Σκηνοθεσία: Μάικ Λι
Παίζουν: Ντέιβιντ Θιούλις (αρνούμαι να προσθέσω άλλον πρωταγωνιστή)
Διάρκεια: 136’
Μεταφρασμένος τίτλος: «Γυμνός»
Αγγλία, αρχές της δεκαετίας του ’90. Μια πνευματική terra cotta, αποκαμωμένη όχι τόσο από οποιαδήποτε οικονομική λιτότητα, αλλά από το πνεύμα και τις πρακτικές του θατσερισμού. Ξέπνοη από ηθικό, στερημένη από ηθική πυξίδα, διχασμένη και σε κατάσταση αυτανάφλεξης.Ένας κόσμος ζωγραφισμένος με τα πιο μουντά και απαισιόδοξα χρώματα.Ένας κόσμος εξαντλημένος ψυχικά, στραγγισμένος, μουντός και αιώνια γκρίζος. Ένας κόσμος δια της βίας εξατομικευμένος.
Άνθρωποι που ιδιωτεύουν χυδαία, που μεταδίδουν σεξουαλικά και λεκτικά τον κυνισμό τους. Που έχουν παραιτηθεί από οποιαδήποτε απόπειρα αναζήτησης της ομορφιάς κι έχουν αγκαλιάσει την αποξένωση. Είναι αδειανοί, υπερβαίνουν τα όρια του πεσιμισμού ή του μηδενισμού, είναι βυθισμένοι σε ένα καθεστώς αναπόδραστης πτώσης. Ζούνε στις σκληρές πόλεις. Ζουν στο απάνθρωπο Λονδίνο και όταν σκοτεινιάζει, σουλατσάρουν σαν φαντάσματα που τρομάζουν μονάχα τον εαυτό τους.
Ο Μάικ Λι σκηνοθετεί μία ταινία – ορόσημο για την Αγγλία των early 90s και δίνει όλο το ζουμί μίας εποχής συλλογικής, σχεδόν κλινικής, κατάθλιψης. Λίγο προτού ξεκινήσει η διαδικασία ανακαίνισης και μερεμετιών στη βρετανική ψυχολογία. Λίγο προτού περαστούν δυο – τρία καταναγκαστικά χέρια χρώμα στο μαύρο που είχε κυριαρχήσει. Από κινηματογραφική σκοπιά, λίγο πριν εδραιωθεί η πιο φόρμαλ εκδοχή του κοινωνικού ρεαλισμού του βρετανικού σινεμά.
Ο Γυμνός συνιστά κάτι το ολότελα διαφορετικό, κάτι το εντελώς ξεχωριστό. Δεν είναι μία περιδιάβαση στα ανήλιαγα μονοπάτια της εργατικής τάξης, δεν είναι μία μάχη για αξιοπρέπεια, δεν είναι μία αναζήτηση αιτιών, δεν είναι μία σκιαγράφηση ενός ζοφερού πλαισίου. Είναι μία επίδειξη αυθάδειας του περιθωρίου που δεν αποζητά πλέον τη λύπηση, αλλά ορθώνει ανάστημα.
Ο Γυμνός είναι ένα σινεφίλ ποίημα αστικής υπαρξιακής απόγνωσης, μία κραυγή για την πλήρη έλλειψη νοήματος. Ο Τζόνι είναι ο οδηγός μας σε αυτή την urban καταβύθιση. Δεν είναι όμορφος, δεν είναι καλοκάγαθος και επ’ ουδενί δεν έχει καλές προθέσεις. Θα μας κερδίσει, όχι με τους ανύπαρκτους καλούς του τρόπους, αλλά με την ολική του αδιαφορία απέναντι σε αυτούς. Είναι ένας φυγάς, όχι όμως από αυτούς που δραπετεύουν επειδή τους κυνηγούν οι κακοί. Δραπετεύει επειδή διέπραξε μία αμαρτία και θέλει να αποφύγει την τιμωρία, επί της ουσίας όμως την λαχταρά σαν άλλος Ρασκόλνικοφ.
Σ’ ένα περιβάλλον τόσο αφόρητα κυνικό, κατορθώνει να δεσπόσει, διότι είναι πιο κυνικός από όλους τους ερασιτέχνες κυνικούς. Είναι απίστευτα εύγλωττος και ετοιμόλογος, είναι μηδενιστής και αρνητής των πάντων, είναι σαρκαστικός. Προπάντων, αρπάζει κάθε ευκαιρία για να αποδείξει την υπεροχή του. Αναζητά απόκληρους και χαμένες ψυχές τη νύχτα, σε μέρη που φέρνουν περισσότερο σε «πουθενά», παρά σε «κάπου». Τους γοητεύει, τους υποτάσσει, τους φορτώνεται. Ένας σύγχρονος Άμλετ, μία ψυχή που κυκλοφορεί «γυμνή» μέσα στη νύχτα. Το βασικό του στοιχείο δεν είναι η δική του γύμνια, είναι ότι μας κάνει να ονειρευόμαστε -και να ξυπνάμε κάθιδροι- ότι είμαστε ολόγυμνοι σε μια άγρια ερημιά.