Ashes and Diamonds (Popiół i diament, 1958)

Σκηνοθεσία: Αντρέι Βάιντα

Παίζουν: Ζμπίγκνιεβ Σιμπούλσκι, Βάτσλαβ Ζαστρζεζίνσκι, Άνταμ Παβλικόφσκι, Έβα Κριζέφσκα

Διάρκεια: 108’

Αρχές Μάη του 1945, στο ανοιξιάτικο βουκολικό τοπίο της πολωνικής επαρχίας. Τα χαρμόσυνα νέα θαρρείς και συμβαδίζουν με το ευωδιαστό σκηνικό. Η ναζιστική Γερμανία έχει ρίξει λευκή πετσέτα συνθηκολογώντας άνευ όρων, και η Πολωνία, μια χώρα που βασανίστηκε όσο λίγες στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορεί πλέον να δρέψει τους καρπούς της ελευθερίας. Η Ιστορία, όμως, δεν γράφεται μονάχα στις πελώριες λεωφόρους της καταστροφής και των θριάμβων. Αντιθέτως, είναι γεμάτη με αθέατα σοκάκια, που κρύβουν τον πιο μεγάλο σπαραγμό και σπανίως χωράνε στον επίσημο χάρτη.

Η Πολωνία βαδίζει σε τεντωμένο σχοινί, στο μεταίχμιο ανάμεσα σε δύο (ή και περισσότερων) κόσμους, εξίσου αβέβαιους και θολούς. Σε αυτή τη ρουλέτα αβεβαιότητας, οι άνθρωποι μοιάζουν άβουλες μαριονέτες που χαζεύουν την μπίλια να χοροπηδά, ανήμποροι να αντιδράσουν και να ορίσουν τη δική τους μοίρα. Ο Αντρέι Βάιντα, ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες στην ιστορία του ευρωπαϊκού σινεμά, μετατρέπει σε αιωνιότητα εκείνη τη βασανιστική αίσθηση εκκρεμότητας, όπου το συλλογικό ριζικό βολοδέρνει στο πουθενά.

Το Στάχτες και Διαμάντια (1958) είναι το καταληκτικό σκέλος της τριλογίας του Βάιντα για τη ματωμένη μοίρα της Πολωνίας στην ατελείωτη νύχτα και στο σκοτεινό ξημέρωμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το Μια γενιά (1954) αφηγείται την ιστορία ενός νεαρού αστού που ωθείται από τις ζοφερές συνθήκες της ναζιστικής κατοχής να γίνει μέλος της πολωνικής αντίστασης. Το Κανάλ (1957) βυθίζεται στους υπονόμους της Βαρσοβίας, παρακολουθώντας από απόσταση αναπνοής την απέλπιδα προσπάθεια μιας χούφτας αντιστασιακών να γλιτώσουν από τη ναζιστική θηριωδία που πνίγει στο αίμα την ηρωική Εξέγερση της Βαρσοβίας (1944).

Όσο για το Στάχτες και διαμάντια, βγαίνει από τους υπονόμους και το μόνο που αντικρίζει είναι μια βρόμικη αντηλιά. Το μισοσκόταδο που αποπνέει μια ακαθόριστη και νεφελώδης εποχή, χωρίς πυξίδα ή ηθικές συντεταγμένες, που ξεφορτώνεται τους μέχρι πρότινος ήρωες από αμφότερες τις πλευρές του ιδεολογικού φάσματος. Και στις τρεις ταινίες, οι ήρωες βρίσκονται παγιδευμένοι από συνθήκες που τους υπερβαίνουν, στερημένοι από το προνόμιο της ελεύθερης βούλησης και της επιλογής. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η Ιστορία τούς έχει στριμώξει στα σχοινιά και τους χτυπά αλύπητα μέχρι να παραδοθούν, βιολογικά, συναισθηματικά και πνευματικά.

Στα εναρκτήρια πλάνα της ταινίας, δύο άνδρες ξαπλώνουν στο ηλιόλουστο γρασίδι, κάπως ράθυμα και αποκαμωμένα, περιμένοντας ένα τζιπ που θα τους παραλάβει. Στην πραγματικότητα, ζουν τις τελευταίες στιγμές γαλήνης πριν την επόμενη αποστολή τους: για χαμένες ψυχές σαν κι αυτές, η ζωή καταντά μέσο και εργαλείο για έναν μονίμως ανέφικτο σκοπό, σαν μια ατελείωτη ανηφόρα δίχως προορισμό.

Μέλη μιας δεξιάς αντιστασιακής οργάνωσης που πήραν μέρος στην Εξέγερση της Βαρσοβίας, λαμβάνουν εντολές να βγάλουν από τη μέση έναν παλιό τους σύντροφο και πρωτοκλασάτο μέλος της κομμουνιστικής αντίστασης. Κανείς από τους τρεις (οι επίδοξοι εκτελεστές και το υποψήφιο θύμα) δεν είναι ανέντιμος ή προδότης, κανείς από τους τρεις δεν επέδειξε οπορτουνισμό μεγαλύτερο από αυτόν που αντιστοιχεί στην εποχή και στις συνθήκες. Σε αυτόν τον τρεμάμενο και ανίερο κόσμο, πρώην συνοδοιπόροι βρίσκονται στα χαρακώματα, διεκδικώντας την εξουσία του αύριο, προτού καλά καλά κοπάσει το φρικτό χθες.

Ο νεότερος από τους δύο άνδρες, ο γοητευτικός και ετοιμόλογος Μάσιεκ, με το δερμάτινο μπουφάν και τα στιλάτα κοκάλινα γυαλιά, ενσαρκώνει όλη τη διαστολή και συστολή του χρόνου που επιφέρουν ο πόλεμος και η βαρβαρότητα. Παρότι νέος ακόμη, νιώθει υπεραιωνόβιος γέροντας που έχει ζήσει (και πεθάνει σε) δέκα ζωές. Παρότι γραπώνει την κάθε στιγμή, αδυνατεί να φτιάξει ένα υποτυπώδες παζλ ζωής. Διόλου τυχαία, η μόνη συνθήκη όπου ξανανιώθει άνθρωπος είναι όταν συναντά αναπάντεχα τον έρωτα και αποχωρίζεται -για πρώτη και για τελευταία φορά- τα γυαλιά ηλίου που φοράει νυχθημερόν. Όπως αναφέρει και ο ίδιος εξάλλου, μάλλον είχε μείνει τόσο πολύ καιρό στο σκοτάδι που δεν μπορεί πια να αντικρίσει το φως.

Παρεμπιπτόντως, ο ηθοποιός που ενσαρκώνει τον Μάσιεκ, ο εκπληκτικός Ζμπίγκνιεβ Σιμπούλσκι, ο επονομαζόμενος Τζέιμς Ντιν της Πολωνίας, πέρα από το στυλ και το ύφος του Ντιν, δυστυχώς του έμοιασε και στο ρητό “live fast, die young”. Στις 8 Ιανουαρίου 1967, σε ηλικία μόλις 40 ετών, επιβιβάστηκε με σάλτο σε ένα τρένο που είχε ήδη ξεκινήσει από τον σταθμό του Βρότσλαβ, σκόνταψε στα σκαλιά, έπεσε στις ράγες και βρήκε έναν πέρα για πέρα άδοξο θάνατο.

Ο Βάιντα σκαρώνει μια σειρά από μικρά οπτικά θαύματα, όπου η εκθαμβωτική ομορφιά αποτυπώνει όλως παραδόξως μια φρίκη τόσο βαθιά και διαπεραστική που μόνο ο κινηματογραφικός φακός μπορεί να αιχμαλωτίσει. Οι άνθρωποι, κούφιοι και αδειανοί, περιπλανιούνται σαν αερικά και υπνοβάτες στην κηδεία του ίδιου τους του εαυτού. Μέσα από τις σκιές, τη σκόνη, τα νεκρά βλέμματα, ξεπροβάλλει ο επιθανάτιος ρόγχος μιας ολόκληρης εποχής και γενιάς που δεν μπόρεσε να επουλώσει τα τραύματά της, που δεν πρόλαβε να ζήσει και να ονειρευτεί.

Βαδίζοντας προς ένα κατάμαυρο και αβάσταχτο φινάλε, το εορταστικό συμπόσιο για τη λήξη του πολέμου μοιάζει με χορό των καταραμένων. Μια πομπή από ξεθωριασμένα φαντάσματα, παραδομένα στην τρέλα,  περικυκλωμένα από ερείπια που καπνίζουν. Εκεί όπου όλα έχουν γυρίσει ανάποδα και ακόμη και τα πιο ιερά σύμβολα έχουν αποκαθηλωθεί, ο ήρωάς μας θα συναντήσει το προδιαγεγραμμένο του τέλος. Το αίμα του θα βάψει τα σεντόνια και θα γίνει η αληθινή σημαία μιας χώρας που έμαθε να υποφέρει και να ζει στα συντρίμμια. Παλεύοντας να βρει τα διαμάντια που ίσως και να υπάρχουν κάπου εκεί γύρω, θαμμένα κάτω από ένα βουνό στάχτες.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑