λοιπόν ξεκινούν και τα πιο ουσιώδη προβλήματα της ταινίας, καθότι αυτό βρίθει από αφέλειες, ευκολίες και υπεραπλουστεύσεις, ιδίως στον τομέα της χαρακτηρολογίας. Πρώτος και καλύτερος στη λίστα των αδύναμων χαρακτήρων, ο βασικός της ήρωας, τον οποίο υποδύεται ο Ματ Ντέιμον. Παρότι ενημερωνόμαστε ευθύς εξαρχής πως πρόκειται για το ολόκαυτο next best thing στον επαγγελματικό του τομέα, σε κανένα μα κανένα σημείο της πλοκής δεν δικαιώνει αυτή του την ιδιότητα… Γιατί;

Γιατί πανικοβάλλεται μπροστά στην κάθε δυσκολία. Γιατί δείχνει παντελώς απροετοίμαστος και σοκαρισμένος μπροστά σε εμπόδια που θα έπρεπε να τα έχει φάει με το κουτάλι. Γιατί κυριαρχείται από αντιφάσεις, οι οποίες όμως αντί να αποπνέουν πολυπλοκότητα, μεταδίδουν μία αίσθηση αφέλειας και προχειρότητας. Γιατί στην προσωπικότητά του στριμώχνονται το φιλόδοξο goal-oriented στέλεχος εταιρίας και ένας εκκολαπτόμενος ερασιτέχνης ρομαντικός, με τρόπο εξαιρετικά άτσαλο. Δεν πείθει ούτε για το ένα ούτε για το άλλο, επομένως εύλογα δεν πείθει καθόλου και η υποτιθέμενη εσωτερική μάχη των δύο του πτυχών. Επηρεάζεται σαρωτικά από οτιδήποτε κι αν συμβαίνει γύρω του, αλλά σε όποια επιλογή κι αν καταλήξει, εμείς δεν πρόκειται ούτε να συγκινηθούμε ούτε να προβληματιστούμε ιδιαίτερα. Από εκεί και έπειτα, η Φράνσις ΜακΝτόρμαντ απλώς περιφέρει το αδιαμφισβήτητο coolness της κατά τη διάρκεια της ταινίας, χωρίς η παρουσία να εξυπηρετεί δραματουργικά το οτιδήποτε. Το αρχικό αντίπαλο δέος, όπως εκπροσωπείται από τον στιβαρό και σεβάσμιο γέροντα Χαλ Χόλμπρουκ, εμφανίζεται αρχικά από το πουθενά, μονάχα για να εξαφανιστεί παντελώς και να επανεμφανιστεί έτσι για το γαμώτο, λίγο πριν την τελική λύση. Ο αντίπαλος που εν τέλει ξεπροβάλλει, ο Τζον Κρασίνσκι δηλαδή, περισσότερο μοιάζει με ανταγωνιστή σε σχολείο για το ποιος θα πάρει την καλύτερη ντάμα για τον χορό, παρά με αληθινό χαρακτήρα ταινίας.

Μέσα σε όλο αυτό το συνονθύλευμα χαρακτήρων ποια είναι η σκηνοθετική στάση και προσέγγιση; Αρχικά, ο Βαν Σαντ μας γεμίζει ελπίδες πως χάρη στην αποδεδειγμένη εικονοπλαστική του ευχέρεια θα μεταδώσει εικόνες μίας μακρινής και ξεχασμένης επαρχιακής Αμερικής. Με κατοίκους, συνήθειες και άγραφους κανόνες που ξεχωρίζουν, απωθούν και γοητεύουν συγχρόνως. Φρούδες ελπίδες. Το ευρύτερο σκηνικό παραμερίζεται τάχιστα για ένα πιο κλειστό κύκλωμα προσωποκεντρικής ιστορίας που εστιάζει σε πρωταγωνιστές που απλώς δεν σε συναρπάζουν. Πρόκειται μάλιστα για μία από τις σπάνιες περιπτώσεις ταινιών, όπου οι σφήνες χιούμορ, παρότι επιτυχημένες, μάλλον σε κουράζουν παρά σε χαλαρώνουν. Για το δεμανούσιο, κακοφτιαγμένο και απόλυτα περιττό ρομάντζο, είναι ανώφελο να πει κανείς το οτιδήποτε.

Το σοβαρότερο όμως ζήτημα είναι άλλο. Είναι η σφιγμένη και δυσκοίλια απόπειρα της ταινίας να μεταδώσει το σωστό και τίμιο μήνυμα. Ένα ενημερωτικό τηλεοπτικό σποτάκι περί των κινδύνων του λεγόμενου fracking (μέθοδος εξόρυξης που μεταφράζεται στα ελληνικά ως «υδραυλική διάρρηξη») θα ήταν μάλλον πιο ταιριαστό, σε σχέση με μία άνευρη «ταινία με μήνυμα» που απλώς παπαγαλίζει ένα μήνυμα ξεχνώντας να είναι πρωτίστως ταινία. Η μεταστροφή και αφύπνιση του κεντρικού ήρωα είναι η τελική επισφράγιση αυτής της απλοϊκής διάθεσης. Όπως εξάλλου κουραστικά επαναλαμβάνει συνεχώς, «he is not a bad guy». Στο τέλος λοιπόν, αποδεικνύεται καλύτερο παιδί από τον Γρηγόρη Αρναούτογλου και τον Γιάννη Πλούταρχο μαζί, τα τινάζει όλα στον αέρα, παίρνει το κορίτσι και θα ζήσει μία λιτή αλλά πλήρη ζωή αρμέγοντας γελάδια και μαζεύοντας αυγά. Μετά το τέλος της ταινίας, κουκουλωθήκαμε ως πάνω με την κουβέρτα, μας φίλησε η μαμά μας στο μέτωπο, είπαμε την προσευχή μας και μας πήρε γλυκά ο ύπνος.

Ιδού και το τρέιλερ της ταινίας:




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑