Reviews Get Out

4 Απριλίου 2017 |

0

Get Out

Σκηνοθεσία: Τζόρνταν Πιλ

Παίζουν: Ντάνιελ Καλούγια, Άλισον Γουίλιαμς, Κάθριν Κίνερ, Μπράντλεϊ Γουίτφορντ, Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς, Μάρκους Χέντερσον, Μπέτι Γκέιμπριελ, Λιλ Ρελ Χάουερι

Διάρκεια: 104′

Μεταφρασμένος τίτλος: “Τρέξε”

Ίσως να έχουμε φτάσει σ’ ένα σημείο ως αστική κοινωνία, που να μπορούμε να παραδεχτούμε ότι ο ρατσισμός δεν είναι πια της μόδας. Με την ακροδεξιά, όμως, να δυναμώνει παντού, σε Ευρώπη και Αμερική, πόσο μας εκθέτει μια τέτοια δήλωση; Μάλλον πρέπει να γίνουν ορισμένες διευκρινίσεις: ο μοντέρνος ρατσισμός, δεν έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον ακραίο βιολογισμό και τον φυλετισμό που συντάραξαν τη Δύση στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, είναι περισσότερο ένας ρατσισμός του φόβου, του πανικού, και λιγότερο της αίσθησης βιολογικής ανωτερότητας. Η Δύση πλέον, καθαρά και ξάστερα, «φοβάται», χωρίς να ντρέπεται να το παραδεχτεί, οι εποχές που αισθανόταν περήφανη, πιο ισχυρή, ικανή να κατακτήσει τον κόσμο, έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Κι αν οι αντιδραστικές ιδεολογίες δεν κατάφεραν ποτέ να αποκρύψουν εντελώς την καταγωγή τους από φοβικά σύνδρομα, σήμερα αυτές οι αλήθειες γίνονται πια αδιαμφισβήτητες. Ο μοντέρνος, καλοβαλμένος Ευρωπαίος και Αμερικανός, δεν «υποτιμά» τις άλλες φυλές, δεν δηλώνει «σπουδαιότερος» (δεν του το επιτρέπει, άλλωστε, η καλή αγωγή του), απλώς νιώθει να απειλείται, κι οφείλει να πάρει τα μέτρα του. Ο «παραδοσιακός» ρατσισμός, σιγά-σιγά παίρνει τη θέση που του αξίζει στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας. Ταιριάζει πια μόνο στους αμόρφωτους και τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα που δεν απαλλάσσονται τόσο γρήγορα ή εύκολα απ’ τα συμπλέγματά τους, όσο οι προνομιούχες τάξεις.

Επειδή, όμως, ο ρατσισμός έχει πολλές μορφές, και κάποιες εξ αυτών είναι πιο ύπουλες, λεπτές και «ευγενικές» απ’ τις άλλες, μήπως στις μέρες μας έχει μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο, για να μπορέσει να επιβιώσει; Μήπως ο φυλετισμός των καιρών μας συγγενεύει, παραδόξως, μ’ ένα αίσθημα θαυμασμού για το «διαφορετικό» που για πολλούς αιώνες οι Λευκοί πολέμησαν; Μήπως, τελικά, η Δύση πέρασε από μια κατάσταση μίσους σε μια κατάσταση πόθου (άλλωστε ποτέ δεν υπήρξαν εντελώς διαχωρισμένα αυτά τα δύο) γι’ αυτά τα «άλλα» σφριγηλά σώματα, αυτά τα σκούρα δέρματα, αυτά τα «εξωτικά» χαρακτηριστικά;

Κι αν, όντως, συμβαίνει κάτι τέτοιο, πόσος καιρός θα περάσει μέχρι ν’ αρχίσει να εκδηλώνει ξανά ο Λευκός τις αδηφάγες διαθέσεις του, πόσο θα του πάρει για να δείξει και πάλι το πραγματικό του πρόσωπο; Αλλά κι ο Μαύρος, που φυσιολογικά κολακεύεται απ’ τον τρόπο με τον οποίο αυτός ο πολιτισμός δείχνει επιτέλους να τον αποδέχεται, ακόμα και να τον «λατρεύει» πολλές φορές, πότε θα καταλάβει ότι όλα αυτά τα τερτίπια μεταμφιέζουν ειδεχθέστατους σκοπούς; Πότε θα συνειδητοποιήσει ότι τον οδηγούν σαν πρόβατο στη σφαγή, την ώρα που τραγουδά χαρούμενος;

Εκκινώντας απ’ αυτά τα ερωτήματα κι αυτούς τους προβληματισμούς, ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης, Jordan Peele, βάζει τον ήρωά του (έναν καταπληκτικό, Daniel Kaluuya, ο οποίος πετυχαίνει μια απ’ τις κορυφαίες πρωταγωνιστικές ερμηνείες σε ταινία τρόμου, που είδαμε ποτέ), να προετοιμάζεται για τη συνάντηση με τους λευκούς γονείς της λευκής (ω, τόσο λευκής!) κοπέλας του. Είναι αμήχανος, λιγάκι τρομοκρατημένος –όμως φυσιολογικά τρομοκρατημένος, όπως όλοι όσοι αντιμετωπίσαμε για πρώτη φορά τα πεθερικά μας στην «έδρα» τους-, λιγάκι διστακτικός, γιατί δεν εννοεί να καταλάβει ότι πρόκειται για προοδευτικούς Αμερικανούς, «άλλης κουλτούρας», που ψηφίζουν Ομπάμα και ασπάζονται τις ανθρωπιστικές ιδέες πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε αυτό το έθνος κι η δημοκρατία ενός Αβραάμ Λίνκολν, όχι ενός Ντόναλντ Τραμπ. Ο Κρις είναι καλό παιδί, δίκαιο και τίμιο, δεν θα αφήσει λοιπόν μερικά στερεότυπα να χαλάσουν αυτή την πρώτη γνωριμία. Κι όλα θα πηγαίνουν μια χαρά μέχρι… ξέρετε, να στραβώσουν!

Το “Get Out” (ή “Τρέξε”, όπως συμβατικά κι ανέμπνευστα ήθελε τον ελληνικό τίτλο η εγχώρια διανομή) δεν είναι μόνο ένα εξαιρετικό θρίλερ, της καλύτερης πολανσκικής παράδοσης -“τραβηγμένη”, στα όρια της μαύρης σάτιρας, ιστορία, παρανοϊκή ατμόσφαιρα, κλιμακούμενο σασπένς, πλοκή που δομεί το ανείπωτο σταδιακά μέσα από θραύσματα φαινομενικά “αθώων” γεγονότων, διάχυτη εφιαλτική αμφισημία – αλλά κι ένα από τα κορυφαία έργα ever πάνω στον ριζωμένο βαθιά ρατσισμό του κοινωνικά προνομιούχου, οικονομικά εύρωστου, μορφωμένου, φιλελεύθερου δυτικού (κι όχι απλώς Αμερικανού) που η ταξική και επαγγελματική του θέση -καθώς επίσης κι η συνείδηση της διαφοράς του από τον “απλό λαό”, που αντιφατικά πάει πακέτο με διάφορα ανθρωπιστικά ιδανικά- δεν του επιτρέπουν να ασπάζεται απεχθή ιδεολογήματα αλλά ο ορθολογιστικός ατομικισμός, ο πυρηνικός εγωισμός της ναρκισσιστικής στάσης ζωής του, τον έχει διαποτίσει τόσο βαθιά με την πεποίθηση ότι είναι ανώτερος (θα ‘λεγε κανείς ότι αυτό πια εγγράφεται στο ασυνείδητό του), ώστε δεν μπορεί παρά να μεταχειρίζεται τις άλλες φυλές και κοινωνικές ομάδες σαν χρήσιμα εργαλεία για τη διαιώνιση του τύπου του (για πολλά χρόνια, στόχος το Λευκού ήταν να επεκταθεί στον χώρο, αυτό ήταν το ιμπεριαλιστικό όνειρο που προσπαθούσαν να πραγματοποιήσουν οι επεκτατικές πολιτικές του, τώρα όμως επιδιώκει να επεκταθεί στον χρόνο, ακριβώς επειδή όλα δείχνουν ότι αργά ή γρήγορα θα εξαφανιστεί, γιατί το μοντέλο που εκπροσώπησε και εκπροσωπεί, απέτυχε, τελείωσε).

Η ευθύνη, όμως, γι’ αυτή τη μεταχείριση βαραίνει και τα θύματα της εκμετάλλευσης. Ο Peele δεν «βγάζει λάδι» τους Μαύρους, ούτε τους αντιμετωπίζει σαν κατατρεγμένα θύματα (δεν είναι, άλλωστε, κι αυτό ένα είδος εσωτερικευμένου ρατσισμού;) αντίθετα την πιο σκληρή κριτική θα την κάνει σ’ αυτούς. Και, πιο συγκεκριμένα, στους πιο καλλιεργημένους και καλύτερα ενταγμένους κοινωνικά ανάμεσά τους, που λόγω της θέσης τους στο σύστημα, αδιαφορούν (εκ προθέσεως ή ακούσια) για τις αληθινές διεκδικήσεις της φυλής τους, γυρίζοντας την πλάτη στους αγώνες για ίσα δικαιώματα και αυτονομία επί της ουσίας. Οι Μαύροι, μας λέει ο Peele, δεν είναι θύματα των Λευκών πια, ΘΕΛΟΥΝ να γίνουν Λευκοί, ιδού η «αμαρτία» τους, επιζητούν να τους αναγνωρίζουν ως Λευκούς χαμηλής κλίμακας, γι’ αυτό υιοθετούν σημεία και τελετουργικά που η Λευκή ράτσα χρησιμοποιεί εδώ και αιώνες για να δηλώσει την κυριαρχία της.

Tο ακριβό ντύσιμο, τον ωραίο λόγο (υπέροχη η σκηνή όπου ο Κρις πέφτει τυχαία πάνω στον απαχθέντα της εισαγωγής, και διαπιστώνει ότι όλα επάνω του –απ’ το «χαλαρό» κουστούμι και το καπέλο, μέχρι την επιτηδευμένη ευγλωττία, παραπέμπουν σε μια ανατριχιαστική «μίμηση Λευκού» κι όχι σε πραγματική ανθρώπινη συμπεριφορά), το φλεγματικό χιούμορ. Μέσα σε κάθε προνομιούχο Μαύρο, η μοντέρνα τάξη πραγμάτων (προφανώς Λευκή και αστική) πάει να εγκαταστήσει με το ζόρι (;) έναν Λευκό που θα εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της, να ποιο είναι το κεντρικό μήνυμα αυτής της εξαιρετικής ταινίας, το οποίο και αμπαλάρει περίφημα εντός μιας φόρμας που μπλέκει επιδέξια το θρίλερ, τη σάτιρα, το δράμα και την επιστημονική φαντασία.

Καταλαβαίνει κανείς ότι εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ ένα έργο πιο έξυπνο, καλύτερα οργανωμένο στην επιθετική στρατηγική του, πιο βαθύ, πιο πυκνό σημειολογικά κι αναμφίβολα πιο πρωτότυπο από πολλά σοβαροφανή -οσκαρικής στόχευσης- αντιρατσιστικά δράματα που είδαμε τα τελευταία χρόνια. Κι ως πολιτικό φιλμ (γιατί αυτό είναι τελικά το διακύβευμα: πώς να κάνεις πολιτική παίζοντας στο πεδίο ενός genre αλλεργικού στον διδακτισμό) που καταπιάνεται με το φυλετικό ζήτημα, έχοντας την μεταφορά, το σκώμμα, την ειρωνεία και τη λατρευτική γνώση των κανόνων του είδους για όπλα, αντί για τον πομπώδη σεντιμενταλισμό της πολιτικής ορθότητας, είναι και πολύ πιο σοβαρό.

Επί της ουσίας σοβαρό δηλαδή. Συνυπολογίζεις τις άριστες ερμηνείες απ’ όλο το καστ, έναν συναρπαστικό σκηνοθετικό έλεγχο (ο Peele, δίνει θαυμάσια δείγματα γραφής) που αλλού κρατά σοφά την αφήγηση εντός των περιοχών του ψυχολογικού τρόμου κι άλλου την αφήνει “λάσκα” να φλερτάρει με το αλληγορικό exploitation, κάποιες από τις ευφυέστερες σκηνές μαύρου χιούμορ που είδαμε ποτέ σε φιλμ του είδους, κι έχεις μια από τις καλύτερες ταινίες της φετινής χρονιάς, ξεκάθαρα.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑