L’Illusionniste (The Illusionist)

Σκηνοθεσία: Συλβέν Σομέ

Διάρκεια: 80′

Μεταφρασμένος τίτλος: “Ο θαυματοποιός”

O Συλβέν Σομέ, επτά χρόνια μετά το αξιαγάπητο Το τρίο της Μπελβίλ (2003), μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ένα αναξιοποίητο και σχεδόν κατά κυριολεξία θαμμένο σενάριο του Ζακ Τατί. Το ανεκτίμητο αυτό κειμήλιο βρέθηκε κατά τύχη στα χέρια του Σομέ όταν είχε επικοινωνήσει με την κόρη του Τατί, ονόματι Σοφί, προκειμένου να ζητήσει την άδεια να χρησιμοποιήσει ένα κλιπ του εκλιπόντα πατέρα της στο Les Triplettes de Belleville. Ο Τατί είχε εκμυστηρευθεί στην κόρη του, όσο βρισκόταν στη ζωή, πως θεωρούσε αυτό το σενάριο ως το πιο προσωπικό του πόνημα και ίσως εκεί να έγκειται ο λόγος της -εντέλει μη αναστρέψιμης- αναβλητικότητας που επέδειξε.

Ήρωας του σεναρίου δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον ίδιο τον Τατί, στοιχείο που φυσικά σεβάστηκε ο Σομέ, ο οποίος δίνει την μπαγκέτα της ταινίας του σε αυτόν τον αγαθό γίγαντα που κινείται ακανόνιστα, άρρυθμα και απροσάρμοστα σε ένα κόσμο που αδυνατεί να αντιληφθεί και τον οποίο υποδέχεται με συνεχή απορία και αδάμαστη έκπληξη. Με ένα ατελείωτο γούρλωμα των ματιών, με μία θεώρηση αφ’ υψηλού, διόλου όμως υπερφίαλη αλλά αντίθετα αυθεντικά ταπεινή και καλοπροαίρετη.

Η προσωπική υφή του έργου αποτυπώνεται εξάλλου και στην ονοματοδοσία του κεντρικού ήρωα, ο οποίος παύει να είναι το alter ego του Τατί, ο περίφημος Κύριος Υλό (Monsieur Hulot), και αποκαλείται πλέον Τατίσεφ (Tatischeff), ένα όνομα το οποίο δεν παραπέμπει απλώς στον Τατί, αλλά αποτελεί το -κατά κυριολεξία- πραγματικό όνομα του σπουδαιότερου σαρδανάπαλου του σινεμά από την εποχή του Σαρλώ.

Ανοίγοντας μία σύντομη εγκυκλοπαιδική παρένθεση, να αναφέρουμε πως ο -γεννημένος στο Παρίσι από Ρώσο πατέρα και Ολλανδέζα μητέρα- Ζακ Τατί, υπήρξε γόνος αριστοκρατικής οικογένειας,  μακρινός απόγονος της δυναστείας των Ρουρικίδων που κυβέρνησε τον ανατολικό σλαβικό κόσμο από τα τέλη του 9ου αιώνα μΧ μέχρι το 1598. Ο Ζακ Τατί, μάλιστα, προτού ξεκινήσει την καλλιτεχνική του καριέρα ως μίμος σε καμπαρέ του Παρισιού υπήρξε επαγγελματίας παίκτης του ράγκμπι, γεγονός εύλογο αν αναλογιστεί κανείς πως το ράγκμπι θεωρείται το κατεξοχήν αριστοκρατικό άθλημα στη Γαλλία, σε μόνιμη αντιπαράθεση με το «λαϊκό» ποδόσφαιρο.

Ο Σομέ αποτίνει έναν γλυκύτατο και συγκινητικό φόρο τιμής στον σπουδαίο αυτό καλλιτέχνη, πλάθοντας έναν κόσμο όπου συνυπάρχουν το γλυκό με το γκροτέσκο, με χρώματα ξεθωριασμένα αλλά καθάρια, όπως ακριβώς οι αναμνήσεις που αγκυροβολούν στο μυαλό μας και δεν λένε να το εγκαταλείψουν. Με σιωπές αμήχανης ευαισθησίας (τόσο χαρακτηριστικές στο έργο του Τατί) και χορευτικά κάδρα που αντικαθιστούν την απουσία λόγου.

Ο Θαυματοποιός έχει στη θέση του κεντρικού ήρωα έναν περιπλανώμενο μάγο (ένα “δημιουργό ψευδαισθήσεων” αν ακολουθήσουμε την ετυμολογική οδό του πρωτότυπου τίτλου) που αγωνιωδώς προσπαθεί να διατηρήσει την πάλαι ποτέ περίοπτη θέση του σε ένα κόσμο αφόρητα ρεαλιστικό, που έχει σκοτώσει κάθε ικμάδα φαντασίας και αδιαφορεί για οτιδήποτε δεν είναι χειροπιαστό και άμεσα κατανοητό.

Μία υποδόρια αλληγορία για τον κινηματογράφο και την ίδια την τέχνη, που συναντά τείχη, αντιστάσεις, φθόνο και εχθρότητα από ένα θαυμαστό καινούργιο κόσμο που βιώνει κάθε νοητικό ταξίδι ως χάσιμο χρόνου. Μία τεχνητή παράσταση, ποτέ μία απλή και στείρα αναπαράσταση, μία μαγεία που κάνει το αδύνατο να ξεπηδά, που βλέπει με άλλα μάτια, σε μία διαφορετική διάσταση. Μία σιωπηρή, ακανόνιστη και αλλοπρόσαλλη παθητική αντίσταση σε μία εποχή που υπόσχεται υστερίες και καταιγισμό εικόνων και προσπερνά βιαστικά όσους αδυνατούν να προσαρμοστούν.

Ένας κόσμος παραμυθένιος αποτελούμενος από εγγαστρίμυθους, ακροβάτες και θλιμμένους κλόουν, καταδικασμένος να σβήσει και να εξαϋλωθεί. Ένας αποκαμωμένος και γερασμένος τζέντλεμαν που βρίσκει νόημα στο αθώο βλέμμα μίας Holy Golightly (προσέξτε πόσο πολύ μοιάζει η μεταμορφωμένη Σταχτοπούτα μας με την Όντρεϊ Χέπμπορν στο Breakfast at Tiffany’s, ενώ και η πρώτη γνωριμία με τον καλό της θα έρθει σε ένα κατάστημα σαν κι αυτό της ταινίας του Μπλέικ Έντουαρντς) την οποία θα φροντίσει και θα προστατέψει, προτού αποδεχτεί με γενναιότητα τη φυσική κατάληξη των πραγμάτων και της ίδιας της ζωής.

«Τίποτα στα χέρια, τίποτα στις τσέπες» μας τραγουδά το μουσικό θέμα της ταινίας κι όμως αυτό το τίποτα κυοφορεί το όνειρο, γεννά την ελπίδα, φέρνει πλούτη άλλου είδους. Οι ψευδαισθήσεις είναι από τη φύση τους εφήμερες και το μοναχικό ταξίδι είναι μονόδρομος, με συνθήκες ολοένα και πιο δύσκολες, με αυταπάτες ολοένα και πιο θαμπές. «Δεν υπάρχουν μάγοι», θα πληροφορηθούμε  βίαια, απότομα, σκληρά, λίγο πριν το φινάλε. Υπάρχει, όμως, η μαγεία που καμιά φορά δεν έχει ανάγκη ούτε καν τους μάγους.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑