Σκηνοθεσία: Γουόνγκ Καρ-Γουάι
Παίζουν: Τόνι Λεούνγκ, Μάγκι Τσεούνγκ
Διάρκεια: 98′
Ένας άνδρας και μια γυναίκα, στο πολύβουο Χονγκ Κονγκ του 1962, νοικιάζουν διπλανά δωμάτια σε ένα πολυσύχναστο κτήριο. Διασταυρώνονται στις σκάλες, στην είσοδο, στους διαδρόμους, σε γωνίες και στροφές. Συγκρούονται μετωπικά αλλά φρενάρουν την τελευταία στιγμή. Ακουμπούν πλάι πλάι σε τοίχους, περπατούν δίπλα δίπλα σε μοναχικούς δρόμους. Δειπνούν αντικριστά σε καταθλιπτικά εστιατόρια για μοναχικές καρδιές. Φαντασιώνονται ο ένας τον άλλο, ρεμβάζουν σε δωμάτια που στάζουν χρώμα από κάθε τοίχο και έπιπλο. Ξεπροβάλλουν μέσα από δαχτυλίδια καπνού, λούζονται κάτω από την πορφύρα των λαμπατέρ και την ώχρα των φαναριών. Ψιθυρίζουν τον δικό τους κώδικα συνενοχής στα νυχτερινά πεζοδρόμια, στα χασομέρια της ζωής και του χρόνου. Η εκατέρωθεν Ερωτική επιθυμία τους πλημμυρίζει τον χώρο. Γεμίζει τη σιωπή, υγραίνει βλέμματά και μετατρέπει τα ελάχιστα εκατοστά απόστασης σε ναρκοπέδιο. Οι δύο εραστές δεν έχουν ποτέ αγγίξει ο ένας τον άλλο, αλλά (ή μάλλον «εξ ου» και όχι «αλλά») ο πόθος τους είναι κατακλυσμιαίος και αγιάτρευτος.
Οι δύο ορκισμένοι -αλλά παντοτινά απόμακροι- εραστές απεικονίζονται συνεχώς μέσα σε ένα ασφυκτικό περίγραμμα. Σκιές από κάγκελα, αντικείμενα, πόρτες, τοίχοι που λειτουργούν ως μια αδιόρατη περίφραξη, μια αδικαιολόγητη ντροπή, μια νοητή φυλακή του μυαλού. Ένα πλαίσιο που τους ορίζει και τους συμπιέζει, οι καταπιεσμένες ορμές, το βάρος του ανομολόγητου μυστικού. Θα είναι δίπλα, αλλά ποτέ μαζί, καταδικασμένοι να παραμείνουν δύο λειψές μονάδες χωρίς ποτέ να γίνουν ένα.
Ο Τσόου (Tony Leung) και η Σου (Maggie Cheung) είναι δύο σιαμαίες προδομένες ψυχές. Οι σύζυγοί τους έχουν παράνομο δεσμό και η κοινή οδύνη σφραγίζει και τη δική τους λαχτάρα. Οι δύο σύζυγοι δεν θα εμφανιστούν ποτέ επί της οθόνης. Η μοίρα τους είναι κοινότοπη, χιλιοειπωμένη, προβλέψιμη. Αντιθέτως, οι δύο απατημένοι είναι που θα διαλέξουν τον δύσκολο και βασανιστικό δρόμο. Ο Γουόνγκ Καρ-Γουάι δεν επιδιώκει την εύκολη ταύτιση με το πάθος, αλλά μας ζητά να συμπάσχουμε στον πόνο του αδύνατου. Οι δύο ερωτευμένοι παλεύουν να ανάψουν τη φλόγα τους με βρεγμένο σπίρτο. Κι εμείς νιώθουμε το αδιέξοδο που τους πνίγει.
Οι δύο ήρωες σκαλίζουν την ανοιχτή πληγή, εφευρίσκουν τη σκληρή ειλικρίνεια που έχουν στερηθεί. Παριστάνουν τους θύτες, ευτελίζοντας τα θύματα, αυτομαστιγώνονται γελώντας σαρκαστικά σε βάρος του εαυτού τους. Και δένουν χειροπόδαρα τον έρωτά τους, δηλώνοντας υποταγή σε έναν όρκο που στην πραγματικότητα δεν έχει πάρει κανείς από τους δύο. Ο χρόνος γλιστρά από τα χέρια και κανείς εκ των δύο δεν βρίσκει το κουράγιο να διεκδικήσει το μερίδιό του στην ευτυχία
Τα κάδρα του Κρίστοφερ Ντόιλ που λιώνουν, σαστίζουν και τρεμοπαίζουν. Οι μελωδίες του Νατ Κινγκ Κόουλ, ο φετιχισμός των αντικειμένων, το αποτύπωμα του κραγιόν σε ένα τσιγάρο, οι φλοράλ πανδαισίες και τα αυτοκρατορικής θλίψης χτενίσματα της Μάγκι, η ισιωμένη γραβάτα και η αψεγάδιαστη χωρίστρα του Τόνι, η βροχή που κατοικεί στις ψυχές των ηρώων. Η ταινία που μας έκανε να αγαπήσουμε την ίδια την αγάπη.