Σκηνοθεσία: Αλμπέρτο Ροντρίγκες
Παίζουν: Χαβιέρ Γκουτιέρες, Ραούλ Αρεβάλο
Διάρκεια: 104’
Ισπανία, στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Μία κοινωνία που προσπαθεί να βρει τα πατήματά και τις ανάσες της. Να κοιτάξει δειλά την επόμενη μέρα, μετά από μία σκοτεινή και ασφυκτική 40ετία δικτατορίας. Να βάλει στην άκρη μίση και δάκρυα και να βρει καινούργιους συνεκτικούς δεσμούς, μετά από τόσο διχαστικό και αδελφοκτόνο πόνο. Δύσκολη αποστολή, ως και αδύνατη. Οι φρικτές θύμησες είναι κάτι παραπάνω από νωπές. Είναι ακόμη παρούσες, στέκουν απειλητικές στο βάθος, όπως τα κρεμασμένα κάδρα του Φράνκο και του Χίτλερ σε ένα έρημο τοίχο.
Μεταφερόμαστε στο εσωτερικό μιας κοινωνίας που βράζει σε χαμηλή φωτιά, όπως αποτυπώνεται εμμέσως στις κινητοποιήσεις των αγροτών που κυριαρχούν στο πίσω φόντο. Μιας κοινωνίας γεμάτης καχυποψία, ανείπωτα λάθη και βαριά κρίματα όπως εκφράζονται μέσα από τη σχέση συνεργασίας – αντιπαλότητας των δύο βασικών πρωταγωνιστών. Μιας κοινωνίας που παλεύει να ξορκίσει τη θλίψη, την απογοήτευση και τις ενοχές, όπως αυτές καθρεφτίζονται στα μονίμως θλιμμένα και απόμακρα βλέμματα των εξαιρετικών Ραούλ Αρεβάλο και Χαβιέρ Γκουτιέρες.
Η επιμέρους γεωγραφία της δράσης είναι ενδεικτική και καταλυτική. Οι ελώδεις όχθες του Γουαδαλκιβίρ συγκροτούν ένα ντεκόρ που ξεφεύγει από τα όρια του συμπληρωματικού διακόσμου. Ο Αλμπέρτο Ροντρίγκες φτιάχνει ένα κόσμο όλο χώμα, λάσπη και υγρασία. Ένα νοητό και συναισθηματικό βάλτο, όπου το κάθε μικρό βήμα γίνεται με δυσκολία γιατί πρέπει να σηκώσει ένα βάρος που δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Και μας διηγείται μία ιστορία ειδεχθών εγκλημάτων, που λειτουργούν περισσότερο ως αφορμή για να φωτιστούν κάποια ευρύτερα και συνεχιζόμενα εγκλήματα. Αυτά της μωρίας, της άγνοιας και της σιωπής ενός μικρόκοσμου που έχει συνηθίσει τόσο πολύ στη βρωμιά που δεν ενδιαφέρεται πλέον ούτε καν να ξεπλύνει τις ντροπές.
Το μικρό νησί είναι ένα crime story που μπλέκει το αστυνομικό σασπένς με το ελαφρύ θρίλερ, με το ζουμί του να βρίσκεται σε ό,τι υπονοείται. Σε ό,τι αχνοφαίνεται μακριά. Στη σκόνη που έχει συσσωρευτεί στις γωνίες και διαφεύγει, άθελα από το ανυποψίαστο και σκοπίμως από το υποψιασμένο, μάτι. Όλος αυτός ο εγκλεισμός στη στατικότητα και τη δυσκινησία ενός σάπιου και βουλιαγμένου εδάφους διακόπτεται από λήψεις που θαρρείς και βγήκαν από τα ουράνια. Ένας θεός που αδιαφορεί για τις μικροσκοπικές κουκκίδες που άγονται και φέρονται από μίση και πάθη; Μία νότα ανακούφισης και γαλήνης, από μια απόσταση που υπενθυμίζει τη μικρότητα των όσων διαδραματίζονται εκεί κάτω; Ό,τι και να είναι, το τέχνασμα του Ροντρίγκες ανακουφίζει και αγχώνει ταυτόχρονα, απομακρύνει και φέρνει κοντύτερα συγχρόνως.
Εν ολίγοις, όλα τα παραπάνω σταθεροποιούν τη μικρή αυτή νησίδα σκοταδιού σε μία ρότα χαμηλόφωνη, μπάσα και πένθιμη. Δίχως η κάπως προβλέψιμη αστυνομική ίντριγκα και η μειωμένης έντασης αποκάλυψη του ενόχου να λειτουργούν ανασταλτικά. Εξάλλου, όπως προείπαμε, η ιστορία αυτή επωμίζεται κάτι βαθύτερο από το, όχι άτρωτο, στόρι που αφηγείται. Και η ουσία της συμπυκνώνεται στο βουβό και γυμνό της φινάλε. Με την ανταλλαγή αποκαμωμένων βλεμμάτων από δύο ήρωες που κάθε άλλο παρά ήρωες αισθάνονται. Κάποιες φορές, η ήττα μοιάζει προδιαγεγραμμένη και βαθύτερη από οποιαδήποτε γεγονότα.