O Δράκος (1956)

Σκηνοθεσία: Νίκος Κούνδουρος

Παίζουν: Ντίνος Ηλιόπουλος, Γιάννης Αργύρης, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου

Διάρκεια: 85′

Στον Θωμά δεν στέκονται ποτέ τα βλέμματα, δεν ξαποσταίνουν ποτέ τα αγγίγματα: είναι ένα φάντασμα της μέρας, μια σκιά χωρίς σώμα. Υπαλληλάκος στο ανήλιαγο υπόγειο μιας τράπεζας, χωρίς ερωτικές, φιλικές, επαγγελματικές ή άλλες επαφές, δίχως ενδιαφέροντα, διεξόδους, εμμονές ή όνειρα, ο Θωμάς είναι σαν αδειανό κέλυφος. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, στο αποκορύφωμα της μελαγχολίας για τους μοναχικούς ανθρώπους, μια ουρανοκατέβατη ζαριά της μοίρας αλλάζει μια για πάντα τη μίζερη ζωή του.

Χαζεύοντας το πρωτοσέλιδο μιας εφημερίδας, θα σαστίσει μπροστά στην ανατριχιαστική του ομοιότητα με τον καταζητούμενο «Δράκο», μια επικίνδυνη εγκληματική φιγούρα που τρομοκρατεί την κοινή γνώμη. Ξάφνου, ένας ανθρωπάκος αόρατος και βουβός μέσα στη βαβούρα της ζωής, ακούει τα βήματά του, νιώθει πως αφήνει κάποιο χνάρι. Ακουμπά το πρόσωπό του, το περιεργάζεται και το μελετά, αναρωτιέται, χάσκει απορημένος.

Από την αμηχανία και τον ενστικτώδη φόβο περνά σταδιακά στο ντελίριο της έξαψης, στη νοσηρή συνειδητοποίηση πως η μόνη του ελπίδα να υπάρξει είναι να μπει στο πετσί κάποιου άλλου. Σε κάθε περίπτωση, η πρότερη ζωή του, με τον αναιμικό σφυγμό, δεν πρόκειται να του φέρει εμπόδια. Ο Θωμάς θα ξαμοληθεί στους δρόμους, πασχίζοντας να κρυφτεί από διώκτες που δεν τον αναζητούν, συνεπαρμένος από την ηδονική ψευδαίσθηση πως προκαλεί φόβο, έτοιμος να συναντήσει ένα άγριο πεπρωμένο.

Ο Δράκος (1956), η δεύτερη ταινία του Νίκου Κούνδουρου (παταγώδης εισπρακτική αποτυχία στην εποχή της και κατηγορούμενη ως ανθελληνική από μεγάλη μερίδα του Τύπου), κινείται σε ένα δίπολο εξύψωσης και αποκαθήλωσης των συμβόλων, τα οποία αποκτούν διαστάσεις μυθικές προτού εκμηδενιστούν από την πιο ανελέητη ειρωνεία. Ο Ντίνος Ηλιόπουλος, στον σπουδαιότερο και πιο φημισμένο cast against type ρόλο στην ιστορία του ελληνικού σινεμά, ενσαρκώνει ένα σκιάχτρο που παλεύει να νιώσει άνθρωπος και ερήμην του αποκτά διαστάσεις ήρωα αρχαίας τραγωδίας.

Με λέξεις που σχεδόν κοντοστέκονται στα χείλη και ένα βλέμμα που αγναντεύει κάπου μακριά, ο Θωμάς του Ηλιόπουλου βυθίζεται σταδιακά σε έναν κόσμο ανοίκειο και καταραμένο. Ο Θωμάς οικειοποιείται την ταυτότητα του Δράκου και τρυπώνει στα άδυτα του υπόκοσμου, όπου εισπράττει έναν πρωτόγνωρο σεβασμό. Με άλλα λόγια, το σύμβολο αυτονομείται, αποκτά αυτενέργεια και δρομολογεί τον ίδιο του τον χαμό, σε ένα ανελέητο μπρα-ντε-φερ ανάμεσα στην αναπαράσταση και την πραγματικότητα. Ο πραγματικός Δράκος σταδιακά εξαϋλώνεται, δημιουργώντας την αίσθηση πως πρόκειται περισσότερο για έναν επινοημένο μύθο που παλεύει να τρυπώσει στην πραγματικότητα (και το κατορθώνει μέσω του Θωμά), παρά για μια χειροπιαστή περσόνα.

Ευθύς εξαρχής, σε μια πρώτη τραγική ειρωνεία, το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας που προειδοποιεί τους φιλήσυχους πολίτες για την ύπαρξη ενός κακοποιού στοιχείου καταλήγει να δρομολογεί τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα: πλάθει έναν εγκληματία και ωθεί έναν φύσει νομοταγή άνθρωπο στην παρανομία. Την ίδια στιγμή, ο Κούνδουρος εισάγει και ένα δεύτερο, και πέρα για πέρα δηκτικό, στοιχείο που έρχεται να συμπληρώσει την προσωπικότητα του ιμιτασιόν εγκληματία.

Η ίδια η ζωή στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, βουτηγμένη στην απαισιοδοξία, στην αποξένωση και στην έλλειψη προοπτικής, γεννά τη δίψα για μια οποιαδήποτε διεξόδο. Παρεμπιπτόντως, είναι πασιφανές ότι ακόμη και η λεία της συμμορίας στην οποία μπλέκει –σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία– ο Θωμάς/Δράκος είναι κάθε άλλο παρά τυχαία: οι ληστές έχουν βάλει στο μάτι έναν στύλο του Ολυμπίου Διός, με σκοπό να πουλήσουν την πολύτιμη λεία τους σε Αμερικανούς αρχαιοκάπηλους. Η αρχαία ελληνική κληρονομιά, σταθερή πηγή απατηλής περηφάνιας, σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς ευτελίζεται, απογυμνώνεται από κάθε μεγαλείο και αποτυπώνει την καθολική εξάρτηση μιας χώρας τσακισμένης και ετερόφωτης.

Ο Δράκος βαδίζει σε ψευδο-νουάρ μονοπάτια (καθώς παιχνιδίζει με όλα τα γνώριμα στοιχεία και μοτίβα, χωρίς ποτέ να εμπίπτει στο καταστατικό του), διαθέτει στοιχεία νεορεαλισμού, ενώ πολύ συχνά φλερτάρει με την κατάμαυρη και θεόπικρη κωμωδία. Στην αλησμόνητη σκηνή μύησης, που μοιάζει με παγανιστικό τελετουργικό, ο Θωμάς θα απεκδυθεί οριστικά την πρότερη ταυτότητά του. Χορεύοντας ένα λειψό ζεϊμπέκικο, που περισσότερο μοιάζει με πένθιμο μοιρολόι, μακριά από την καρτποσταλική λεβεντιά του χορού, σφραγίζει τη σκληρή του μοίρα.

Σε αυτές ακριβώς τις στιγμές που ο Θωμάς βιώνει την εκστατική μεταμόρφωση σε Δράκο στα μάτια των νέων του συντρόφων, είναι που τρυπώνουν οι πιο σαρκαστικές νύξεις του αληθινού του εαυτού. Μιλώντας με την κοπέλα που έχει γοητευτεί από τον υποτιθέμενο παράνομο βίο του, σπεύδει να μονολογήσει πως οι εφημερίδες καμιά φορά υπερβάλλουν και φουσκώνουν τα πράγματα. Ο Δράκος, λοιπόν, ίσως και να μην είναι το τέρας που όλοι περιγράφουν, αλλά ένας απλός άνθρωπος που αναζητά ένα δράμι σεβασμού και αγάπης.

Αργότερα, στον αυτοσχέδιο όρκο τιμής που εκφωνεί στη συμμορία, ο ήρωάς μας προαναγγέλλει τον χαμό του και αυτοοικτίρεται για μια ζωή που τον προσπέρασε σε κάθε της βήμα: «Όποιος ζει, πρέπει να ξέρει και να πεθαίνει, παρά να μουτζουρώνει χαρτιά σε μια τράπεζα». Ο «Χονδρός», ο μόνος από τη συμμορία που έχει αντιληφθεί την τραγική πλάνη από πολύ νωρίς, του επιβεβαιώνει αυτό που ήδη γνωρίζει: τώρα πια, είναι πολύ αργά, γιατί ο Θωμάς δεν έχει πλέον καμία εξουσία στον ίδιο του τον εαυτό. Σε ένα από τα πιο σπαρακτικά φινάλε στην ιστορία του ελληνικού σινεμά, σε μια αυγή που δεν λέει ξημερώσει, ο Δράκος εκπληρώνει το πεπρωμένο του. Ένα ήμερο θηρίο που ξεψυχά ολομόναχο, μακριά από τον θόρυβο της ζωής, του κόσμου και των ανθρώπων.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑