Mulholland Drive (2001)

Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Λιντς

Παίζουν: Ναόμι Γουότς, Λόρα Χάρινγκ, Τζάστιν Θέροου

Διάρκεια: 146′

H Μπέτι είναι μία νεαρή κοπέλα από το Οντάριο που μετακομίζει στο Λος Άντζελες, γεμάτη ανυπομονησία και ελπίδες, προκειμένου να κυνηγήσει το μεγάλο όνειρο της υποκριτικής. Ωστόσο, από την πρώτη κιόλας μέρα η πόλη των αγγέλων της επιφυλάσσει εκπλήξεις: στο σπίτι που της έχει παραχωρηθεί από τη θεία της βρίσκει μία άγνωστη γυναίκα, η οποία της συστήνεται ως Ρίτα και δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτα για τον εαυτό της εκτός από το γεγονός ότι ενεπλάκη σε τροχαίο δυστύχημα. Έτσι, η Μπέτι αποφασίζει να βοηθήσει τη Ρίτα να θυμηθεί το ποια είναι, ενώ παράλληλα ρίχνεται στο κυνήγι της αναζήτησης ρόλων που θα δώσουν ώθηση στην καριέρα της.

Η πλοκή των ταινιών που συγκροτούν τον πυρήνα του δύσβατου λιντσικού σινεμά δύσκολα περιγράφεται με λίγες λέξεις. Συνήθως οι τροπές της ιστορίας υπαγορεύονται από χρονικά σχήματα που καθιστούν την ταυτότητα του βασικού αφηγητή αβέβαιη (Lost Highway) ή βραδυφλεγείς αναγνώσεις των υποσυνείδητων σκέψεων και απωθημένων, που αλλάζουν την πορεία της αφήγησης (Blue Velvet), πάντα με μία αύρα απόκοσμου μυστηρίου. Υπό αυτό το πρίσμα, το Mulholland Dr. ίσως είναι ο μέγιστος θρόνος αυτού του sui generis συνόλου ταινιών, η ταινία που συνδυάζει τις περισσότερες γνώριμες αξίες που διαθέτει ο υπερρεαλιστικός κόσμος του Ντέιβιντ Λιντς, παρότι το όλο εγχείρημα ξεκίνησε με τη σκέψη μίας τηλεοπτικής σειράς, ο πιλότος της οποίας απορρίφθηκε από τα αμερικανικά δίκτυα και έπεσε στα αζήτητα. Αυτό βέβαια ίσως εξηγεί και την εγγύτητα που παρουσιάζει η τελική εκδοχή της ταινίας με το σύμπαν του Twin Peaks.

Η πυκνή γραφή του Mulholland Dr. συνδυάζει τις νόρμες ενός καθάριου νέο-νουάρ, την παιγνιώδη b-movie αισθητική και τις χαρακτηριστικές σουρεαλιστικές εικόνες, ενώ βρίθει συμβόλων και κινηματογραφικών αναφορών. Το ονειρικό πλαίσιο που συνθέτει ο Λιντς, που αποδεικνύεται στην πορεία μία οδός νοητικής διαφυγής για τη βασική του πρωταγωνίστρια, το πραγματικό όνομα της οποίας είναι Νταϊάν, συνιστά και ένα εξαιρετικά ταιριαστό πεδίο ανάπτυξης μίας προβληματικής που άπτεται της λειτουργίας του σινεμά.

Ενδεικτικά, μέσα από παραπομπές στον Μάγο του Οζ, στην Περσόνα, στη Λεωφόρο της Δύσης και στον Δεσμώτη του ιλίγγου, ο σπουδαίος Αμερικανός σκηνοθέτης αποτυπώνει αρχικά τα στάδια της παραγωγής ενός κινηματογραφικού έργου μέσα στον ανθρωποφάγο κόσμο του αμοραλιστικού Χόλιγουντ που ρημάζει ψυχές με απάνθρωπη ευκολία, και στη συνέχεια βυθίζεται στο ψυχικό αποτύπωμα που προξενεί αυτή η φρικώδης διαδικασία στους θεατές του τελικού αποτελέσματος.

Δεν πρόκειται, λοιπόν, απλώς για μία ταινία που αναλύει το πώς δουλεύουν οι ταινίες στο μυαλό του ανυποψίαστου θεατή. Αντίθετα, περιέχει μία ολιστική θεώρηση της λειτουργίας του κινηματογράφου ως ψευδαίσθησης. Μέσα από κάτι τόσο σαθρό (χολιγουντιανό σταρ σίστεμ και εν γένει κινηματογραφική βιομηχανία) μπορεί να προκύψει κάτι εξευγενισμένο, όπως η πλάνη του κινηματογράφου που ωθεί τον άνθρωπο σε μία σφαίρα πέραν της απτής πραγματικότητας, που τροφοδοτείται υπερήφανα από το ασυνείδητο, που δίνει όψη και ήχο στα όνειρα του νου.

Με άλλες λέξεις, μέσα από μία ονειροκτόνο βιομηχανία μπορεί να προκύψει ακόμα το ονειρώδες αποτέλεσμα, το οποίο γεννά συναισθήματα χωρίς απαραίτητα να υποχρεούται να υπακούσει στους κανόνες της λογικής δομής ενός συλλογισμού. Όπως η μνήμη αρέσκεται να εξαπατάται από τα ίδια της τα όνειρα, τα οποία παραλλάσσουν τα στέρεα δεδομένα της με τρόπο ανυπότακτο, έτσι και ο θεατής αφήνεται στη σαγήνη της γλυκιάς αυταπάτης μέσω ενός φιλμικού κειμένου που τον προσκαλεί να παραδοθεί αμαχητί.

Ταινίες όμως για την επίδραση του κινηματογραφικού αποτελέσματος στον ψυχισμό των θεατών υπήρξαν πολλές, για τη βιομηχανία του σινεμά δε ακόμη περισσότερες ∙ η πυγμή του λιντσικού έργου πηγάζει από το συνδυασμό των δύο παραγόντων με τρόπο οργανικό. Η Μπέτι/Νταϊάν είναι ταυτόχρονα θεατής, δημιουργός και πρωταγωνίστρια του έργου, καθώς βρίσκεται υπό την επήρεια του ίδιου της του ονείρου (θεατής), το οποίο προέκυψε από τις τροπές που παίρνει η ασυνείδητη αναζήτηση στην οποία την υποχρεώνει ο βεβαρημένος ψυχισμός της (δημιουργός), ενώ μέσα σε αυτό το όνειρο συναντά μία παραλλαγμένη, αθώα και ονειροπόλο εκδοχή του εαυτού της (πρωταγωνίστρια).

Έτσι, το Mulholland Dr. αποκτά το στάτους μίας ταινίας για τη δυσώδη βιομηχανία του σινεμά, για την επίπονη διαδικασία της δημιουργίας που μας φέρνει κατάφατσα με τις πεπιεσμένες μορφές του ασυνειδήτου, αλλά και την εμπειρία της θέασης, η οποία ελευθερώνει τον θεατή από το βάρος των λογικών επαγωγών και αποζητά να διεγείρει τους συναισθηματικούς του υποδοχείς, ακόμα και μέσω ενός ψευδούς συνειρμού. Χαρακτηριστική για όλα τα παραπάνω είναι και η σκηνή ανθολογίας στο κλαμπ Silencio.

Το Mulholland Dr. δεν μοιάζει με όνειρο απλώς και μόνο επειδή ένα μέρος της πλοκής του αποτελεί ονειρική εκδήλωση του νου της βασικής πρωταγωνίστριας. Ο Ντέιβιντ Λιντς αιχμαλωτίζει το κλίμα της ονειρικής εμπειρίας, εμποτίζει το έργο του με έναν αφηρημένο χαρακτήρα απειλής που δεν πηγάζει μόνο από τα αφηγούμενα, αλλά μοιάζει να προϋπάρχει αυτών, ενώ διάφορα «ανεξήγητα» τεκταινόμενα παραπέμπουν επίσης σε όνειρο. Το όνειρο, άλλωστε, είναι η ατελής κατασκευή μίας φαντασίας που οργιάζει, όχι ένα σφιχτοδεμένο σύνολο λογικών σκέψεων. Ως τέτοιο, δικαιούται να υποπίπτει σε λογικές και συναισθηματικές ανακολουθίες που το βοηθούν να συγκροτήσει τον φαντασιακό του κόσμο με όλες τις θεμελιώδεις αντιφάσεις του.

Ο Λιντς προσφέρει απλόχερα τα βασικά κλειδιά της αποκρυπτογράφησης του όλου έργου στα τελευταία είκοσι λεπτά. Η Νταϊάν, το υποκείμενο της ιστορίας, η φαντασία της οποίας συνέλαβε το όνειρο που εκτέθηκε επί ένα δίωρο στην ταινία, είναι μία ηθοποιός που βλέπει την καριέρα της να παραπαίει, να κινείται πολύ μακριά από όσα είχε οραματιστεί ερχόμενη στην Καλιφόρνια. Παράλληλα, ο έρωτάς της για την Καμίλα, σαφώς πιο επιτυχημένη ηθοποιό η όψη της οποίας είναι πανομοιότυπη με αυτήν της Ρίτα στο όνειρο, δεν βρίσκει θετική ανταπόκριση. Έτσι, το υποσυνείδητό της αναλαμβάνει εκτάκτως δράση προκειμένου να εξασφαλίζει καταφύγιο για τον τραυματισμένο νου της.

Το όνειρο που προορίζεται για σωσίβιο της ναυαγισμένης Νταϊάν κινείται σε τρία βασικά επίπεδα ανασυγκρότησης εκ βάθρων: Αρχικά, σηματοδοτεί την επανεκκίνηση για την καριέρα της στη βιομηχανία του θεάματος. Έπειτα, αποτελεί μία δεύτερη ευκαιρία του έρωτά της για την Καμίλα/Ρίτα. Τέλος, και σημαντικότερο, αναλαμβάνει να επαναφέρει την αθωότητά της, που μοιάζει να έχει χαθεί οριστικά τη στιγμή από τη στιγμή που λαμβάνει μέρος σε ένα σύνολο εξουσίας που κατασπαράζει κάθε τέτοια υπόνοια. Υπό αυτή την εξέταση, το Mulholland Dr. αφηγείται μία απόπειρα αποκατάστασης της «θείας χάριτος», ενός αγνού παραδείσου από τον οποίο η Νταϊάν εμφατικά εξέπεσε.

Η ονειρική Μπέτι είναι μία κοπέλα επαρχιώτικης αύρας, οι ενδυματολογικές επιλογές της οποίας παραπέμπουν σε αγνότητα –το ροζ χρώμα κυριαρχεί εδώ, σε μία ταινία στην οποία η επιλογή των χρωμάτων αποτελεί την ύστατη σημειολογία– η οποία αναζητά την τύχη της ως ηθοποιός. Δεν έχει βιώσει τη σκληρή όψη της σόου μπίζνες, δεν είναι βυθισμένη στην απόγνωση της Νταϊάν. Για την ακρίβεια, είναι ακριβώς το αντίθετο: μία γυναίκα που περιβάλλεται από μία αύρα άμαθης ελπίδας.

Εισέρχεται στο χώρο των ονείρων του Χόλιγουντ –η πολλαπλή διάσταση της έννοιας του ονείρου, κυριολεκτική και μεταφορική ταυτόχρονα εδώ– έχοντας αποθέματα ενέργειας, αλλά ακόμα και μέσα στην ονειρική παρέκβαση βιώνει την απογοήτευση από το αδίστακτο πρόσωπο της βιομηχανίας. Βέβαια, ακόμα και ο τρόπος που εισπράττει την αδικία μοιάζει τεχνητός: ο Λιντς ευφυέστατα δημιουργεί μία κίβδηλη αποτύπωση της διεφθαρμένης χολιγουντιανής πραγματικότητας, η οποία μοιάζει υπερβολικά απλουστευμένη, τόσο ώστε να μπορεί να αποτελέσει ιδανική δικαιολογία για τις αποτυχίες που γνώρισε η Νταϊάν στην επίπονη σταδιοδρομία της, αποκούμπι μίας φαύλης βεβαιότητας ότι δεν έφταιξε ποτέ η ίδια αλλά αποκλειστικά το σύστημα γύρω της.

Η σχέση της Μπέτι με τη Ρίτα, η οποία παίρνει το όνομά της από μία αφίσα της Ρίτα Χέιγουορθ, χαρακτηρίζεται από την ολική αμνησία της τελευταίας. Το υποσυνείδητο της Νταϊάν προσδοκά να πλάσει το αντικείμενο του έρωτά της εκ του μηδενός, περίπου όπως ανασυγκρότησε και τον εαυτό της και τον μεταμφίεσε σε Μπέτι. Έτσι, είναι ευρύτατο το πεδίο για τη σχέση που γεννιέται: στην ονειρική πραγματικότητα δεν θα υπάρξουν σκηνοθέτες που θα πλευρίζουν τη Ρίτα/Καμίλα, δεν θα υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των δύο γυναικών, ενώ η Ρίτα θα βρίσκεται σε συνεχή και απόλυτη εξάρτηση από τη Μπέτι. Ακόμα και ο αισθησιασμός που δοκιμάζει δίπλα της έχει κάτι το πρωτόλειο, αναδύει μία αύρα πρώτης φοράς.

Χάρη σε αυτή την αίσθηση, η Νταϊάν αποδεσμεύεται μέσω της Μπέτι από την τοξικότητα που νιώθει για την Καμίλα, εκείνο το δηλητηριώδες συναίσθημα του πληγωμένου εγωισμού που μαυρίζει την ανθρώπινη ψυχή. Ουσιαστικά, ελευθερώνεται από την προσωπική της αποτυχία στον έρωτα, η οποία μαζί με την καριέρα της που μοιάζει να έχει παραπέσει στις καλένδες, γεννούν το άσβεστο μίσος για τον εαυτό της.

Φυσικά, τίποτα από αυτά δεν θα μπορέσει να διασώσει την Νταϊάν: η ονειρική Μπέτι θα αρχίσει να ξεθωριάζει, η αθωότητα έχει διαβρωθεί οριστικά από την επιθυμία, το μυστηριώδες μπλε κουτί της Ρίτα θα ανοίξει και θα σηματοδοτήσει το πέρασμα στον κόσμο του συνειδητού, καθότι το μπλε στο λιντσικό φιλμ είναι το χρώμα της μετάβασης στην υλική πραγματικότητα, σε αντίθεση με το κόκκινο που σηματοδοτεί την ψευδαίσθηση και τον αισθησιασμό. Ο ονειρικός κόσμος της εμμονικής Νταϊάν θα αρχίσει να καταρρέει, τα εκδικητικά αδιέξοδά της επανέρχονται, οι τύψεις και τα βάσανά της ξανακερδίζουν τον έλεγχο του μυαλού.

Μέσα από την ευφάνταστη χρήση του εφιαλτικού μοντάζ που δηλώνει τον δυϊσμό που ετοιμάζεται να χαθεί, ο Λιντς καταργεί το όνειρο και εμφανίζει τον πραγματικό εφιάλτη, τον οποίο κινηματογραφεί χωρίς την ονειρική αχλή που προηγήθηκε, αλλά με μία τρεμάμενη πεζότητα. Τα αινιγματικά σύμβολα (ο καουμπόι), οι ακατάληπτες φαινομενικά ασύνδετες σεκάνς (η σπαρταριστή σκηνή της εκτέλεσης), τα πάντα ανατρέχουν στις προσλαμβάνουσες της Νταϊάν λίγες στιγμές πριν τα μοιραία γεγονότα του φινάλε, από τις οποίες το υποσυνείδητό της άντλησε το υλικό για να φτιάξει την παρέκβασή του.

Τελικώς, το όνειρο ορίζεται από την αδυναμία του ανθρώπου να συνθέσει μία αρραγή εναλλακτική κατάσταση των πραγμάτων. Ως εκ τούτου, υποχρεούται να παρουσιάζει κενά και αλλόκοτες τροπές που μαρτυρούν την ασυνέχειά του. Όπως και στο Lost Highway, έτσι και εδώ, το όνειρο προδίδεται ξανά, καθώς η κυνική πραγματικότητα εισβάλλει και διαρρηγνύει τους ιδεατούς όρους. Οικοδομώντας ένα απατηλό καταφύγιο που δεν προορίζεται για να αντέξει, οι τοίχοι του ονειρικού κόσμου δεν είναι πραγματικοί, αλλά ένα φανταστικό σκηνικό που στήθηκε για να εξαπατήσει και όχι για να βαστάξει στην ολομέτωπη επίθεση που εξαπολύουν τα πραγματικά αδιέξοδα. Όπως ακριβώς και οι ταινίες, θα επιτρέψουν στο μυαλό να διαφύγει, αλλά ποτέ οριστικά. Άλλωστε, είναι χαρακτηριστικό των ψευδαισθήσεων ότι δεν κρατούν αιώνια, όσο και να το λαχταρά ο καθένας από εμάς.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑