Reviews Il Conformista (1970)

18 Ιουνίου 2022 |

0

Il Conformista (1970)

Σκηνοθέτης: Μπερνάρντο Μπερτολούτσι 

Παίζουν: Ζαν-Λουί Τρεντινιάν

Διάρκεια:

Ο Κομφορμίστας είναι μια ταινία τόσο όμορφη στην όψη (η φωτογραφία του Βιτόριο Στοράρο, ένα ανεπανάληπτο έργο τέχνης από μόνη της), τόσο αιθέρια στην τονικότητά της και τόσο πολυεπίπεδη στο (υπαρξιακό/ πολιτικό) περιεχόμενό της που ακόμα και σε μια οθόνη δεκατεσσάρων ιντσών να την παρακολουθήσεις, γλιστράει κάτω απ’ το δέρμα σου και μένει για πάντα εκεί. Περιττό να πούμε, όμως, ότι στο πανί, τα υπέροχα κάδρα του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι (μόλις 29 ετών, όταν έκανε αυτή την ταινία, το 1970) και ο εξπρεσιονιστικός χρωστήρας του Στοράρο, απογειώνουν αυτή την εικαστική πανδαισία που είναι ο «Κομφορμίστας» σε άλλα επίπεδα αισθητικού κάλλους.

Το Il Conformista δεν είναι απλά ένα σπουδαίο πολιτικό θρίλερ, αλλά ένα από τα σπάνια εκείνα έργα που τιμούν και εξυψώνουν το σινεμά. Σύνθεση κάδρου, καλλιτεχνική διεύθυνση, μουσική, πλανοθεσία, βρίσκονται σ’ ένα επίπεδο ποιότητας που προκαλεί ίλιγγο. Επιπλέον, πρόκειται για μια απ’ τις κορυφαίες ταινίες που έχουν γίνει ποτέ πάνω στην ψυχολογία του φασισμού, στη μαζοχιστική επιθυμία της κανονικότητας, ακόμα και με τίμημα την καταδίκη σε μια κόλαση προσωπικής δυστυχίας. Για τον Μπερτολούτσι, όπως και για τον Αλμπέρτο Μοράβια, στο μυθιστόρημα του οποίου βασίστηκε η ταινία, ο μικροαστός νοικοκύρης που αποζητά την ασφάλεια και την «τάξη» -ηθική, πολιτική, σεξουαλική- δεν διαφέρει και τόσο απ’ τον ενταγμένο φασίστα. Μια οποιαδήποτε αφορμή είναι αρκετή για να σπρώξει τον πρώτο στις τάξεις του δεύτερου.

Ο ήρωας που υποδύεται εκπληκτικά ο μεγάλος Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, ιδωμένος από μια ψυχαναλυτική σκοπιά (το φιλμ βρίθει φροϋδικών αναφορών: στη βάση της απόφασης του Μαρτσέλο να γίνει φασίστας βρίσκεται η ενοχή, αν ο άνθρωπος συχνά επιθυμεί μαζοχιστικά την καταπίεση και την τιμωρία του -κι ο φασισμός δεν είναι τίποτα άλλο από την εκπλήρωση, στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο, μιας τέτοιας μαζοχιστικής επιθυμίας- αυτό οφείλεται ίσως στο ότι νιώθει ένοχος;) είναι οπωσδήποτε «ευνουχισμένος», με την πιο ουσιαστική έννοια.

Όχι μόνο απαρνιέται την αληθινή επιθυμία του, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να επιδιώκει την υπερ-αναπλήρωση της χαμένης απόλαυσης σε συμβολικές μορφές ικανοποίησης των τυραννικών απαιτήσεων του υπερ-εγώ, όπως αυτές που προσφέρει μια αντιδραστική ιδεολογία (το μίσος για τον Άλλο, είναι πάντα μίσος για την απόλαυσή του, όπως λέει ο Λακάν, παράλογη οργή απέναντι σε κάποιον που το υποκείμενο θεωρεί ότι έχει πρόσβαση στην απόλαυση που το ίδιο έχει στερηθεί, καθώς επίσης και φόβος, αόριστη ανησυχία ότι κάποιος κλέβει τη δική μας απόλαυση, μας στερεί τη δυνατότητα να αποκτήσουμε το αντικείμενο της επιθυμίας μας), αλλά και σκοτώνει, συμβολικά και κυριολεκτικά, τη συνείδησή του. Μια συνείδηση που διαρκώς του υπενθυμίζει την αλήθεια της ηθικής του κατάπτωσης, στο πρόσωπο του παλιού του καθηγητή φιλοσοφίας (όπως για κάθε συνεπή αντιδραστικό, έτσι και γι’ αυτόν, η διανόηση αποτελεί απειλή, η σκέψη δεν είναι κάτι που μπορεί να ανεχθεί εύκολα ο ολοκληρωτισμός).

Έχουμε να κάνουμε, δηλαδή, με μια διπλή δολοφονία, του σώματος και της ψυχής, που είναι παράλληλα και αυτοκτονία. Συμβολική αυτοκτονία που δεν απαλλάσσει απ’ την ενοχή, απλά την μεταμφιέζει σε «καθήκον». Καταπιεζόμενος και καταπιεστής, ο άνθρωπος με την εμμονή της κανονικότητας και του «φυσιολογικού» (όπως δηλώνει από την αρχή ο τυφλός φίλος του, το περίεργο με τον Μαρτσέλο είναι η έντονη ανάγκη του να γίνει σαν όλους τους άλλους, όταν οι περισσότεροι άνθρωποι επιδιώκουν να είναι ξεχωριστοί, να μη μοιάζουν με τους γύρω τους), βασανίζεται και βασανίζει, για να ξεφύγει απ’ τον εαυτό του. Θέλοντας να εξουδετερώσει τις «αμαρτωλές» ροπές του, προβάλλει στον Άλλο την εικόνα ενός απόλυτου Κακού, επιφορτίζοντας τον με την ενσάρκωσή τους.

Καταστρέφοντας αυτή την κατασκευασμένη εικόνα, αποκαθιστά συμβολικά τη δική του. Συνεπώς, κάθε μετρημένο, συντηρητικό ανθρωπάκι, κάθε διαπρύσιος υπερασπιστής καθαρών «αξιών» και αρχών, κάθε ανάλγητος πουριτανός, είναι ένας άνθρωπος επιρρεπής στην διολίσθηση. Στο συγκλονιστικό φινάλε -ένα από τα κορυφαία στην ιστορία του σινεμά κατά τη γνώμη μου- ο Τρεντινιάν στρέφει το κεφάλι για να κοιτάξει από πού προέρχεται η μουσική που ακούγεται, αλλά καταλήγει τελικά να κοιτάζει ευθέως εμάς, τους θεατές: το βλέμμα του μας απευθύνει μια ερώτηση, μας ανακρίνει. Θέλει να εξακριβώσει πόσος φασισμός κρύβεται μέσα μας κι αν η επιθυμία μας να ανήκουμε κάπου, να είμαστε αποδεκτοί από την κοινωνία, να λυτρωθούμε από την αγωνία της απερίσταλτης ατομικότητάς μας είναι ικανή να μας οδηγήσει επίσης σ’ έναν αντίστοιχα “δολοφονικό” κομφορμισμό.

Συζητήσιμη, ενδεχομένως, άποψη, αλλά το φιλμ του Μπερτολούτσι (που, όπως γράφτηκε στη Washington Post, είναι περισσότερο ένα συμφωνικό ποίημα, παρά ένα απλό φιλμ), αναπτύσσεται τόσο μεγαλόπρεπα που, θαμπωμένος απ’ την τελειότητά του, μοιάζει δύσκολο να του φέρεις αντιρρήσεις. Πρόκειται για μια εμπειρία που κάθε σινεφίλ οφείλει να βιώσει, αν και μετά ενδέχεται να νιώσει μια έντονη μελαγχολία για το γεγονός ότι τέτοια έργα δεν είναι πια εφικτά.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑