Reviews Dragged Across Concrete

29 Μαρτίου 2019 |

0

Dragged Across Concrete

Σκηνοθεσία: Κρεγκ Ζάλερ

Παίζουν: Μελ Γκίμπσον, Βινς Βον

Διάρκεια: 159′

Μπάτσοι που ασκούν υπερβολική βία κατά τη διάρκεια σύλληψης, τίθενται σε διαθεσιμότητα και ο ένας εκ των δύο, σκαρφίζεται κόλπο για να βγάλουν παράνομα χρήματα τα οποία και οι δύο έχουν μεγάλη ανάγκη: ο πρεσβύτερος διότι η γυναίκα του πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας και δεν μπορεί να δουλέψει κι ο νεότερος επειδή σχεδιάζει να παντρευτεί την κοπέλα του και ο μισθός του αστυνομικού δεν του επιτρέπει κάτι τέτοιο. Εντοπίζοντας τα ίχνη ενός κακοποιού που ετοιμάζεται να ληστέψει τράπεζα με μεγάλα αποθέματα χρυσού, αποφασίζουν να τον ακολουθήσουν μέχρι την αποθήκη, στη μέση του πουθενά, όπου είχε σκοπό να κρύψει τα κλοπιμαία και να του τα πάρουν με τη βία. Αλλά τα πράγματα -κλασσικά- δεν θα εξελιχθούν όπως υπολόγιζαν.

Από όλα τα “νόθα παιδιά” του Ταραντίνο (κι αυτής της -ως επί το πλείστον μάλλον απωθητικής- κινηματογραφικής μόδας που δημιούργησε το ύφος του), ο S. Craig Zahler είναι οπωσδήποτε το πιο ταλαντούχο. Ένας δημιουργός με στυλ, ύφος, άποψη, τσαμπουκά (που δεν γίνεται ποτέ, όμως, κωλοπαιδίστικο θράσος), πράγματα να πει και, το κυριότερο, κινηματογραφική γνώση του πώς να τα πει για να έχουν ενδιαφέρον. Είναι ίσως ο μόνος σκηνοθέτης, μετά τον Κουέντιν, που κατάφερε να δώσει στην pulp πρώτη ύλη και την επιτηδευμένη «φτήνια» της, τέτοιο αέρα κομψότητας, κλάσης, εικονοκλαστικού εστετισμού. Στο instant classic ντεμπούτο του Bone Tomahawk, έκανε θαύματα παντρεύοντας το γουέστερν με το exploitation horror κανίβαλων που κυριάρχησε στα κακόφημα σινεμά των 70’s και 80’s.

Με τη δεύτερη ταινία του, το -personal favourite του γράφοντος- Brawl in Cell Block 99, χάρισε ένα φιλμικό στολίδι στο υποείδος της δραματικής περιπέτειας φυλακής, δίνοντας την ευκαιρία σ’ έναν συγκλονιστικό Βινς Βον να προσφέρει την κορυφαία ερμηνεία της καριέρας του. Στο Dragged Across Concrete, ολοκληρώνει μια άτυπη τριλογία-φόρο τιμής στο σινεμά των ειδών, πιάνοντας αυτή τη φορά το αστυνομικό buddy movie, το οποίο μπολιάζει με ωραίες δόσεις από θρίλερ και νέο-νουάρ. Κι εδώ αποδεικνύει ότι δεν κατέχει στην εντέλεια μόνο τον Ταραντίνο (οι εξαίσιοι διάλογοι που γράφει ο Zahler θυμίζουν μια ωραία εποχή όπου ο Κουέντιν δεν είχε αφεθεί εντελώς στον βερμπαλισμό και τη λεκτική επίδειξη) αλλά και τους αδερφούς Κοέν.

Η αίσθηση που αποπνέει το καταπληκτικό, «Dragged Across Concrete», είναι πέρα για πέρα κοενική. Αρχικά, είναι αυτή η φαταλιστική αίσθηση ότι όλα αποτελούν μέρος ενός οργανωμένου (από τον Θεό ή τον Διάβολο) σχεδίου στο οποίο οι ήρωες συμμετέχουν χωρίς να ξέρουν ότι γίνονται αρχιτέκτονες της καταστροφής τους, παρά τις θετικές προσδοκίες τους και καθώς επιδιώκουν να βρουν μια διέξοδο απ’ τον λαβύρινθο μιας απογοητευτικής πραγματικότητας.

Υπάρχει ένας μηχανισμός γεγονότων, μια αιτιοκρατία του Κακού, μας λέει ο Zahler (όπως μας είχε πει πριν από αυτόν ο Κιούμπρικ και όλο το 40’s νουάρ, απ’ τον Γουάιλντερ και τον Γουέλς, μέχρι τον Τουρνέρ, τον Χοκς και τον Πρέμινγκερ) που επισπεύδει τη νομοτελειακή πτώση μας, ειδικά τις στιγμές εκείνες που επιδιώκουμε να ανέλθουμε πάνω απ’ την κατάστασή μας, να την ξεπεράσουμε προς κάτι καλύτερο, ένα πεπρωμένο (είτε είναι κοινωνικοπολιτική, είτε μεταφυσική η ουσία του) που αποκτούμε όταν νομίζουμε ότι αντιστεκόμαστε στη μοίρα με την ελευθερία της θέλησής μας.

Έπειτα είναι -ο τόσο κοενικός στην αφηγηματική ύφανσή του- μηδενισμός, η ντετερμινιστική επέλαση της ματαιότητας, την οποία όλα στο έργο προοικονομούν σκωπτικά. Σε αντίθεση, βέβαια, με τους Κοέν, ο Zahler συμπαθεί τους χαρακτήρες του, παρά τις αδυναμίες τους (ή μπορεί και εξαιτίας αυτών), κι είναι τούτη η συμπάθεια που του επιτρέπει να φτιάξει, μεταξύ άλλων, μια σπαρακτική ταινία για την ανδρική φιλία. Το τελευταίο μισάωρο του έργου, γίνεται μια ποιητική ωδή σε αξίες, άτυπους κανόνες και ηθικούς κώδικες από ένα άλλο σύμπαν, χαμένο πλέον ανεπιστρεπτί: αυτό του έντιμου αρσενικού αλληλοσεβασμού. Νομίζεις ότι βλέπεις κλασσικό γουέστερν ή ταινία εποχής.

Τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο, βέβαια, αν δεν υπήρχε ΑΥΤΟΣ ο Μελ Γκίμπσον, επιτέλους ώριμος, εκφραστικά σοφός, στιβαρός, βαθύς, συγκινητικά μετρημένος, να φορτίζει το φιλμ με μια ερμηνευτική ποιότητα απ’ τα παλιά (ο Βινς Βον είναι άψογος όπως πάντα αλλά, ξεκάθαρα, το έργο ανήκει στον Γκίμπσον) και μια μελαγχολία της αξιοπρέπειας που βρίσκεται χαραγμένη στο -τόσο εύγλωττο πλέον- πρόσωπό του. Κινδυνεύοντας να θεωρηθώ βλάσφημος από συναδέλφους που λατρεύουν το The American όσο κι εγώ, θα τολμούσα να συγκρίνω την ερμηνεία του Γκίμπσον με εκείνη του Κλούνεϊ απ’ το προαναφερθέν αριστούργημα.

Και οι ομοιότητες με το μοιρολατρικό κομψοτέχνημα του Anton Corbijn δεν σταματούν εδώ: τις βρίσκεις και στη μυσταγωγική ομορφιά των κάδρων που στήνει ο Zahler, στον φωτογραφικό εξπρεσιονισμό του αναπόφευκτου (τα χρώματα και οι φωτισμοί μοιάζουν να προμηνύουν με τον τρόπο τους το τέλος των ηρώων), καθώς επίσης και στον συγκλονιστικό ρυθμό του έργου που κάνει τις δυόμιση ώρες να περνάνε σαν να ήταν 80 λεπτά (όταν διαβάζεις χαρακτηρισμούς όπως «υπερβολικά αργό» για ένα φιλμ τόσο άρτιας, βραδύκαυστης ανάπτυξης, καταλαβαίνεις ότι κάποιος πρέπει να ξανασκεφτεί σοβαρά την απόφασή του να γράφει για ταινίες).

Σε ό,τι αφορά δε, τον υποτιθέμενο ρατσισμό του σκηνοθέτη, η ταινία μπορεί να μοιάζει αρχικά με ρεπουμπλικανική απολογητική και μισαλλόδοξο σχόλιο υπεράσπισης της πολιτικής του Τραμπ αλλά ο Zahler δεν αργεί να ανατρέψει αυτές τις πρώτες, εύκολες εντυπώσεις. Είναι σίγουρο πως θέλησε συνειδητά να απαντήσει στους επικριτές του, διότι χωρίς να αρνείται την απέχθειά του για την πολιτική ορθότητα και τον υποκριτικό αριστερισμό των – social & mass- media, δημιουργεί έναν αφροαμερικανό χαρακτήρα που είναι, ίσως, ο μόνος που έχει το δίκιο με το μέρος του.

Όταν οι λευκοί, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θερίζουν ό, τι έσπειραν, πληρώνοντας το τίμημα για την απληστία τους, εκείνος βγαίνει αλώβητος απ’ την κόλαση που έφτιαξαν άλλοι γι’ αυτόν, με σκοπό να τον εξαφανίσουν μέσα της. Το Dragged Across Concrete λέει ότι το σωστό δεν έχει χρώμα, ούτε φυλή. Κανείς δεν το κατέχει από γεννησιμιού του, επειδή βρέθηκε κατά τύχη απ’ τη μία ή την άλλη πλευρά των «συνόρων». Είναι θέμα ηθικών επιλογών, όχι εθνικότητας.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑