Pierrot le Fou (1965)

Σκηνοθεσία: Ζαν-Λυκ Γκοντάρ

Παίζουν: Ζαν-Πολ Μπελμοντό, Άννα Καρίνα

Διάρκεια: 110′

Ο Ferdinand, αγανακτισμένος από την υποκρισία, τη φιλαυτία και τη θανατερή επαναληψιμότητα της μεγαλοαστικής ζωής, αποφασίζει να τα βροντήξει όλα και να πάρει τους δρόμους. Συνοδοιπόρος του στο ταξίδι της μεγάλης φυγής η Marianne (διόλου τυχαίο το όνομα, καθώς η Marianne ενσαρκώνει τα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης και τον αγώνα για ελευθερία), μια πανέμορφη νεαρή κοπέλα που έχει μπλέξει στις ύποπτες δουλειές του αδερφού της, ο οποίος ασχολείται με το εμπόριο όπλων.

Ένα πτώμα και μια βαλίτσα δολάρια αργότερα, το ζευγάρι εξορμά στον ήλιο και τη θάλασσα του γαλλικού νότου -με άλλα λόγια, στην ξεγνοιασιά και την ανεμελιά- για να ζήσει τον amour fou που νιώθει πως δικαιούται. Και πράγματι, όλα κυλούν ρόδινα και ανθηρά μέχρι να γίνουν ξινά και να κακοφορμίσουν, μόλις μπει στην εξίσωση το ανίκητο εμπόδιο της ζωής. Ο έρωτας, εξάλλου, είναι η άλλη όψη του θανάτου, μιας και και στήνει το αντίστροφο κόλπο: σε κάνει να πιστεύεις πως ήρθε για να μείνει, ενώ ο θάνατος σε παραπλανεί πως δεν θα έρθει ποτέ.

Έχουν περάσει πεντέμισι χρόνια από τη βόμβα του Α Bout de Souffle κι ο Γκοντάρ βυθίζεται στη ροή των συνειρμών, εξαρθρώνοντας τη συμβατική αφήγηση – ή τουλάχιστον έτσι καμώνεται και πείθει τους πάντες. Κατά τρόπο παράδοξο, όμως, ο Τρελός Πιερό δεν παύει ποτέ να κινείται σε έναν -έστω ξεχαρβαλωμένο- αφηγηματικό άξονα. Κι  οτιδήποτε κυκλοφορεί και στέκεται πάνω του απεικονίζεται ως κάτι παράταιρο, αλλοπρόσαλλο και ουρανοκατέβατο, σαν ένα πλοίο διασχίζει τη στεριά αντί για τη θάλασσα.

Ο Μπελμοντό και η Καρίνα αυτοσχεδιάζουν αλύπητα και οιστριονικά, θαρρείς σε αρμονία με τον έρωτα που βιώνουν στην ταινία, ενώ στην οθόνη τρυπώνουν οι γνώρισμες γκονταρικές χαριτωμενιές: πίνακες και σκίτσα, διαφημιστικές πινακίδες, ακανόνιστα ζουμ, θεοπάλαβα cuts, μεσότιτλοι, απόσπασματα από ταινίες και μυθιστορήματα, διαρραγή του τέταρτου τοίχου με το πρωταγωνιστικό δίδυμο να απευθύνεται συνεχώς στον θεατή, ένα σκετσάκι που παρωδεί τον πόλεμο στο Βιετνάμ.

Μέχρι και μια εμβόλιμη εμφάνιση από τον Αμερικανό σκηνοθέτη Σάμιουελ Φούλερ (που ερμηνεύει τον εαυτό του), ο οποίος διατυπώνει τον γκονταρικό ορισμό περί σινεμά. «Η ταινία μοιάζει με πεδίο μάχης, όπου διασταυρώνονται η αγάπη, το μίσος, η δράση, η βία και -τελικά- ο θάνατος. Με μια λέξη: συναίσθημα», μας εξηγεί ο Φούλερ (δηλαδή ο Γκοντάρ) και όλα γίνονται λίγο πιο ξεκάθαρα. Τα λόγια του Φούλερ, πέρα από πένθιμος οιωνός, λειτουργούν και ως μανιφέστο για την ίδια την ταινία. Το Pierrot le Fou μεταμορφώνεται αδιάκοπα, γκρεμοτσακίζεται και εκτοξεύεται, χοροπηδά με χάρη ανάμεσα στα κινηματογραφικά είδη.

Το γκανγκστερικό νουάρ δεν διαφέρει σε τίποτα από το γλυκανάλατο ρομάντζο, ενώ και τα δυο μαζί βουτάνε στην καρικατούρα και στην παρωδία. Στον κόσμο αυτό, τα πάντα εξαϋλώνονται και αυτό-υπονομεύονται και ο μόνος στρατιώτης που μένει όρθιος στο τέλος (θυμηθείτε, η ταινία είναι πεδίο μάχης) είναι το κωμικό παράλογο. Οι υπόλοιπες βεβαιότητες και μεγαλοστομίες της ζωής (ένας ακούσιος σαρκασμός εδώ, από τη στιγμή που ο Γκοντάρ αγαπούσε τρελά τις μεγαλοστομίες) είναι νεκρές ή αιχμάλωτες από μια ζωή που κινείται περισσότερο στο φάσμα παρά στην πραγματικότητα.

Ο Τρελός Πιερό θυμίζει πίνακα ενός ζωγράφου τόσο έμπειρου και χορτασμένου από τα προφανή που δεν ενδιαφέρεται πλέον για το μοντέλο, το τοπίο ή το αντικείμενο που σχεδιάζει, αλλά την περιρρέουσα αίσθηση. Για όλα τα πλασματικά και αδιευκρίνιστα που δεν θα γίνουν ποτέ εικόνες ή λέξεις. Με τελικό προορισμό μια (κυριολεκτική) έκρηξη που θα κάνει χίλια κομμάτια τις συμβάσεις, τα θέσφατα και τα στερεότυπα της ζωής. Ο Ferdinand και η Marianne θα κρατήσουν τον έρωτά τους ζωντανό ακόμη και αν χρειαστεί να τον μεταμορφώσουν σε ήλιο, νερό, αλάτι, άμμο και αέρα.

 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑