Reviews Gimme the Loot

19 Αυγούστου 2018 |

0

Gimme the Loot

Σκηνοθεσία: Άνταμ Λίον

Παίζουν: Τάι Χίκσον, Τασιάνα Γουάσινγκτον

Διάρκεια: 79′

Αν ποτέ βρεθείτε στο γήπεδο City Field της ομάδας μπέιζμπολ των New York Mets, θα έχετε την τύχη να βιώσετε από πρώτο χέρι μία από τις πιο θρυλικές ιεροτελεστίες στην ιστορία του αθλήματος. Διότι κάθε φορά που η γηπεδούχος ομάδα πετυχαίνει ένα home run, ένα γιγάντιο μήλο (βλέπε φώτο, αμέσως μετά), τοποθετημένο σε μια ειδικά διαμορφωμένη πλατφόρμα, υψώνεται αρκετά μέτρα πάνω από το έδαφος, μέσα από τηλεκατευθυνόμενο χειρισμό. Το συγκεκριμένο μήλο, το οποίο φέρει την (εύλογη) ονομασία Home Run Apple και παραπέμπει στο nickname της Νεάς Υόρκης ως “Μεγάλο Μήλο”, έχει καταστεί σύμβολο ανυπολόγιστης συναισθηματικής αξίας όχι μόνο για τους οπαδούς των Mets, αλλά και για κάθε λάτρη του μπέιζμπολ.

Για τους δύο νεαρούς γκραφιτάδες της ιστορίας μας, όμως, είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό. Είναι το Άγιο Δισκοπότηρο, η Γη της Επαγγελίας, το άπιαστο όνειρο, η απόλυτη φαντασίωση. Όποιος κατορθώσει να βρει τον τρόπο να αφήσει την «υπογραφή» του σε αυτό το μήλο, θα έχει ψηλαφίσει την γκραφιτική Ουτοπία, έναν παραμυθένιο κόσμο γεμάτο ανεξάντλητα σπρέι και αχανείς ολόασπρους τοίχους που περιμένουν να ταγκαριστούν. Ο Μάλκολμ και η Σοφία, βγαλμένοι από τα σπλάχνα του Μπρονξ, έχουν βαλθεί να γράψουν τα ονόματά τους στα χρυσά κατάστιχα της γειτονιάς τους, να γίνουν θρύλοι στον μικρόκοσμο που τους περιβάλλει και τους ορίζει.

Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για τη ζωή τους, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε σχεδόν τα πάντα, από την πρώτη κιόλας ματιά και γνωριμία. Ο Μάλκολμ και η Σοφία αναζητούν λίγη τεχνητή αδρεναλίνη, μια σπίθα περιπετειώδους παιδικότητας σε μια ζωή μάλλον υπέρ το δέον ενήλικη για τη νεαρή ηλικία τους. Αρκεί να βρουν τον τρόπο, χωρίς πάντοτε να ακολουθούν τη νόμιμη ή την ορθόδοξη οδό, να συγκεντρώσουν 500 δολάρια για να δωροδοκήσουν τον φύλακα του σταδίου των Mets…

Στην πορεία, η οποία φυσικά θα είναι διάσπαρτη με αναποδιές και μπελάδες, θα ανακαλύψουν πως δεν χρειάζεται να βρίσκονται συνεχώς σε κατάσταση άμυνας κι επιφυλακής απέναντι στη ζωή, πως δεν υφίσταται τίποτα πιο cool από το να μην φοβάσαι να έρθεις σε επαφή: με τον εαυτό σου, με το πώς νιώθεις, με τις φοβίες σου, με τα αισθήματα που θρέφεις για τον άλλο και σου σιγοκαίνε τα σωθικά. Αυτή η παράτολμη εκστρατεία θα αποφέρει τα πιο δυσεύρετα και πολύτιμα «λάφυρα» (η λέξη “loot” μεταφράζεται είτε ως λάφυρα/κλοπιμαία είτε ως παραδάκι/φράγκα, σε μια πιο αργκό βερσιόν). Την εμπιστοσύνη, την αλληλοκατανόηση, το ιερό πρώτο ερωτικό σκίρτημα.

Το Gimme the Loot (που είναι, παρεμπιπτόντως, και ο τίτλος ενός διάσημου ραπ τραγουδιού) είναι το παλλόμενο, νευρώδες, αεικίνητο και δροσερό ντεμπούτο του σκηνοθέτη Άνταμ Λίον, που περιλαμβάνει την καλοκαιρινή Νέα Υόρκη ως ισότιμο πρωταγωνιστή, στο πλευρό των δύο ηρώων. Η Νέα Υόρκη του Gimme the Loot δεν έχει τίποτα το φανταχτερό, ζει, κινείται κι αναπνέει στους δικούς της βιορυθμούς, μακριά από τις τουριστικές ορδές και τα ιλουστρασιόν λούσα, μακριά από τον ψυχαναγκασμό του τίτλου της σπουδαιότερης πόλης του πλανήτη.

Νιώθουμε τον χτύπο και τον σφυγμό της σε ένα υπόστρωμα μικροπαρανομίας και παραβατικότητας, που συντηρεί τους εκτοπισμένους από τη βιτρίνα της ευμάρειας. Στα πάρκα που έχουν μετατραπεί, στη διάρκεια του καλοκαιριού, σε δεύτερο -αν όχι και πρώτο, πολύ συχνά- σπίτι κάθε εφήβου που επαναστατεί με ή χωρίς αιτία. Στα υπαίθρια γηπεδάκια μπάσκετ, με τα σιδερένια διχτάκια που ματώνουν ολημερίς κι ολονυχτίς.

Στα πανοραμικά πλάνα ανοιχτωσιάς, όπου οι δυο επίδοξοι “bombers” (στην γκραφιτική αργκό, το ρήμα “bomb” παραπέμπει σε ένα βιαστικό και εν κρυπτώ γκραφίτι που απαγορεύεται) απλώνουν το κέφι και τις ζοχάδες τους και λιώνουν τα σνίκερ τους στα ιδρωμένα νεοϋορκέζικα βράδια. Στις ανθρωπολογικές, κοινωνικές και οικονομικές αντιθέσεις που ξεπροβάλλουν κάθε λίγα τετράγωνα.

Στην οχλοβοή και το σούσουρο των χιλίων και μίας φυλών που συναποτελούν τη χοάνη της Νέας Υόρκης. Και που ξαγρυπνούν και καταπίνουν, με ανεξήγητη κι αβάσιμη προσμονή, την απέραντη καλοκαιρινή νύχτα. Αράζοντας σε σκαλοπάτια, ταράτσες, βεράντες, πεζοδρόμια, φτηνά delis και βρώμικα diners. Κι αν τα πράγματα κυλήσουν όπως πρέπει -δηλαδή όχι όπως τα είχαμε πλάσει ιδεατά στο κεφάλι μας- ίσως δούμε δυο από αυτούς να αποχαιρετούν ο ένας τον άλλο, με την πιο γλυκιά επίγνωση: ότι κάτι όμορφο πρόκειται σύντομα να συμβεί.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑