Σκηνοθεσία: Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη
Παίζουν: Βαγγέλης Μουρίκης, Γιώργος Κέντρος, Γιώργος Πυρπασόπουλος, Σάκης Ρουβάς, Μάκης Παπαδημητρίου, Πάνος Κορώνης, Γιάννης ∆ρακόπουλος
Διάρκεια: 99′
Έξι στερεοτυπικά διαφορετικοί άντρες βρίσκονται σε ένα πολυτελές σκάφος. Ενώ κινούνται προς επιστροφή, το σκάφος παθαίνει κάποια βλάβη οπότε αναγκάζονται να παίξουν κάποιο παιχνίδι για να περάσουν την ώρα τους. Το μόνο στο οποίο συμφωνούν όλοι είναι το εξής: Ένα παιχνίδι που δεν διακόπτεται ποτέ, κινείται στο χρόνο της φυσικής ροής των πραγμάτων και στο οποίου οι πάντες βαθμολογούν τους πάντες επί παντός. Μέσα από το ασαφές αυτό παίγνιο υποτίθεται ότι θα προκύψει «ο καλύτερος γενικά», καθώς οι πολλές υποκειμενικότητες θα δημιουργήσουν την αντικειμενικότητα και έτσι οι διαρκώς ανταγωνιζόμενοι άνδρες θα δώσουν μέχρι και το τελευταίο τους ψυχικό απόθεμα για τη νίκη, χρησιμοποιώντας ο καθένας τις αρετές ή τις νομιζόμενες αρετές του και απωθώντας τις ανασφάλειες του μόνο για να τις δει να εμφανίζονται σε ανύποπτο χρόνο.
Η Τσαγγάρη, έχοντας στα χέρια της ένα σπαρταριστό σενάριο δια χειρός Ευθύμη Φιλίππου, αφήνει ευρύ πεδίο συνδιαμόρφωσης των χαρακτήρων στους ηθοποιούς της. Έτσι, το συνολικό αποτέλεσμα απορρέει απολαυστική φυσικότητα, καθώς οι 6 άνδρες, στην προσπάθειά τους να ανακηρυχθούν βασιλείς της ζούγκλας, φανερώνουν τη φαιδρότητα του ανδρικού νου. Ο φαύλος κύκλος εξουσίας στον οποίο ο άνδρας αγαπάει τόσο πολύ να λαμβάνει μέρος δεν είναι τίποτα άλλο από την κοινωνική έκφραση του φύλου.
Η εμφάνιση της ανθρώπινης αδυναμίας είναι απαγορευμένη και ο ανδρικός εγωισμός είναι καταδικασμένος να επικρατεί. Όσο οι κοινωνικές συνθήκες μεταβάλλονται το ανδρικό φύλο μοιάζει χαωμένο σ’ ένα φαύλο κύκλο που η συνεχής προσπάθεια εξάλειψης της ανασφάλειας καθίσταται όλο και πιο εξαντλητική. Μοιάζει δηλαδή σαν να προσπαθεί να διατηρήσει το αρχετυπικό προφίλ του κυνηγού σ’ ένα κόσμο που έχει αλλάξει δομή. Η Τσαγγάρη καταφέρνει να δώσει στο θεατή τη δυνατότητα να δει αποστασιοποιημένα τον εαυτό του και να αντιληφθεί πόσο ιλαροτραγικός μοιάζει κάθε φορά που θέτει εαυτόν στην κατάσταση των πρωταγωνιστών.
Παρότι το ψυχικό αδιέξοδο των ηρώων δεν λύεται σε κάποιο σημείο του έργου, αλλά περισσότερο απλώς αναλύεται, το κωμικό στοιχείο, που έχει την πρωτοκαθεδρία, διαμορφώνει ένα αρχικά εύπεπτο κλίμα που δεν επιτρέπει να επικρατήσει η αδιάφορη σοβαροφανής προσέγγιση του δύσκολου θεματικού άξονα. Έτσι, ακόμα και αν ο θεατής δεν αισθανθεί το έργο να του «μιλάει», θα αισθανθεί ευθυμία, η οποία μάλλον θα του φανεί αρκετή.
Η ευρυματικότητα της σκηνοθετικής προσέγγισης αποτελεί σπουδαία αρετή της ταινίας, καθώς δίνει την εικόνα ότι παρακολουθεί κανείς τους πρωταγωνιστές από την κλειδαρότρυπα ενώ και στο πεδίο των ερμηνειών όλοι αποδίδουν το λιγότερο επαρκώς, απελευθερώνοντας τις κωμικές δυναμικές που απαιτούσε αδιαπραγμάτευτα το όλο εγχείρημα. Αυτό που ως ένα βαθμό κουράζει είναι η διαρκής επανάληψη, η οποία επηρεάζει και την ένταση του έργου, που μοιάζει τελικά αρκετά άνισο. Παρολ’ αυτά, ιδωμένο ως κωμωδία, φέρει εις πέρας την αποστολή του: ο θεατής γελάει αβίαστα και βλέπει τον εαυτό του σε μια έξυπνη σατιρική αναλογία της καθημερινότητάς του.